Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης, φιλόλογος-συγγραφέας
Μέχρι πριν από λίγο καιρό ομολογώ ότι είχα μια προκατάληψη με τους λουκουμάδες. Όχι γιατί δεν μου αρέσουν – το αντίθετο. Μου αρέσουν, γενικά, όλα τα γλυκά, επίσης και οι λουκουμάδες, ιδίως όταν είναι φρέσκοι. Για παράδειγμα, στην πανήγυρη της Κατερίνης και του Αιγινίου το Σεπτέμβριο φτιάχνουν και πουλούν της ώρας φρέσκους λουκουμάδες, και μάλιστα τους συνοδεύουν με μερέντα, παγωτό, ή διάφορα σιρόπια. Χώρια ο άλλος πειρασμός, ο χαλβάς Φαρσάλων…
Άρχισα να αποφεύγω τους λουκουμάδες από τότε που πήγαμε στη θάλασσα και μετά το μπάνιο αγόρασα μερικά κουπάκια από έναν ηλιοκαμένο ταλαίπωρο νεαρό, που ξυπόλητος κάνει αμέτρητα χιλιόμετρα στην ακροθαλασσιά ανάμεσα στους λουόμενους, κρατώντας ώρες ατέλειωτες ένα δίσκο στο χέρι. Οι λουκουμάδες του ήταν κάτι σαν λάστιχο, νοτισμένοι από τον υγρό θαλασσινό αέρα, μαραμένοι και στεγνοί από την πολύωρη έκθεση στον ήλιο.
Μέχρι που ανακάλυψα τους μαγικούς λουκουμάδες!
Τυχαία.
Όχι σε κάποια παραλία, αλλά ψηλά, πάνω, στον Κολινδρό. Εκεί δοκίμασα τους λουκουμάδες της ζωής μου:
Ολόφρεσκοι.
Τραγανοί.
Καλοψημένοι.
Μόλις η χρυσοκόκκινη κρούστα τους υποχωρήσει στο στόμα σου, ξεχύνεται από μέσα και σε πλημμυρίζει το μέλι του παραδείσου, μέσα σε μεθυστικό άρωμα κανέλας…!