Γράφει η Μαρία Σιδηροπούλου-Τάτση, Ψυχολόγος
Βασικά τίποτα το ιδιαίτερο. Τα συνηθισμένα. Θα σηκωθούμε λιγάκι πιο αργούτσικα απ’ ότι τις καθημερινές, θα φορέσουμε τα καλά μας και θα πάμε εκκλησία. Εσύ παιδί μου θα είσαι στην τάξη σου με τ’ άλλα παιδάκια και εγώ με τους μεγάλους. «Μαμά, ήθελα όμως να μου ανοίξεις λίγο πρώτα την τηλεόραση να δω μερικά “μικυ-μάους”. «Μα, παιδί μου “μικυ-μάους” μπορείς να δεις οποιαδήποτε άλλη στιγμή, αλλά ξέρεις πως δεν έχουμε τώρα πολύ χρόνο και θα αργήσουμε για την εκκλησία.» Και ακολουθούν και άλλα επιχειρήματα όπως: Το ότι όπως δεν είναι ωραίο να αργούμε στην δουλειά, ή στο σχολείο και φροντίζουμε να είμαστε πάντα στην ώρα μας το ίδιο μπορούμε να είμαστε στην ώρα μας και για την εκκλησία… κτλ.
Θυμάμαι και εμένα όταν ήμουν μικρή οι γονείς μου τα ίδια μου λέγανε. Όμως, θα πρέπει όλοι μας να το παραδεχτούμε ότι υπάρχει μια αρρώστια που την λένε “οξεία κυριακίτιδα” και προσβάλλει όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, οικονομικού στάτους, κτλ. Σε κάνει να θες να μην πας εκκλησία γιατί βαριέσαι, τα έχεις ξανακούσει, δεν θες να χάσεις όλο σου το πρωινό, και επειδή “μια Κυριακή έχεις βρε αδερφέ να ξεκουραστείς!” Και κυρίως μεταδίδεται από τους γονείς στα παιδιά. Για αυτό θα πω την κλισέ φράση που όμως κουβαλά μεγάλο βάρος ευθύνης, ότι εμείς οι γονείς κάνουμε κυρίως την διαπαιδαγώγηση, και είμαστε τα πρότυπα για τα παιδιά μας.
Τι συμβαίνει όμως όταν τα συμπτώματα της “οξείας κυριακίτιδας” δεν περνούν; Λοιπόν, μπορεί και τίποτα φαινομενικά να μην συμβεί. Οι Κυριακές μας κυλάνε ‘χαλαρά’ και αποκτούμε τη νοοτροπία του τουρίστα. Ε, θα πάμε μια φορά τα Χριστούγεννα, ε, και μια φορά το Πάσχα στο χωριό, έτσι για ‘να πάρουμε την ευλογία’, ε, να δούμε και λίγο κόσμο… και διάφορα άλλα δευτερεύοντα επιχειρήματα που καμία σχέση δεν έχουν με τον λόγο ύπαρξης της εκκλησίας. Όμως δεν είμαι Θεολόγος. Είμαι απλώς μια μαμά που έχει παρατηρήσει κάποια πολύ θετικά αποτελέσματα από την συχνή συμμετοχή του παιδιού της στο Κατηχητικό/Κυριακό Σχολείο και θα ήθελε να τα μοιραστεί.
Το πιο συγκλονιστικό είναι ότι γνωρίζει και διακρίνει το καλό από το κακό, το ψέμα από την αλήθεια, έχει αποκτήσει διάκριση στην καρδιά της, στο πνεύμα της δηλαδή, πριν καν μάθει να διαβάζει. Δεν φοβάται το υπερφυσικό, γνωρίζει ότι υπάρχουν δυνάμεις υπερφυσικές, καλές και κακές, αλλά ποτέ δεν επηρεάζεται αρνητικά γιατί γνωρίζει ότι ο Θεός είναι πιο δυνατός από όλα και από όλους. Βέβαια, στο παρελθόν είχε κάποια άσχημα όνειρα που την αναστάτωναν αλλά δεν τα άφηνε να την επηρεάζουν. Απλά ξανακοιμόταν. Ξέρει που πάνε οι άνθρωποι μετά τον θάνατο. Δεν έχει απορίες. Δεν βασανίζεται από την άγνοια, ή τα αναπάντητα ερωτήματα. Γνωρίζει για την συγγνώμη, για το ότι δεν πρέπει να κοροϊδεύουμε τους άλλους, ότι αν έχουμε δύο π.χ. παλτό είναι καλό να χαρίζουμε το ένα, κτλ. Αν και καμιά φορά δυσκολεύεται να το τηρήσει… (αλλά εργαζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση). Γνωρίζει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστό και πολύτιμο δημιούργημα του Θεού και έχει αξία μεγάλη μπροστά στα μάτια του Θεού. Το ‘Εγώ’ της είναι ισχυρό.
Όλα αυτά είναι πνευματικά αγαθά που τα καλλιέργησε και τα καλλιεργεί στην καρδιά της. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι σώμα, ψυχή και πνεύμα. Προσωπικά προσπαθώ να την βοηθάω να μεγαλώνει και στα τρία ταυτόχρονα με τον ίδιο ρυθμό και να μην μένει σε κανένα πίσω. Δεν λέω πως είναι ‘παιδί-θαύμα’. Λέω ότι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για όλα αυτά και πιστεύω πως επειδή δεν υπάρχουν και πολλές έρευνες που να μαρτυρούν τα οφέλη του Κυριακού Σχολείου στα παιδιά, εμείς οι γονείς πρέπει να τα παρατηρούμε από μόνοι μας και να τα μοιραζόμαστε με ευγνωμοσύνη.
Στο αυτοκίνητο: «Να ξέρεις πως μετά έχουμε κανονίσει να πάμε και βόλτα με τους Βασιλείου…» «Ω, τέλεια. Θα παίξω και με την Ελένη.» Και έτσι, αν και οι Κυριακές ξεκινούν με συνηθισμένο, και όχι τόσο ιδιαίτερο τρόπο, καταλήγουν να είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες από το να καθόμαστε στον καναπέ βλέποντας “μικυ-μάους”.