Μάρκα – δολάρια – και λίρες χρυσές

Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης

Τα τελευταία χρόνια με την Ελληνική και Κυπριακή κρίση πολλοί συγγενείς, φίλοι και γνωστοί με έχουν ρωτήσει:

–          Έχω μερικά λεφτά στην τράπεζα, για ώρα ανάγκης. Φοβάμαι καμιά χρεωκοπία, να μη χάσω τα λεφτά μου…, μήπως γυρίσουμε στη δραχμή… Τι με συμβουλεύεις να τα κάνω; Να τα βγάλω στο εξωτερικό; Να τα κάνω χρυσές λίρες; Εσύ είσαι τραπεζικός, κάτι περισσότερο θα ξέρεις…

Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι πλέον τραπεζικός, έχω 18 χρόνια που βγήκα στη σύνταξη. Ούτε ξέρω ποια τράπεζα είναι αξιόπιστη και «σίγουρη», ούτε μπορώ να προβλέψω τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Εκτός από αυτό, άλλο πράγμα να είσαι τραπεζίτης, δηλαδή να είναι δική σου η τράπεζα, κι άλλο να είσαι τραπεζοϋπάλληλος με έναν μισθό – όπως ήμουν εγώ.

Έχω όμως κι εγώ παρόμοιους προβληματισμούς, δηλαδή πού θα μπορούσα να βάλω χρήματα με μεγαλύτερη ασφάλεια. Έχω και στενούς συγγενείς στο εξωτερικό, στη Γερμανία, Σουηδία, Αμερική, Αυστραλία.

Τους ρώτησα όλους αυτούς πώς μπορώ να ανοίξω έναν τραπεζικό λογαριασμό στη χώρα που ζούνε, κι όλοι μου είπαν ότι πρέπει να ταξιδέψω και να πάω στη χώρα τους αυτοπροσώπως, να έχω εκεί δηλωμένη κατοικία ως μόνιμο τόπο διαμονής και άλλα τέτοια δύσκολα.

Ακόμα όμως και αν άνοιγα έναν τέτοιον λογαριασμό – off shore όπως λέγεται – στο εξωτερικό, θα προέκυπταν άλλες μεγάλες δυσκολίες:

  • Για να κάνω σοβαρές αναλήψεις, θα έπρεπε να ταξιδεύω πάλι στο εξωτερικό, και να πληρώνω τα ανάλογα έξοδα για εισιτήρια κλπ.
  • Για μικρότερα ποσά, η κάρτα ανάληψης μετρητών σε ΑΤΜ στην Ελλάδα χρεώνεται με πάγια έξοδα, συν τα έξοδα της δοσοληψίας, υπάρχει ένα συγκεκριμένο όριο που μπορείς να πάρεις, κ.ά.
  • Ο τόκος που σου δίνουν στο εξωτερικό είναι ελάχιστος, και σε μερικές περιπτώσεις πληρώνεις για τη φύλαξη των χρημάτων σου.

Μετά από όλα αυτά, άρχισα να σκέφτομαι – όπως όλος ο κόσμος –  εγχώριους τρόπους, όπως, λ.χ. χρηματοκιβώτιο σε τράπεζα, χρηματοκιβώτιο στο σπίτι, μασούρι μέσα στο βάζο με το γλυκό κουταλιού ή στην κονσέρβα, μέσα σε τρύπα κάτω από το πάτωμα, και άλλα τέτοια.

 

Θυμήθηκε τον παππού μου τον καιρό της κατοχής και της πείνας. Είχε ανοίξει, τότε, έναν λάκκο στην αυλή του σπιτιού στο χωριό, έθαψε μέσα τσουβάλια με αλεύρι, καλαμπόκι και άλλα τρόφιμα, και τον σκέπασε με χώμα και παραλλαγή κλαδιά και γλάστρες, για να μη τα ανακαλύψουν οι Γερμανοί ή οι αντάρτες και τα κατασχέσουν.

Θυμήθηκα και τη γειτονική μας χώρα, τη Βουλγαρία, όταν πέρασε και αυτή παρόμοια μπόρα πριν από χρόνια. Ο κόσμος είχε αποσύρει τα λεφτά του από τις τράπεζες και τα είχε βάλει στην ΜΠΟΥΡΚΑΝ ΜΠΑΝΚ, δηλαδή σε βάζα και κονσέρβες   – τα μπουρκάνια, που σημαίνει βάζα, κονσέρβες, είναι ακόμα και σήμερα πολύ διαδεδομένα σ’ αυτή τη χώρα, και ίσως είναι χρήσιμο να το ξέρουμε αυτό, για την περίπτωση με το σενάριο «να γίνουμε κι εμείς Βουλγαρία».

Σύντομα, όμως, αυτός ο τρόπος φύλαξης χρημάτων αποδείχτηκε άχρηστος, διότι πάνω στη μεγάλη φτώχεια και την πείνα, οι κλέφτες έκλεβαν τρόφιμα και μπουρκάνια, οπότε χάθηκαν πολλά κρυμμένα λεφτά.

Μετά από αυτό, πήγα σε μια τράπεζα και ζήτησα να νοικιάσω μια θυρίδα φύλαξης τιμαλφών. Ήμουν πρόθυμος να πληρώσω το μεγάλο κόστος, αρκεί να εξασφάλιζα στο πιο ασφαλές μέρος τα λεφτά μου. Όλες, όμως, οι τράπεζες μου είπαν ότι δεν έχουν άλλες θυρίδες για νοίκιασμα – είχαν προλάβει να τις πάρουν πριν από μένα άλλοι πιο προνοητικοί.

Τελικά, θυμήθηκα τον παππού μου, και σκέφτηκα κάτι πιο πρωτότυπο και σίγουρο. Θα έσκαβα στον τοίχο, θα τα έβαζα μέσα, και θα ξανάχτιζα τον τοίχο. Για μεγαλύτερη σιγουριά, μάλιστα, θα μετέτρεπα τα χαρτονομίσματα σε χρυσές λίρες, οι οποίες έχουν και διαχρονική αξία, ότι και να γίνει.

Καθώς κατέστρωνα το σχέδιό μου, άκουσα κάτι που μου έκοψε τη φόρα. Κάποιος πούλησε ένα ακίνητο και τα χρήματα που πήρε τα έκανε – όπως σχεδίαζα κι εγώ – χρυσές λίρες. Σκέφτηκε να τις βάλει σε ένα μέρος του σπιτιού του, όπου, εάν έμπαιναν κλέφτες, δεν θα σκέφτονταν να ψάξουν. Έβγαλε, λοιπόν, ένα πλακάκι στο μπάνιο του σπιτιού, έσκαψε μια τρύπα και έβαλε μέσα τις λίρες, και τοποθέτησε πάλι το πλακάκι με τέτοιο τρόπο, που δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα – ακόμα και ο ίδιος δυσκολευόταν να το βρει.

Μετά από λίγες μέρες ανακάλυψε ότι οι λίρες του έλειπαν, είχαν μπει διαρρήκτες και τις είχαν κλέψει. Στην αστυνομία, που πήγε αμέσως, του εξήγησαν ότι οι κλέφτες σήμερα είναι μοντέρνοι, όταν μπαίνουν στα σπίτια έχουν μαζί τους κι έναν ανιχνευτή μετάλλων, τον γυρίζουν μέσα στο σπίτι, κι όπου αυτός πλησιάσει σε μέταλλο, αρχίζει να κάνει μπιπ – μπιπ – μπιπ – μπιπ – μπιπ… Μόλις, λοιπόν, μπήκαν στο μπάνιο, στην αρχή το μπιπ ήταν ελαφρύ, όσο όμως ο ανιχνευτής πλησίαζε το πλακάκι με τις κρυμμένες λίρες φώναζε πιο δυνατά, ώσπου έφτασε πάνω από το πλακάκι κι άρχισε να χαλάει τον κόσμο.

 

Μετά από όλα αυτά, δεν ξέρω πλέον τι να συμβουλέψω όλους όσοι με ρωτάνε. Ίσως να έχει δίκιο ο φίλος μου, που όταν λείπει από το σπίτι του αφήνει σε εμφανές μέρος 150-200 ευρώ, και ένα σημείωμα προς τους ενδεχόμενους κλέφτες:

 

Αυτά μου περισσεύουν, δεν έχω άλλα. Σας παρακαλώ πάρτε τα και μη κάνετε άνω-κάτω το σπίτι

Comments are closed.