Τους κοίταζα από το απέναντι πεζοδρόμιο και τους χαιρόμουν. Μια ντουζίνα παιδιά, μαθητές λυκείου κάποιοι, φοιτητές οι περισσότεροι, λίγοι εργαζόμενοι , αγόρια κορίτσια μισά-μισά, στη γωνία Στουρνάρη και Κάννιγγος. Δούλευαν με σύστημα, στήνοντας ένα πτυσσόμενο τραπέζι, ανοίγοντας κούτες με σοκολάτες και κρουασάν, φτιάχνοντας χυμό πορτοκάλι. Τα κορίτσια πίσω από τον πάγκο σέρβιραν τα ανθρώπινα κουρέλια, υπολείμματα πάλαι ποτέ αξιοπρεπών υπάρξεων που πάλευαν να σταθούν στα πόδια τους. Τα αγόρια πάσχιζαν να κρατήσουν μια τάξη. Τρικλίζοντας και παραπατώντας τα παιδιά του περιθωρίου, ψέλλιζαν «ευχαριστώ», «ο Θεός σας έστειλε», ντροπαλά ρωτούσαν αν μπορούσαν να πάρουν ένα δεύτερο ποτήρι χυμό. Κοίταζα τα υγιή παιδιά από μακριά και σκεφτόμουν ότι «ξόδευαν» μ’ αυτόν τον τρόπο το Παρασκευιάτικο βραδινό τους, υπηρετώντας, αγαπώντας, φροντίζοντας. Κάνοντας αυτό που η Παλαιά Διαθήκη λέει να « πράττης το δίκαιον και να αγαπάς έλεος». Κοίταζα τα υγιή παιδιά και σκεφτόμουν ότι παρόλο που τα χώριζαν πολλά από τα άλλα παιδιά, αυτά του περιθωρίου, προσπαθούσαν να καλύψουν τις διαφορές, να μην δείξουν ότι αυτά ήταν στην άλλη όχθη σ’ αυτήν των «ενταγμένων», να μιλήσουν αν γινόταν στη γλώσσα των άλλων παιδιών, καμιά φορά πολύ σιγά γιατί στα άλλα παιδιά η φωνή δεν έβγαινε…Κι έτσι όπως τους κοίταζα από μακριά να σερβίρουν και να μιλάνε, να κάνουν πηγαδάκια γινόμενα ένα μαζί τους, πρόσεξα κάτι που οριοθετούσε τους μεν από τους δε, τους από δω από τους απ’ εκεί… Τα παιδιά που υπηρετούσαν φορούσαν λευκά πλαστικά γάντια, το ελάχιστο και τόσο απαραίτητο μέτρο προφύλαξης. Ετσι μπορούσες μέσα στις κοινές παρέες να ξεχωρίσεις ποιός υπηρετούσε και ποιός υπηρετούταν, ποιός ήταν ενταγμένος και ποιός στο περιθώριο. ΄Εβλεπες τα λευκά, ελαφρώς φωσφορίζοντα μέσα στην νύχτα, γάντια.
Σκέφτηκα και τα μάτια μου άλλη μια φορά πλημμύρισαν δάκρυα Αυτόν που ήρθε να μας υπηρετήσει αφήνοντας τη δόξα, για να μπει στο αξιοθρήνητό μας περιθώριο. Αιώνιος μπήκε στο χρόνο, ο πλούσιος έγινε φτωχός, ο βασιλιάς έγινε υπηρέτης. Πέρασε στην απέναντι όχθη και ταυτίστηκε μαζί μας, ασχολήθηκε με το πρόβλημά μας, ψηλάφισε τις πληγές μας. Χωρίς λευκά γάντια. Κινδύνεψε και ρίσκαρε, εκτέθηκε στους χειρότερους κινδύνους, ταλαιπωρήθηκε και ταπεινώθηκε. Σκούπισε το πύον από τα έλκη μας και αντιμετώπισε στα ίσια την αιτία της ασθένειάς μας χωρίς να μολυνθεί από αυτήν. Και παρόλο που δεν γνώρισε αμαρτία, γεύτηκε τον μισθό της, με ένα τρόπο μάλιστα που κανείς μας ποτέ δεν θα τον γευτεί, καθώς γι Αυτόν σήμαινε χωρισμό από τον Πατέρα, κατάποση του πικρού ποτηριού της οργής Του, ταύτιση με την αμαρτία που τόσο σιχαινόταν. Άφησε τον προαιώνιο χορό της αγάπης, για να ταυτιστεί χωρίς επιφύλαξη, χωρίς προστασία, χωρίς γάντια, με αυτούς που ζούσαν στο περιθώριο της αληθινής ζωής δίνοντάς τους την ευκαιρία να ενταχθούν και μάλιστα δωρεάν σε αυτήν.