ΜΗΝ ΜΑΣ ΤΟΝ ΠΑΡΕΙΣ ΚΥΡΙΕ

του Παναγιώτη Σταυρινού, Μαθηματικού

 Σήμερα ο Ασίζ δε θα έπαιζε με τα γειτονόπουλά του. Τον ξύπνησε η μητέρα του πολύ πριν χαράξει. Έπρεπε να πάει στο βουνό να βοηθήσει τον πατέρα του, που κοιμήθηκε στη μάντρα, να βγάλουν τα γίδια  στη βοσκή. Αφού ντύθηκε, κρέμασε στον ώμο το ταγάρι με το ψωμοτύρι και το παγούρι που του ετοίμασε η μάνα του και τράβηξε για το βουνό. Καθώς ανέβαινε στην πλαγιά, κοντοστάθηκε να ξαποστάσει και να δει τον ήλιο που ξετρύπωνε πίσω από τις κορυφές των άγριων βουνών του Αφγανιστάν. Έτσι καθώς ρέμβαζε, πρόσεξε μιαν ομάδα Αμερικανών στρατιωτών, καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά του. Του φώναξαν να σταματήσει. Η παιδική του καρδούλα κόντεψε να σπάσει από το φόβο. Άρχισε να τρέχει, να προλάβει να τους ξεφύγει, ενώ οι στρατιώτες πατούσαν τη σκανδάλη των όπλων τους. Έτσι καθώς έτρεχε σαν ζαρκάδι, ένα βόλι τον έριξε κάτω. Οι στρατιώτες πλησίασαν. Ο Ασίζ ακόμα ανάσαινε βαριά. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα, με το αριστερό μάγουλο γερμένο στο νοτισμένο χώμα. Τα μαύρα μεγάλα του μάτια ήταν ανοιχτά. Είχαν μια έκφραση λυπητερή και μια παράξενη γυαλάδα. Αυτά τα παιδικά ματάκια κοίταζαν τους στρατιώτες όπως το λαβωμένο ελαφάκι κοιτάζει τον κυνηγό με τα μεγάλα υγρά και θλιμμένα του μάτια, λίγο πριν ξεψυχήσει. «Είναι ζωντανός», φώναξε ένας στρατιώτης.

Όπως εγώ, έτσι κι εσύ, ίσως να πληροφορήθηκες από την τηλεόραση γι’ αυτό το περιστατικό, αγαπητέ αναγνώστη. Ο Ασίζ (έτσι νομίζω πως λέγεται) είναι βαριά τραυματισμένος σε κάποιο νοσοκομείο της Καμπούλ. Και μέσα στο παραμιλητό του, μια λέξη λέει και ξαναλέει: Γιατί, … γιατί…

Απόψε ένιωσα την ανάγκη να ανοίξω την καρδιά μου στο Χριστό. Και έκλαψα ικετεύοντάς Τον: «Τον Ασίζ Κύριε, μη μας τον πάρεις σε παρακαλώ. Και σ’ αυτούς που τον λάβωσαν, μη στήσης αυτοίς Κύριε την αμαρτίαν ταύτην» (Πρ.7/60).

Comments are closed.