Μήπως δεν εκτιμούμε αυτά που έχουμε;

Γράφει  ο ΄Ακης Δημητριάδης

 

Λόγω της κρίσης πάνω από 2.500 συμπατριώτες μας αυτοκτόνησαν.

Είναι τρομακτικό!

Ακόμα και μόνο 3 να είχαν αυτοκτονήσει, πρέπει να μας συγκλονίζει.

Δεν ξέρω τους λόγους που τους οδήγησε σ΄αυτή την πράξη.

Μερικοί άφησαν σημείωμα ότι δεν άντεξαν.

Τελικά, τι συμβαίνει;

Αντέχουμε ακόμα;

Να ζει κανείς ή να μη ζει;

Υπάρχει κάποια ελπίδα έστω και αμυδρή;

Ή, μήπως, όπως λένε πολλοί, έχουμε εξαθλιωθεί και μας τρώει η μαύρη

απελπισία;

Είναι σωστό και χρήσιμο να κλαίμε τη μοίρα μας, χωρίς να κάνουμε κάτι

για να βελτιώσουμε τη ζωή μας;

Πολύ δύσκολο να δώσει κανείς μια απάντηση.

Πάντως, είναι γεγονός ότι σαν λαός έχουμε περάσει χειρότερα από τη σημερινή κρίση, και αντέξαμε.

Επίσης, ότι ο άνθρωπος από τη φύση του αντιδρά στις δυσκολίες και επιδιώκει να βελτιώσει την κατάστασή του.

Ας δούμε μερικά γεγονότα από την καθημερινή πραγματικότητα, που δείχνουν να υποστηρίζουν αυτή την άποψη.

Εδώ και μερικά χρόνια οι περισσότεροι Έλληνες έπαψαν να παραθερίζουν όπως παλιά. Αντί να πάνε στα γνωστά τουριστικά μέρη (Χαλκιδική, κάποιο νησί, σε κάποιο ξενοδοχείο, ενοικιαζόμενο δωμάτιο, κ.ά.) τη βγάζουν οικονομικά με καμιά κοντινή ημερήσια εκδρομή στη θάλασσα, ή σε κάποιο κάμπινγκ.

Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, πολύς κόσμος έπαψε να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του, επειδή η βενζίνη είναι πανάκριβη, και όπως παλιά, πηγαίνει για μπάνιο με το αστικό λεωφορείο στις κοντινές παραλίες στην Περαία, Μπαχτσέ, Αγία Τριάδα, Αγγελοχώρι, Επανωμή και Μηχανιώνα.

Οι ακτές της Πιερίας επίσης γεμίζουν από οικογένειες που παραθερίζουν κι αυτές όπως παλιά:

  Έρχονται το πρωί, στήνουν την ομπρέλα, κι απλώνουν την κουρελού

      πάνω στην άμμο.

  Στη συνέχεια μπάνιο στη θάλασσα και ηλιοθεραπεία.

  Το τρανζιστοράκι δίπλα με τα τραγούδια.

  Το μεσημέρι για φαγητό βγάζουν από τον τορβά τα κεφτεδάκια, βραστά

      αυγά, πισία και ντομάτες, κι από το πλαστικό ψυγειάκι το κρύο νερό,

      αριγιάνι, καμιά λεμονάδα ή μπύρα. Και, φυσικά, το καρπούζι ή τα

      ροδάκινα.

  Το απόγευμα ξανά μπάνιο, καφέ από το θερμός και σπιτικά κουλουράκια.

  Και κατά το βραδάκι, μαζεύουμε τα συμπράγκαλα και επιστροφή στο σπίτι.

Πριν μερικές μέρες επισκέφτηκα ένα φίλο στην Ορθοπεδική Κλινική του νοσοκομείου. Στο διπλανό κρεβάτι ένας συνταξιούχος του ΟΓΑ είχε ολοκληρώσει θεραπεία δύο εβδομάδων και ετοιμαζόταν να πάρει εξιτήριο. Πιάσαμε κουβέντα, και ανάμεσα στα άλλα μου είπε το εξής:

Λαχτάρισα πολύ το ωραίο μου σπιτάκι στο χωριό. Εκεί τα έχω όλα!

Τώρα το καλοκαίρι πολλοί συγγενείς και φίλοι από τη βόρεια Ευρώπη παίρνουν τις άδειές τους και έρχονται για διακοπές στην Ελλάδα.

Μου έκαναν εντύπωση τα λόγια ενός φίλου μετανάστη:

Εμείς στη Σουηδία 4 μήνες το χρόνο ζούμε μέσα στο σκοτάδι,  στην παγωνιά, το κρύο και την υγρασία. Τέσσερις ολόκληρους μήνες, από Νοέμβριο μέχρι τέλος Φεβρουαρίου, δεν ξημερώνει ποτέ. Μέρα – νύχτα είναι νύχτα και σκοτάδι. Έξω από το σπίτι και παντού χιόνια και πάγος, θερμοκρασία 15- 25 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Δουλεύουμε και ζούμε σαν τους τυφλοπόντικες. Ονειρευόμαστε πότε θα έλθει το καλοκαίρι να πάρουμε την άδειά μας να έλθουμε στην Ελλάδα, να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας στον ήλιο.

Εδώ στην Ελλάδα έχετε έναν θησαυρό και δεν το ξέρετε!

Μου θύμισε κι ένα παλιό θρησκευτικό τραγούδι, που έλεγε:

Επί των μεγάλων της ζωής δεινών

Όταν συ περίτρομος σαλεύεσαι

Όταν άνευ θάρρους ταλαντεύεσαι

Τ’ όμμα σου προσήλωσον προς τον Χριστόν

 

Έν προς έν τα δώρα του Θεού,

απαρίθμει ευσεβώς πιστέ,

Κι ένθαμβος θα βλέπεις τας προς σε

Παμμεγίστας ευλογίας του Θεού.

 

Μήπως, τελικά, δεν εκτιμούμε όσο πρέπει αυτά που έχουμε;

Comments are closed.