ΤΗ ΖΩΗ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗ ΖΕΙΣ
Louis Aragon
Είναι παράξενο που απ’ αυτό τον κόσμο τελικά
θα φύγω δίχως να’χω για όλα αυτά μιλήσει:
Της ευτυχίας τις στιγμές, τα μεσημέρια που σε πυρπολούν,
τη μαύρη νύχτα την ατέλειωτη με τα ξανθωπά ξέφωτα…
Τίποτε ίσως να μην είναι τόσο πολύτιμο όσο το λογαριάζαμε.
Έρχονται κι άλλοι που’χουνε καρδιά σαν τη δική μου,
που ξέρουνε ν’ αγγίζουνε τη χλόη λέγοντας «σ’ αγαπώ»
και να ονειρεύονται το σούρουπο που σβήνουν οι φωνές.
Έρχονται κι άλλοι που, όπως κι εγώ, θα κάνουν το ταξίδι,
κι άλλοι που θα χαμογελάσουν στο συναπάντημα παιδιού,
που θα γυρίσουν στου ονόματός τους το ψιθύρισμα,
κι άλλοι που θα σηκώσουνε το βλέμμα προς τα σύννεφα.
Θα υπάρχει πάντα ένα ζευγάρι που ριγεί
με τούτη την αυγή—την πρώτη αυγή τους—
πάντοτε θα υπάρχει το νερό, ο άνεμος, το φως.
Στο κάτω κάτω εκτός απ’ τον περαστικό τίποτε άλλο δεν περνά.
Στο βάθος είναι κατιτί που αδυνατώ να εννοήσω:
Αυτός ο φόβος για το θάνατο που’χουν οι άνθρωποι μέσα τους
λες και δεν ήταν αρκετά θαυμάσιο
που ο ήλιος μια στιγμή μάς φάνηκε τόσο απαλός…
Ναι, ξέρω ότι αυτό μπορεί για μια στιγμή να μας φανεί βραχύ.
Έτσι είμαστε φτιαγμένοι που η χαρά κι ο πόνος
ξεφεύγουν απόνα ποτήρι ξέχειλο σαν οίνος ψεύτης
κι ολόκληρη η θάλασσα δεν είναι για τη δίψα μας παρά μια γεύση.
Κι όμως…παρόλα αυτά, παρόλη την κατάντια των καιρών,
—με το σακί στη ράχη να βαραίνει και την καρδιά κομμάτια—
αυτή η αδύνατη επιλογή ανάμεσα στο «είμαι» και το «έχω υπάρξει»,
τον πόνο που στα χείλη σου αφήνει μια ρυτίδα…
Παρά τον πόλεμο, την αδικία και την αϋπνία
που κουβαλάμε εντός μας και η καρδιά μας ροκανίζεται από την πονηρή αλεπού
—τ’ όνομά της πικρία—ένας Θεός το ξέρει αν για τον εαυτό μου εγώ
μαζί μου δεν την έσουρνα μία ζωή, όπως παιδί που το’χουν απαγάγει.
Παρόλη την κακία των ανθρώπων και την κοροϊδία
όταν κανείς σκοντάφτει, καθώς και τις απίθανες αιτίες
που βρίσκει ο κόσμος για να βάλει φυλακή
εκείνο που αγαπάς, εκείνο που για χάρη του γίνεσαι μάρτυρας…
Παρόλες τις καταραμένες μέρες—πηγάδια δίχως πάτο—
παρόλες τις καταραμένες νύχτες που ατέλειωτα θωρείς το μίσος,
παρόλους τους εχθρούς—της φυλακής συντρόφους—
(που Θεέ μου, Θεέ μου, δεν ξέρουνε τι κάνουν)…
Παρόλα σου τα χρόνια κι όταν ξάφνου η καρδιά σου σε αφήνει,
με τους γύρω σου έτοιμους να ρίξουν την ευθύνη στο οτιδήποτε
μα αδιάφορους για κείνο που πραγματικά σε λυώνει,
η γνώριμη ιστορία να εκδικηθούν μεσ’ απ’ το πρόσωπό σου…
Παρόλη τη γενική σκληράδα και τις ασχήμιες
που σου πετούν κατάμουτρα δίχως να ξέρουν τίνος προς τιμήν…
Παρόλα όσα κανείς νομίζει πως υπέφερε για τις τρελές ιδέες
μα ανίκανος παρηγοριά να δώσει για ένα τραύμα, δάκρυ…
Αυτή η κόλαση—Μ’ όλους τους εφιάλτες, μ’ όλες τις πληγές,
τους χωρισμούς, τα πένθη, τις προσβολές,
και ό,τι άλλο φανταστείς—όμως αυτό που θα ’θελε κανείς
με όλη την ψυχή του ήταν εκείνη η αφελής εμπιστοσύνη στο γαλάζιο…
Σας λέω, παρόλο που τέτοια ήταν η ζωή
και όποιος θέλει ας μ’ ακούσει—γιατί σ’ αυτούς μιλώ—
Δίχως στα χείλη μου να έχω άλλη λέξη απόνα «ευχαριστώ»
θα πω ότι, παρόλα αυτά, ήταν ωραία η ζωή!
Μετάφραση από τα γαλλικά: Γιούλικα Masry, 25 Δεκεμβρίου 2010
Τίτλος πρωτοτύπου: Que la vie en vaut la peine)
Αν δεν ξέραμε τίποτε για το Λουί Αραγκόν—ποιητή, δοκιμιογράφο, μυθιστοριογράφο και πολιτικό ακτιβιστή που το έργο του καλύπτει όλο το πολιτιστικό ήθος του 20ου αιώνα—εύκολα θα τον παίρναμε για ένα μοντέρνο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗ ο οποίος επιχειρηματολογεί ποιητικά για το ζήτημα του «ανθρώπου υπό τον ήλιο» πριν κάνει το δικό του «άλμα στο γαλάζιο» που θα τον οδηγήσει στο θριαμβευτικό συμπέρασμα ότι η ζωή είναι όμορφη!
Πράγματι, αμέσως μετά τον τίτλο του ποιήματος, που δίνει τόσες πολλές υποσχέσεις για την αξία της ζωής, κάνει μια μεγάλη κατάδυση στις αμφιβολίες του για την αξία του εφήμερου υποσκάπτοντας την ίδια την ομορφιά των ωραίων πραγμάτων στη ζωή («τα μεσημέρια που σε πυρπολούν» ή «τη μαύρη νύχτα την ατέλειωτη με τα ξανθωπά ξέφωτα») μ’ έναν τρόπο που θυμίζει τη γνωστή ρήση του Εκκλησιαστή «ματαιότης ματαιοτήτων… τα πάντα ματαιότης» (12:8). Ίσως «τίποτε να μην είναι τόσο πολύτιμο όσο το λογαριάζαμε», ο Αραγκόν συνεχίζει να υποτιμά την ομορφιά στον κατήφορο της απαισιοδοξίας που έχει πάρει η σκέψη του, ελπίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο να μειώσει το κόστος της απώλειάς της. Στη συνέχεια όμως αποκαλύπτει τολμηρά την αιτία που υποβόσκει στη ρίζα αυτής της φιλοσοφίας η οποία δεν είναι άλλη από τη θεώρηση της ζωής στο πλαίσο της ουμανιστικής ιδεολογίας ως μηχανιστική, μονότονη επανάληψη του ίδιου, κάτι που λογικά μηδενίζει την αξία κάθε επιτεύγματος, φυλακίζει τον άνθρωπο στο κλειστό κύκλωμα της προγνώσιμης αιώνιας επιστροφής και του αφαιρεί κάθε ελπίδα για την ασύνορη Αιωνιότητα της Βασιλείας των Ουρανών. Η φράση του ποιητή «Έρχονται κι άλλοι που, όπως κι εγώ, θα κάνουν το ταξίδι» βρίσκει την απόλυτη αντιστοιχία της στον Εκκλησιαστή—αυτό το εμπνευσμένο βιβλίο του λάθους, όπως επιτυχημένα το ονόμασε ο Ρέι Στέντμαν—όπου αναφέρεται σχετικώς «Γενεά υπάγει και γενεά έρχεται» (1/4) και «Ό,τι έγινε, τούτο πάλιν θέλει γείνει» (1/9).
Πίσω απ’ όλα αυτά—είτε πρόκειται για τον Εκκλησιαστή της Αγίας Γραφής είτε για οποιοδήποτε σύγχρονο Εκκλησιαστή—κρύβεται βέβαια η σκληρή πραγματικότητα του θανάτου, το καυτό ερώτημα κάθε ανθρώπου από αμνημονεύτων χρόνων. Με τη γνωστή στη μοντέρνα σκέψη τεχνική της αφελούς ειρωνείας ο ποιητής κάνει την είσοδό του στο θέμα του θανάτου ως εξής: «Αυτός ο φόβος για το θάνατο που’χουν οι άνθρωποι… είναι κάτι που αδυνατώ να εννοήσω», αφήνοντας έτσι τον εαυτό του έξω απ’ τον προβληματισμό των προβληματισμών! Ο Εκκλησιαστής της Αγίας Γραφής δεν θα κατέφευγε ποτέ στο τέχνασμα της ειρωνείας γιατί στο Λόγο του Θεού ακόμα και ο «υπό τον ήλιο» άνθρωπος δεν είναι ποτέ έξω από την τροχιά του Θεού, όπως συμβαίνει με τη μοντέρνα σκέψη, ιδίως κάποιου σαν τον Αραγκόν που είναι πρόμαχος του κομμουνισμού. Το περισσότερο που μπορούμε να βρούμε στο Βιβλίο του Εκκλησιαστή είναι η παραδοχή της έμφυτης αδυναμίας του ανθρώπου να κατανοήσει την αιτία για το θάνατο αφού, όπως συμβαίνει και με τόσα άλλα θέματα. Ο Θεός «[τ]α πάντα έκαμε καλά εν τω καιρώ εκάστου… χωρίς ο άνθρωπος να δύναται να εξιχνιάση απ’ αρχής μέχρι τέλους το έργον το οποίον ο Θεός έκαμεν (3/11).
Παραδόξως, ο ποιητής θα βρει την απάντηση για το φόβο που έχει μέσα του ο άνθρωπος για το θάνατο στην ίδια ομορφιά των πραγμάτων την οποία ο ίδιος είχε προηγουμένως υποτιμήσει εξαιτίας του ότι δεν έχει διάρκεια! «Λες και δεν ήταν αρκετά θαυμάσιο / που ο ήλιος μια στιγμή μάς φάνηκε τόσο απαλός…». Φυσικά αυτή η λογική καταρρέει αμέσως αφού υποκύπτει στη γενεσιουργό αιτία της απαξίας της, τη ματαιότητα των ματαιοτήτων… τα πάντα ματαιότης. Αυτή όμως είναι η τύχη κάθε οράματος το οποίο στερείται υπέρβασης στο Αιώνιο και φυλακίζει τον άνθρωπο στο κλειστό κύκλωμα της αιώνιας επιστροφής του ίδιου, κάτι που είναι από μόνο του ικανός λόγος για απελπισία.
Το κακό το οποίο ενοικεί στην ανθρώπινη ψυχή είναι το δεύτερο αρνητικό στοιχείο στη λίστα του ποιητή που μπορεί να οδηγήσει στην απαξίωση της ζωής και εναρμονίζεται απόλυτα με το όλο κλίμα του Εκκλησιαστή όπου τονίζεται ότι «δεν υπάρχει άνθρωπος δίκαιος επί της γης, όστις να πράττη το καλόν και να μη αμαρτάνη» (7/20). Και ο ίδιος ο Αραγκόν δεν εξαιρεί τον εαυτό του από το πλήθος των κακών ανθρώπων—μάλιστα τους ονομάζει συντρόφους στις αλυσίδες του—και ομολογεί με περίσσια ειλικρίνεια ότι του είναι προσωπικά γνωστό το μαρτύριο των μικρών αλεπούδων της πικρίας που τον κρατούν ξύπνιο τη νύχτα και δεν τον αφήνουν να ελευθερωθεί, όπως παιδί που το κρατούν όμηρο οι απαγωγείς του. Ωστόσο, άλλο είναι να αναγνωρίζει κανείς ότι έχει κι εκείνος μερδικό στο κακό (αντί να το βλέπει αποκλειστικά και μόνο στους άλλους) και άλλο να γνωρίζει ΤΗΝ ΟΔΟ που οδηγεί στο έλεος, τη Χάρη του Θεού και τη συγχώρηση, η οποία με τη σειρά της κάνει δυνατή και τη συγχώρηση των άλλων από εμάς, όπως η παραβολή με το βασιλιά και τους δύο δούλους στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (όπου ο βασιλιάς έδωσε άφεση ενός μεγάλου χρέους σε ένα δούλο του, ενώ εκείνος στη συνέχεια δεν έκανε το ίδιο με το μικρό χρέος που είχε απέναντί του ο συνδουλός του) καθαρά εισηγείται (18 / 23-35). Η συγχώρηση όμως είναι κάτι για το οποίο ο ποιητής μιλάει με μεγάλη σκωπτικότητα αναφερόμενος μάλιστα περιφρονητικά στα λόγια του Ίδιου του Χριστού από το Σταυρό «Πάτερ, συγχώρησον αυτούς∙ διότι δεν εξεύρουσι τι πράττουσι» (Λουκ. 23/34). Μόνο ένα υπεροπτικό πνεύμα θα αρνιόταν να δεχτεί συγχώρηση για τον εαυτό του ή θα θεωρούσε τη συγχώρηση που δίνεται σε άλλους ως φτηνή δικαιολογία. Αυτή όμως η αλαζονεία είναι το χαρακτηριστικό της ουμανιστικής σκέψης όπου ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πάντων.
Μια πολύ λεπτή παρατήρηση που κάνει ο Αραγκόν σχετικά με την παρουσία του κακού στον κόσμο βρίσκεται στο στίχο που μιλάει για τον προχωρημένης ηλικίας άνθρωπο που βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης σωματικής αδυναμίας—«όταν ξάφνου η καρδιά σου σε αφήνει»—αλλά δεν βρίσκει σ’ εκείνους που του παρευρίσκονται τη συμπαράσταση και συμπόνια που τόσο χρειάζεται—είτε υπό τη μορφή δυο παρηγορητικών λόγων, πένθιμης σιωπής, ή και δακρύων. Αντί γι’ αυτό, ο Αραγκόν παρατηρεί ότι συχνά εκείνο που τους απασχολεί (το ίδιο όπως συνέβη και με τους φίλους του Ιώβ) είναι να ανακαλύψουν και να καταγγείλουν την αιτία του κακού, ένα εξαιρετικά ναρκισσιστικό εγχείρημα επειδή μέσ’ απ’ αυτό επιθυμούν να βρουν οι ίδιοι την ευκαιρία να εκφράσουν δικά τους παράπονα που τους ξανάρθαν στη μνήμη στη θέα της τραγωδίας του άτυχου συνανθρώπου τους. Με άλλα λόγια οι παρευρισκόμενοι στο κρεβάτι του άρρωστου «χρησιμοποιούν» τη δική του δυστυχία προκειμένου να δώσουν φωνή σε αδικίες που έχουν οι ίδιοι συναντήσει στη ζωή και δικά τους καταπατημένα δίκαια. Σ’ αυτό το κατηγορώ για υπέρμετρο ναρκισσισμό και εγωπάθεια ο Αραγκόν δεν δηλώνει ότι έχει κι ο ίδιος μερδικό, όπως έκανε παραπάνω με το θέμα της πικρίας, ίσως γιατί, παρά τη μεγάλη δέσμευση της ουμανιστικής ιδεολογίας στο ζήτημα της ειλικρίνειας, η αξίωση για την προσωπική δικαίωση του ανθρώπου είναι τόσο έντονη που μπορεί να παρεισφρήσει αδιόρατα έτσι που ο άνθρωπος να μπορεί πάντα να διεκδικήσει κάποιο βαθμό «αξιοσύνης» για τον εαυτό του. Εξάλλου τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής δεν ανακαλύπτονται με την ολοένα και βαθύτερη ανασκαφή και την κατάρριψη των οχυρών των αμυντικών μηχανισμών μας γιατί, όπως μας βεβαιώνει ο Ιερεμίας, μόνο ο Θεός μπορεί να εισδύσει σε τέτοια βάθη και να τα αποκαλύψει στον άνθρωπο. «Εγώ ο Κύριος εξετάζω την καρδίαν, δοκιμάζω τους νεφρούς…» (Ιερ. 17/10), πράγμα που όμως δεν αποτελεί μέρος της ουμανιστικής ατζέντας.
«Αυτή η κόλαση…» Σ’ αυτό το συμπέρασμα φτάνει τελικά ο ποιητής για τη ζωή του «ανθρώπου υπό τον ήλιο», ίσως θέλοντας έτσι να δώσει στο δικό του άλμα το οποίο θα ακολουθήσει ότι «η ζωή είναι όμορφη» μια δραματική αντίθεση! Γιατί για τον Αραγκόν τελικά το μόνο που μπορεί να αντισταθμίσει αυτή τη ζοφερή εικόνα για την ανθρώπινη ζωή είναι ο αφελής πόθος του ανθρώπου «να εμπιστευτεί το γαλάζιο» (la croyance imbécile à l’ azur). Ο αναγνώστης του ποιήματος φυσικά μαγεύεται από από την πανέμορφη εικόνα που διαλέγει ο ποιητής για δώσει την εικόνα του Θείου—η απεραντοσύνη του ουρανού, της θάλασσας—αλλά ακόμα περισσότερο αγγίζεται που, μετά από τέτοια ζοφερή παρουσίαση της ζωής, η κοσμοθεωρία του ποιητή τελικά δεν μένει αδιάφορη στην πίστη. Πάνω απ’ όλα όμως εκείνο που αγγίζει τον αναγνώστη περισσότερο είναι η διάσταση της «εμπιστοσύνης» που ο Αραγκόν βάζει στην ανθρώπινη πίστη προς το Θεό. Γιατί η «εμπιστοσύνη» δεν είναι απλά μια «ανακοίνωση πρόθεσης πίστης». Η εμπιστοσύνη προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος εναποθέτει όλο του το είναι σε αξιόπιστα χέρια. Εμπιστοσύνη σημαίνει ότι υπάρχει αμεσότητα και κοντινότητα σχέσης, ότι γνωρίζει η μία πλευρά την άλλη, ότι αγαπά η μία την άλλη. Γιατί μόνο όταν τη ζωή τη ζει κανείς υπό το βλέμμα της Αιωνιότητας (sub specie aeternitatis) έχει νόημα και είναι πολύτιμη. Πολύτιμη, άγια και άξια να τη ζεις. Όμορφη…
Μια τέτοια όμως εμπιστοσύνη δεν μπορεί να προέλθει από την εργαλειοθήκη του ορθολογιστικού νου: επιστημονική διερεύνηση, λεπτομερή ανάλυση και γενικά από τις ουμανιστικές μεθοδολογίες. Χρειάζεται να αφεθεί ο άνθρωπος στο σχήμα μιας «δεύτερης αφέλειας» και σαν το σοφό αλχημιστή να προσθέσει την προσευχή και την ανάταση (orare) στο έργο του (laborare) της μετατροπής των ευτελών μετάλλων σε χρυσάφι προκειμένου να συλλάβει το ευρύτερο σχήμα της ανθρώπινης ύπαρξης ως μέρους του Θεϊκού Σύμπαντος. Πρέπει να αποθέσει στα πόδια του Θεού τη δική του ανθρώπινη πρόθεση να γνωρίσει το νόημα και το σκοπό της ζωής και να αφήσει το Θεό να του αποκαλυφθεί, με άλλα λόγια πρέπει να εμπιστευτεί το Θεό, το Σχέδιό Του για τη σωτηρία του ανθρώπου και τις μεθόδους Του. Μόνο μια τέτοια θεώρηση μπορεί να θεραπεύσει τον άνθρωπο από τον κατατεμαχισμό του είναι του και τη μοναξιά που αυτό συνεπάγεται και να δώσει στον άνθρωπο την αγαλλίαση που τον κάνει να πει, η ζωή είναι όμορφη! Αυτό είναι κάτι που οι στίχοι του Αραγκόν μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε για το όραμά του για τη ζωή, αλλά δεν έχουμε τρόπο να γνωρίζουμε από ένα μόνο φιλολογικό κείμενο, και μάλιστα ποίημα, αν αυτή η θεώρηση περιλαμβάνει και την πλήρη εκ μέρους του συνειδητοποίηση της απόλυτης φαυλότητας του ανθρώπου μετά την Πτώση και του Θαυμαστού Έργου της Μεγάλης Σωτηρίας που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο μέσ’ απ’ το Χριστό. Το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι από πλευράς Αγίας Γραφής είναι ότι ο Θεός υπόσχεται πως το Ζων Ύδωρ θα χορηγείται πάντοτε σ’ εκείνον που το ζητάει και γνωρίζει το Χορηγό, όπως συνέβη και με τη Σαμαρείτισσα στο πηγάδι η οποία το ζήτησε απ’ τον Ιησού (Ιωάν. 4).
Είναι ενδιαφέρον ότι και το Βιβλίο του Εκκλησιαστή στην Αγία Γραφή καταλήγει επικυρώνοντας την αξία της ζωής μέσω της αναφοράς στο Θεό αλλά με έναν τρόπο που δείχνει λιγότερο ουσιαστικός και εσωτερικός. Το «φοβού τον Θεόν και φύλαττε τας εντολάς αυτού» «ότι τούτο πας ο άνθρωπος» (12/13), έστω κι αν ερμηνεύσει κανείς το φόβο ως σεβασμό, αφήνει ακάλυπτη την ανάγκη για κοντινότητα και αμεσότητα, την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο Θεό, η οποία είναι εκείνη που επιτρέπει στον Αραγκόν να αναφωνήσει ενθουσιωδώς στο τέλος «ήταν ωραία η ζωή!», κάτι που διαφέρει ριζικά από την απλή ανοχή της ζωής κάτω από την αιγίδα του Θεού. Φυσικά είναι αλήθεια ότι σε όλη την Παλαιά Διαθήκη οι εντολές του Θεού δεν είναι ποτέ «εξωτερικές» επιταγές που ο άνθρωπος είναι «υποχρεωμένος» να υπακούει. Αντίθετα, είναι γραμμένες στα μύχια της καρδιάς του. «Υιέ μου… Φύλαττε τας εντολάς μου και θέλεις ζήσει∙ και τον νόμον μου ως την κόρην των οφθαλμών σου. Δέσον αυτά επί τους δακτύλους σου, εγχάραξον αυτά επί την πλάκα της καρδίας σου» (Παρ. 7/2-4). Αλλά όταν τελικά και συμπερασματικά στο Βιβλίο του Εκκλησιαστή δίνεται η αιτία για μια θετική θεώρηση της ζωής είναι ενδιαφέρον ότι στο εβραϊκό πρωτότυπο ο λόγος γι’ αυτό είναι «διότι αυτό είναι [παραλειπόμενη λέξη] για κάθε άνθρωπο (הָאָדָם-כָּל זֶה-כִּי)» (12/13), πράγμα που σημαίνει ότι αυτό είναι το «πρέπον», το «καθήκον», κάθε ανθρώπου. Το νόημα αυτό αποδίδεται πιστά σε ορισμένες μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά, όπως για παράδειγμα στη μετάφραση των Εβδομήκοντα («ότι τούτο πας ο άνθρωπος»), ενώ σε άλλες, όπως του Νεόφυτου Βάμβα («επειδή τούτο είναι το πάν του ανθρώπου»), αφήνονται περιθώρια για μια πολύ ευρύτερη και ουσιαστικότερη θεώρηση της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό η οποία όμως θα ήταν ασυμβίβαστη με το όλο κλίμα του Εκκλησιαστή.
Η ανάγνωση ενός ποιήματος με το φακό της Αγίας Γραφής μπορεί σε τελευταία ανάλυση να μην είναι τίποτε περισσότερο από μια άσκηση σε θρησκευτική ενατένιση μέσ’ από το Λόγο του Θεού. Η αλήθεια ωστόσο είναι πως, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη μπορεί να εξυψωθεί μόνο όταν η δόξα της Βασιλείας των Ουρανών είναι εκείνη που τη φωτίζει, την αναδεικνύει και την αγιάζει. Δεν είναι η ζωή κάτι που ο άνθρωπος ζει για τη δική του δοξα αλλά για τη Δόξα του Θεού, πράγμα που της δίνει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα και κατεύθυνση. Για τους πιστούς ο θάνατος, ο θάνατος του ανθρώπινου σώματος, ακολουθείται από την Ανάσταση γιατί, όπως μέσ’ απ’ τον Αδάμ πέρασε ο θάνατος σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, έτσι και μέσ’ απ’ το Χριστό πέρασε η Ανάσταση και η Ζωή στο γένος των αναγεννημένων χριστιανών. Αυτός καθαυτός ο θάνατος θα είναι ο τελευταίος εχθρός που θα συντρίψει ο Χριστός, γιατί ο Θεός έθεσε τα πάντα κάτω απ’ την εξουσία του Λυτρωτή. Και, καθώς διαβάζουμε στην Πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή, «[ό]ταν δε υποταχθώσι εις αυτόν τα πάντα, τότε και αυτός ο Υιός θέλει υποταχθή εις τον υποτάξαντα εις αυτόν τα πάντα, διά να ήναι ο Θεός τα πάντα τοις πάσι» (15/26-28). Μόνο μια τέτοια αποκατάσταση της αρχικής πληρότητας μπορεί να γεμίσει την καρδιά του ανθρώπου με βαθιά ευγνωμοσύνη και δεν είναι απορίας άξιο που ο Λουί Αραγκόν έτσι ακριβώς κλείνει το ποίημά του: «Δίχως στα χείλη μου να έχω άλλη λέξη από ένα ‘ευχαριστώ’ / θα πω ότι παρόλα αυτά, ήταν ωραία η ζωή!»
© Γιούλικα Masry, καλοκαίρι 2014
(Μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο από την ίδια τη συγγραφέα)