του Ανανία Καβάκα, Νευρολόγου-Ψυχίατρου
Νομίζω ότι και ο τίτλος μόνο του άρθρου αυτού μπορεί να σοκάρει κάποιους πιστούς ανθρώπους. Είναι δυνατόν, θα σκεφτούν, να συμβεί κάτι τέτοιο και σε μένα;
Κι όμως μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε, ακόμα και σ’ όλους εκείνους που θεωρούν τον εαυτό τους λίγο πολύ άτρωτο σ’ αυτό το πεδίο. Συνέβη και στο Δαβίδ, που ήταν άνθρωπος «κατά την καρδίαν» του Θεού και γι’ αυτό ο Θεός τον είχε διορίσει άρχοντα στο λαό Του (Α΄ Σαμ. 13:14, Πράξ. 13:22), κάτι που, φαντάζομαι, δεν ισχύει για κανέναν σχεδόν από μας.
Μάλιστα ο Δαβίδ όχι μόνο έπεσε σε μοιχεία, αλλά έμεινε σ’ αυτή. Δε μετανόησε αμέσως. Αντίθετα, όταν διαπίστωσε ότι η αμαρτία του αυτή θα αποκαλυπτόταν, άρχισε τις δολοπλοκίες προκειμένου να τη συγκαλύψει. Όταν τελικά αυτές δεν απέδωσαν, κατέστρωσε ένα νέο σχέδιο δολοφονίας ενός αθώου ανθρώπου προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η αμαρτία του.
Τι έφταιξε ώστε να πέσει τόσο χαμηλά ο καταπληκτικός αυτός άνθρωπος του Θεού; Ποιοι παράγοντες συνέβαλαν σ’ αυτό του το ολίσθημα; Τι πρέπει εμείς να έχουμε υπόψη για να μην παρασυρθούμε σε διάπραξη μοιχείας και σε φόνο αθώων ανθρώπων; Η ιστορία της πτώσης του Δαβίδ είναι αποκαλυπτική και πολύ διδακτική. Αυτή θα δούμε στη συνέχεια.
Εγκατάλειψη της αποστολής και των ευθυνών του.
Ο Λόγος του Θεού είναι σαφής: «Εν δε τω ακολούθω έτει» λέει, «καθ’ ον καιρόν εκστρατεύουσιν οι βασιλείς» (Β΄ Σαμ. 11:1), ο Δαβίδ όχι μόνο δεν ξεκίνησε να πολεμήσει τους εχθρούς του λαού Ισραήλ, με τους οποίους βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά μεταβίβασε τις ευθύνες του σε άλλον. Ο ρόλος του βασιλιά εκείνη την εποχή ήταν να είναι πρώτος στη μάχη ενάντια στον εχθρό. Αυτή ήταν δική του ευθύνη και αποστολή. Εκείνος όμως την απαρνήθηκε αναθέτοντάς την σε άλλον, τον Ιωάβ.
Σαν το Δαβίδ κι εμείς, οι πιστοί του Θεού, βρισκόμαστε σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση με τον εχθρό. Φυσικά, η πάλη μας δεν είναι «εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ’ εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. 6:12).
Η πάλη μας είναι ενάντια στο φρόνημα του κόσμου αυτού και ενάντια στο Σατανά, που προσπαθεί να μας πείσει ότι η παράβαση των εντολών του Θεού δε θα έχει δυσάρεστες συνέπειες για μας. Η πάλη μας ακόμη είναι ενάντια στην εγωκεντρική νοοτροπία που διαλύει οικογένειες, καταστρέφει σχέσεις, πληγώνει καρδιές και αφήνει ανεξίτηλες συνήθως ουλές στις παιδικές καρδιές από τα ψυχικά τραύματα που τους προκαλεί η διάλυση της οικογένειάς τους.
Γι’ αυτό «αν και περιπατώμεν εν σαρκί, δεν πολεμούμεν όμως κατά σάρκα· διότι τα όπλα του πολέμου ημών δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά συν Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων· επειδή καθαιρούμεν λογισμούς, και παν ύψωμα επαιρόμενον εναντίον της γνώσεως του Θεού, και αιχμαλωτίζομεν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού» (Β΄ Κορ. 10:3–5).
Ο αγώνας μας όμως δεν είναι μόνο εξωτερικός, ενάντια στον εχθρό που με τη μορφή πειρασμών, διωγμών, χλευασμών ή συκοφαντιών προσπαθεί να μας αποθαρρύνει, αλλά και εσωτερικός. Αγωνιζόμαστε ενάντια σε συλλογισμούς που έχουν σαρκικά και κοσμικά κίνητρα, σε ενδόμυχες επιθυμίες με αμαρτωλά κίνητρα ή σε φιλοδοξίες με εγωκεντρικές προθέσεις. Άλλοτε πάλι η πάλη μας είναι ενάντια σε καταστάσεις ή πράγματα που προσπαθούν να κυριεύσουν τη σκέψη μας και να μας φοβίσουν ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη μας στο προσωπικό ενδιαφέρον του Θεού για μας.
Αγωνιζόμαστε τέλος ενάντια στο ψέμα του διαβόλου στις ποικίλες του μορφές, ο οποίος προσπαθεί να διαστρεβλώσει τις αλήθειες του Θεού σε σχέση με το γάμο και το πώς μπορεί ο καθένας μας να βρει την ικανοποίηση που ζητάει στη ζωή.
Ο Θεός μάς έχει καλέσει σ’ έναν πνευματικό αγώνα. Γι’ αυτό μας καλεί να τρέχουμε με υπομονή τον προκείμενο σε μας αγώνα, αποβλέποντας «εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως». Ο απόστολος Παύλος αγωνίστηκε τον καλό αυτό αγώνα μέχρι τέλους (Β΄ Τιμ. 4:7). Δεν εγκατέλειψε την αποστολή του και ούτε μετέθεσε τις ευθύνες του σε κάποιον άλλο. Στον αγώνα της πίστης ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή, εκεί που τον είχε τοποθετήσει ο Θεός.
Ο απόστ. Παύλος δεν αισθάνθηκε ποτέ ότι ήταν αρκετή η ταλαιπωρία του, αρκετά τα βασανιστήρια που υπέστη και πολύ μεγάλη η αχαριστία εκ μέρους εκείνων για τους οποίους κοπίασε «όλον τον χρόνον, δουλεύων τον Κύριον μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και μετά πολλών δακρύων και πειρασμών» (Πράξ. 20:18–19). Αν αντίθετα εμείς θεωρήσουμε ότι είναι αρκετοί οι κόποι μας και η ταλαιπωρία που έχουμε υποστεί για χάρη της γυναίκας που έχουμε παντρευτεί, δεν αποκλείεται να απαρνηθούμε το ρόλο μας και τις ευθύνες μας απέναντι σ’ αυτή και στην οικογένειά μας και να θελήσουμε να τις μεταβιβάσουμε σε κάποιους άλλους.
Δεν είναι δουλειά του φίλου ή του κουμπάρου μας να συνοδεύει τη γυναίκα μας στο γιατρό, να κάνει το μεσίτη ανάμεσά μας, να κάνει δουλειές που έπρεπε να τις είχαμε ήδη κάνει εμείς, να μας αντικαθιστά σε υποθέσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητά μας ή να βρίσκεται κάθε βράδυ στο σπίτι μας, έστω και μαζί με τη γυναίκα του.
Επίσης, δεν είναι δουλειά της φίλης σας να είναι καθημερινά στο σπίτι σας ή να ενεργεί σαν μέλος της οικογένειάς σας. Αν στο σπίτι σας δεν υπάρχει ησυχία για να ξεκουραστεί λίγο ο άντρας σας μόλις επιστρέψει από τη δουλειά του, ρυθμίστε το πρόγραμμά σας για να υπάρξει ησυχία. Ο χώρος της ανάπαυσής του είναι το σπίτι σας και όχι αυτό της πεθεράς σας ή της στενής σας φίλης. Μην αποξενώνετε τον άντρα σας από το σπίτι σας. Δεν μπορείτε να ξέρετε πού μπορεί σιγά σιγά να οδηγήσει αυτό.
Η διάπραξη της μοιχείας, όπως και κάθε άλλης χονδροειδούς αμαρτίας, δε γίνεται συνήθως από τη μια στιγμή στην άλλη. Προηγούνται μια σειρά από μικρά άλλα βήματα, που οδηγούν αργά αλλά σταθερά προς αυτή. Το καθένα από αυτά, από μόνο του, μπορεί να μην είναι επικίνδυνο, προστιθέμενο όμως στα προηγούμενα οδηγεί στο κακό.
Ο πρώτος λοιπόν κίνδυνος για έναν άνθρωπο του Θεού, για τον ή τη σύζυγο, είναι να νομίσει ότι είναι αρκετοί οι κόποι του και ότι για αρκετό καιρό έπαιξε το ρόλο του, μένοντας πιστός στην αποστολή του απέναντι σε ανθρώπους που δεν εκτίμησαν ποτέ αυτά που τους έχει προσφέρει μέχρι εκείνη τη στιγμή.