Ένα βιβλίο έπεσε στην αντίληψή μου πρόσφατα. Γραμμένο λίγα χρόνια μετά την πτώση του Ναζισμού (συγκεκριμένα το 1955) το βιβλίο αυτό του Milton Mayer καταγράφει συνεντεύξεις από δέκα απλούς καθημερινούς Γερμανούς που υποστήριξαν το Ναζιστικό καθεστώς. Ο τίτλος στα Αγγλικά «The Thought They Were Free», (Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι). Στο βιβλίο αυτό πρωτοαναφέρεται η γνωστή περίπτωση του Προτεστάντη πάστορα Μάρτιν Νίμελερ για τον οποίο λέγεται (φυσικά μετά από την δική του ταπεινή αυτοκριτική) «όταν οι Ναζί επιτέθηκαν στους κομμουνιστές ενοχλήθηκε αλλά δεν έκανε κάτι μιας και δεν ήταν κομμουνιστής, μετά επιτέθηκαν στους Σοσιαλιστές και ενοχλήθηκε λίγο παραπάνω αλλά ξανά δεν έκανε κάτι μιας και δεν ήταν Σοσιαλιστής, μετά σειρά είχαν τα σχολεία, ο τύπος, οι εβραίοι κ.λ.π. και ήταν πάντα ενοχλημένος αλλά ξανά δεν έκανε κάτι. Και τότε επιτέθηκαν στην εκκλησία και ήταν άνθρωπος της εκκλησίας και τότε έκανε κάτι … αλλά τότε ήταν πολύ αργά»[1].
Αξίζει να σταθούμε σε δύο τρία σημεία του βιβλίου. Το πρώτο είναι οι τίτλοι των κεφαλαίων που μας βοηθούν να δούμε το ανάγλυφο των σκέψεων και αιτιάσεων που επιστρατεύουν ως «δικαιολογίες» οι δέκα Ναζιστές.
Κεφάλαιο 4, «Τι θα έκανες εσύ στη θέση μου;»
Κεφάλαιο 6, «Έτσι θα σταματούσαμε τον Κομμουνισμό»
Κεφάλαιο 7, «Σκεφτόμαστε με το αίμα μας» (το πιο ανατριχιαστικό)
Κεφάλαιο 9, «Όλοι ξέραμε και κανείς μας δεν ήξερε»
Κεφάλαιο 10, «Ως Χριστιανοί είχαμε καθήκον»
Κεφάλαιο 12, «Έτσι ήμασταν φτιαγμένοι»
Κεφάλαιο 13, «Όμως τότε πια ήταν πολύ αργά»
Το δεύτερο είναι μία παραδοχή του συγγραφέα, ο οποίος ήταν Αμερικανός δημοσιογράφος Γερμανοεβραϊκής καταγωγής. Γράφει λοιπόν ότι γνωρίζοντας τους δέκα Ναζί από τους οποίους έπαιρνε τη συνέντευξη «άρχισα να τους συμπαθώ. Δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ξανά και ξανά καθώς καθόμουν ή περπατούσα μαζί με τους δέκα φίλους μου ένιωθα να κυριεύομαι με το ίδιο συναίσθημα που είχαν όταν κάλυπτα το ρεπορτάζ της εφημερίδας μου για τον Αλ Καπόνε. Συμπαθούσα τον Καπόνε. Μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο φερόταν προς την μητέρα του. Την φερόταν πολύ καλύτερα από ότι εγώ τη δική μου». Σε ένα άλλο σημείο λέει επίσης, «Ένιωσα και νιώθω ότι δεν ήταν ο Γερμανός αλλά ο Άνθρωπος αυτός που συνάντησα. Απλά αυτός βρέθηκε στην Γερμανία κάτω από κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Θα μπορούσε κάτω από άλλες συνθήκες να ήμουν εγώ». Βάζοντας δίπλα δίπλα αυτές τις δύο δηλώσεις έχουμε νομίζω την ηχώ μιας βιβλικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος όσο κακός και αν είναι δεν παύει να έχει κάτι καλό. Και όσο καλός και αν είναι δεν παύει να έχει μέσα του κάτι κακό. Ἠ αλλιώς η διαλεκτική μεταξύ του ανθρώπου ως εικόνας Θεού από τη μία αλλά και αμαρτωλού. Η διαλεκτική ανάμεσα στην δημιουργία και στην πτώση. Ταυτόχρονα μια συγκλονιστική διαπίστωση -προειδοποίηση: οι άνθρωποι αυτοί ήταν σαν κι εμάς. Δεν ήταν ένα ιδιαίτερο είδος. Άρα ο κίνδυνος αφορά τον καθένα μας.
Μία τρίτη αναφορά αφορά το πώς κανείς φτάνει σε αυτό το τόσο χαμηλό σημείο. Πώς κανείς γίνεται Ναζιστής; Η αποτύπωση του συγγραφέα της αφήγησης ενός Γερμανού μας βοηθά να δούμε το πώς ο άνθρωπος υποδουλώνεται σε κάθε λογής παγίδα. Αφηγείται λοιπόν ένας Γερμανός πώς έφτασαν εκεί που έφτασαν λέγοντας ότι, «κάθε πράξη, κάθε περίσταση είναι χειρότερη από την προηγούμενη, αλλά μόνο λίγο χειρότερη. Περιμένεις για εκείνη την μία μεγάλη σοκαριστική περίσταση σκεπτόμενος πως και οι άλλοι όταν κάτι τέτοιο συμβεί θα ενωθούν μαζί σου για να αντισταθούν. Δεν θέλεις να ενεργήσεις μόνος σου… αλλά αυτή η μεγάλη αφυπνιστική περίσταση δεν θα έρθει ποτέ. Αυτό είναι το πρόβλημα. Αν η μεγαλύτερη και χειρότερη πράξη του καθεστώτος γινόταν από την αρχή της εξουσίας του, τότε χιλιάδες, ναι ακόμη εκατομμύρια θα σοκαρίζονταν επαρκώς –αν για παράδειγμα ο θάνατος σε θαλάμους αερίων δεν γινόταν το ‘43 αλλά το ‘33. Αλλά φυσικά δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο γίνονται τα πράγματα. Ενδιάμεσα έρχονται όλα αυτά τα εκατοντάδες μικρά βήματα, κάποια δυσδιάκριτα, καθένα από αυτά να σε προετοιμάζει να μην σοκαριστείς από το επόμενο. Το βήμα Γ δεν είναι πολύ χειρότερο από το βήμα Β και αν δεν αντέδρασες στο Β γιατί να αντιδράσεις στο Γ; Και μια μέρα, πολύ αργά, όλες οι αρχές σου, εάν πια έχουν κάποια αξία για σένα, όλες έρχονται κατά πάνω σου. Το βάρος της αυτό-εξαπάτησης έχει γίνει τόσο δυσβάστακτο που ακόμη και κάτι μικρό αρκεί για να σε κάνει να καταρρεύσεις. Στη δική μου περίπτωση ήταν το να ακούσω ένα μικρό παιδί να λέει «εβραίοι γουρούνια». Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι όλα, όλα άλλαξαν και άλλαξαν εντελώς μπροστά στα μάτια σου χωρίς να το συνειδητοποιήσεις….».
Τώρα το πιο συγκλονιστικό στο βιβλίο αυτό είναι ο τίτλος του: Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι. Σαρκασμός; Ειρωνεία; Μάλλον προειδοποίηση. Τη στιγμή που βούλιαζαν μέσα σε έναν βούρκο που θα τους έπνιγε αυτοί νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι.
[1] Η φράση αυτή είναι γνωστή και σε διάφορες άλλες εκδοχές. Μία από αυτές είναι: «Όταν οι Ναζί κατεδίωξαν τους κομμουνιστές σιώπησα, άλλωστε δεν ήμουν κομμουνιστής, όταν έκλεισαν μέσα στους σοσιαλδημοκράτες σιώπησα, άλλωστε δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης, όταν πήραν μέσα στους συνδικαλιστές, σιώπησα, άλλωστε δεν ήμουν συνδικαλιστής, όταν πήραν πια εμένα, δεν υπήρχε πλέον κανείς που θα μπορούσε να φωνάξει»