Γράφει η Ιωάννα Σαχινίδου, Φυσιογνώστρια
Ευαγγέλιο του Λουκά 18.1-8
Απόσπασμα από άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αστήρ της Ανατολής» το Μάρτιο του 1996 χωρίς υποσημειώσεις με τίτλο “Αιτείτε και θέλει σας δοθεί”. Το δημοσιεύω με μικρή προσθήκη στο τέλος και μεταφορά των βιβλικών εδαφίων στη ΝΜΒ.
Στο Ευαγγέλιο του Λουκά (18.1-8) διαβάζουμε μια παραβολή. Δύο πρόσωπα είναι οι πρωταγωνιστές. Ο κριτής, ένας άνθρωπος σκληρός, άδικος, πονηρός, αδιάφορος. Είναι ένας τύπος ανθρώπου που γνωρίζουμε καλά. Μπορεί να τον έχουμε απαντήσει στη δουλειά, στη γειτονιά ή σε οποιονδήποτε κύκλο της κοινωνίας συμμετέχουμε. Είναι ένας άνθρωπος που πράττει το ελάχιστο και μόνο όταν είναι υποχρεωμένος. Αν δεν τον αντιληφθεί κανείς μπορεί να μη κάνει τίποτα. Σύμφωνα με το πνεύμα της βιβλικής παραβολής καθήκον του είναι να σέβεται τις εντολές του Θεού μέσα στην κοινότητα. Με σεβασμό προς το Θεό και τους συνανθρώπους του, καθήκον του είναι να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των αδυνάτων, δηλαδή των χηρών, των ορφανών και των ξένων: «Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Έρχομαι σ’ εσάς για κρίση! Θ’ απευθύνω αμέσως την κατηγορία εναντίον των μάγων και των μοιχών, εναντίον αυτών που ορκίζονται ψέματα, αυτών που αδικούν τον εργάτη στο μισθό, εναντίον αυτών που καταπιέζουν τις χήρες και τα ορφανά, αυτών που αδιαφορούν για τους ξένους, εναντίον όλων εκείνων που δε με σέβονται»» (Μαλαχίας 3.5). Ο κριτής όμως δε σέβεται ούτε το Θεό, ούτε το Νόμο, ούτε τους ανθρώπους, ούτε τον εαυτό του αφού δεν εκτελεί τα καθήκοντά του.
Το δεύτερο πρόσωπο της παραβολής είναι μια γυναίκα χήρα. Φαίνεται ότι η χήρα ήταν αναμεμειγμένη σε νομική διαμάχη που δεν προχωρά γιατί ο κριτής παραμελεί το έργο του. Ίσως μετά το θάνατο του ανδρός της να μη της επιστράφηκαν τα χρήματα που της οφείλονταν από το συμβόλαιο γάμου. Ή ένας συγγενής μπορεί να είναι απρόθυμος να την παντρευτεί και να κάνει έτσι το καθήκον του, δηλαδή να την προστατεύσει. Είναι λοιπόν η χήρα μόνη και απροστάτευτη επειδή ακριβώς είναι χήρα. Επίσης της αρνήθηκαν αυτό που της ανήκει και είναι αδικημένη Ο κριτής δεν τη βοηθά αλλά αρνείται να διεκδικήσει τα δικαιώματά της και έτσι είναι ανυπεράσπιστη. Η γυναίκα ήρθε στον κριτή επανειλημμένα, ακούραστα και με επιμονή για να τον συναντήσει και να ζητήσει τη βοήθειά του. Στο τέλος ο κριτής μονολογεί: «παρόλο που δε φοβάμαι το Θεό κι ούτε υπολογίζω τον άνθρωπο, όμως επειδή τούτη εδώ η χήρα μου έγινε φορτική, θα της δώσω το δίκιο της, για να μην έρχεται συνεχώς και με ταλαιπωρεί» (εδ.4β-5). Η στάση του κριτή υποτιμά τη γυναίκα. Η γυναίκα δεν είναι επαίτης, δε ζητιανεύει, δε ζητά κάτι που δεν της ανήκει, δε διεκδικεί κάτι που ανήκει σε άλλον. Ζητά με αξιοπρέπεια να της δοθεί ό,τι της ανήκει. Η τεμπελιά και η αδιαφορία του κριτή δε σταμάτησαν τη γυναίκα από το να επιμένει και να αναζητά το δίκαιό της. Η θαρραλέα και αποφασιστική στάση της καταλήγει στο να αποκτήσει αυτό που δικαιούται.
Εκείνο που είναι θαυμαστό και αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ιησούς διηγείται την παραβολή αυτή σαν παράδειγμα του σωστού τρόπου προσευχής: «Τους έλεγε και μια παραβολή για το πώς πρέπει να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν στην προσευχή» (εδ.1). Αδιάλειπτη προσευχή είναι ο διαρκής προσανατολισμός του πιστού προς το Θεό και διαρκής πόθος για επικοινωνία μαζί Του. Η παραβολή αυτή μας αποκαλύπτει ότι προσευχή δε σημαίνει να εφησυχάζουμε και να αδρανούμε αναμένοντας απαντήσεις. Η γυναίκα δρα ενεργητικά με επιμονή και αγωνιστικότητα. Υπάρχει παράβαση του νόμου εις βάρος της. Επιδιώκει το σκοπό της με ατέλειωτη υπομονή και καρτερία. Η επιμονή της νικά τα εμπόδια που στην περίπτωσή της ήταν ο άδικος κριτής.
Το θετικό στην παραβολή είναι ότι η γυναίκα βρίσκει το δίκιο της. Το τραγικό είναι ότι ο κριτής δηλώνει ότι δε σέβεται το Θεό, ούτε σέβεται κανένα. Τη βοηθά όχι επειδή κατάλαβε ότι η γυναίκα είχε δίκιο αλλά επειδή θεώρησε ότι ήταν φορτική, τον βασάνιζε και τον ενοχλούσε συνέχεια. Με άλλα λόγια τη βοήθησε για να την ξεφορτωθεί. Ο Χριστός ρωτά: «Θα αναβάλλει λοιπόν ο Θεός να αποδώσει το δίκιο στους εκλεκτούς του, που τον φωνάζουν για βοήθεια μέρα και νύχτα; Σας βεβαιώνω ότι θα τους αποδώσει το δίκιο τους πολύ γρήγορα» (εδ.7,8α ΝΜΒ).
Την τελευταία φράση της παραβολής την απευθύνει ο Ιησούς σε όλους, βάζει το μαχαίρι στο κόκαλό μας. Ερώτηση συγκλονιστική και αναπάντεχη: «Όταν όμως έρθει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει τάχα πιστούς ανθρώπους στη γη;»
«Να εξετάζετε τους εαυτούς σας αν έχετε την πίστη» (Β΄ Κορινθίους 13.5).