Γράφει ο ΄Ακης δημητριάδης
Μια από τις μεγαλύτερες αποδείξεις ότι είμαστε γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, είναι ο τρόπος που τρώμε. Πρώτα – πρώτα οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν για να απολαμβάνουν, για τη νοστιμιά και τη γεύση – όχι απλά για να επιβιώσουν. Ο φιλόσοφος Επίκουρος έλεγε, «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής».
Το ίδιο κι εμείς σήμερα. Είμαστε ο μοναδικός λαός που πριν πάμε σπίτι για φαγητό έχουμε ήδη πιει 3-4 τσίπουρα στο ουζερί και το καφενείο, που συνοδεύονται από 24 διαφορετικούς μεζέδες.
Είμαστε ικανοί να κάνουμε πολλά χιλιόμετρα, μόνο και μόνο για να φάμε σε κάποια ταβέρνα που φτιάχνει νόστιμες σπεσιαλιτέ, λ.χ. στα Καταλώνια τρυφερό μοσχαράκι στη γάστρα, στο Κίτρος πίτσα και τρικαλινό, στη Ραψάνη για ντολμαδάκια, στο Μέτσοβο για ορεινό κατσικάκι σούβλα, στην Κερκίνη για βουβαλίσιο κεμπάπ, στο Κιλκίς και το Μονοπήγαδο για ποντιακές σπεσιαλιτέ, στη Βέροια για αυθεντικό ραβανί, κ.ά.
Αυτό είναι ένα γνήσιο ελληνικό χαρακτηριστικό από την εποχή του Πλάτωνα («Συμπόσιο»), κι ακόμα πιο παλιά από την εποχή του Ομήρου. Οι 12 μυθικού θεοί μας έτρωγαν αμβροσία και έπιναν νέκταρ. Και στη συνέχεια έπιαναν τις ολύμπιες συζητήσεις τους.
Το ίδιο κι εμείς σήμερα. Μαζί με το φαγητό απαραίτητα πίνουμε κρασάκι, ουζάκι ή κάποιο άλλο ποτό. Όπως ακριβώς κι ο Διόνυσος και οι άλλοι μερακλήδες αρχαίοι πότες πρόγονοί μας.
Τέλος, κατά τη διάρκεια του φαγητού οι πρόγονοί μας συνήθιζαν να λένε διάφορα. Από πολιτική μέχρι αθλητικά. Έτσι ξεκίνησε η φιλοσοφία, οι επιστήμες, η τέχνη, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ο εμφύλιος Πελοποννησιακός Πόλεμος, ο Τρωϊκός Πόλεμος, και γενικά όλη η ιστορία της ανθρωπότητας.
Και σήμερα εμείς κάνουμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Τα καφενεία μας είναι μια «μικρή βουλή», όπου συζητούνται όλων των ειδών τα θέματα. Τώρα με τις εκλογές όλοι μαζεύονται στα καφενεία, τις ταβέρνες και τις καφετέριες.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν μερακλήδες, εκτός από τον «άρτον», και στα «θεάματα», δηλαδή στην ψυχαγωγία. Το ίδιο και εμείς σήμερα, παρακολουθούμε σε μεγάλες οθόνες τους αθλητικούς αγώνες, τρώγοντας σουβλάκια, πίτσες, ξηρούς καρπούς, και πίνοντας μπύρες και άλλα ποτά.
Τρώγοντας και πίνοντας μας έρχονται ιδέες. Από τα κομματικά μέχρι τα αθλητικά. Από μαγειρική μέχρι κουτσομπολιό. Τέσσερα άτομα να είμαστε γύρω από το τραπέζι, δεκατέσσερις γνώμες θα έχουμε. Δεν υπάρχει θέμα που να μη το κατέχουμε καλύτερα από όλους τους άλλους.
Στις άλλες χώρες στα εστιατόρια και τις ταβέρνες επικρατεί τάξη, ησυχία και εκνευριστική ηρεμία. Οι πελάτες παραγγέλνουν και τρώνε κάτι μερίδες μικρές και ψεύτικες. Τα ποτά είναι πανάκριβα, γι’ αυτό τη βγάζουν με νερό ή το πολύ – πολύ καμιά μπύρα. Τέλος, ελάχιστα μιλούν μεταξύ τους, κι αυτό ψιθυριστά και χαμηλόφωνα.
Εμείς, παραγγέλνουμε ένα σωρό πράγματα, βάλε κι από αυτό, βάλε κι από εκείνο. Οι μερίδες είναι τεράστιες και χορταστικές, τις περισσότερες φορές δεν μπορούμε να τα φάμε όλα κι αφήνουμε υπόλοιπα. Το ούζο, το τσίπουρο και το κρασάκι απαραίτητα, γι’ αυτό και το γκαρσόνι ρωτάει απαραιτήτως «τι θα πιείτε;».
Στο εξωτερικό μετά τη δουλειά ο κόσμος πάει σπίτι, βλέπουν αμίλητοι λίγο τηλεόραση, και κατά τις 8.30 – 9.00 το βραδάκι, νωρίς-νωρίς, με τις κότες, όλοι πέφτουν για ύπνο. Εμείς, αντίθετα, μετά τις 9 το βράδυ βγαίνουμε έξω και καταλήγουμε στο τραπέζι κάποιας ταβέρνας. Και γυρίζουμε σπίτι για ύπνο κατά τις μία-δύο μετά τα μεσάνυχτα, αφού προηγουμένως έχουμε συζητήσει και κουτσομπολέψει όλα τα θέματα της επικαιρότητας.