Γράφει ο Χάρης Ι. Νταγκουνάκης
Η υπομονή της Ελπίδας
Π |
ρέπει να ήταν άνοιξη του 50 μ.Χ. όταν ο Παύλος και ο Σίλας μαζί με τον Τιμόθεο βάδιζαν στην Εγνατία οδό από την πόλη των Φιλίππων με κατεύθυνση προς την Αμφίπολη. Αν σκεφτεί κανείς ότι τις προηγούμενες ώρες ο Παύλος και ο Σίλας ήταν φυλακισμένοι, μαστιγωμένοι, με τις πληγές ακόμη να καίνε στην πλάτη τους, και τα πόδια τους να είναι πρησμένα από την ξυλοπέδη των ρωμαϊκών φυλακών, νιώθει θαυμασμό για το κατόρθωμα αυτής της πορείας.
Ήταν μια καταπληκτική διαδρομή. Περνούσε μέσα από πλατιές πεδιάδες και σκιερά πλατάνια. Κρυστάλλινα ποταμάκια κατηφόριζαν απ’ τις πλαγιές των βουνών προς τον κόλπο όπου εκβάλλει ο Στρυμόνας. Στην πεδιάδα του Στρυμόνα, μετά από μια καμπή του ποταμού, είδαν εκεί ψηλά, στη νότια όχθη της σημερινής Μικρής Βόλβης, την Αμφίπολη. Όμορφη πόλη, μα όχι κατάλληλη για ν’ αρχίσει από κει ιεραποστολή. Ο Παύλος προτιμούσε τα μεγάλα αστικά κέντρα για να ξεκινήσει τη δράση του και να πάει προς την περιφέρεια. Διανυκτέρευσαν όμως εκεί. Και την άλλη μέρα συνέχισαν προς δυσμάς.
Και μετά από μια όμορφη αλλά κουραστική οδοιπορία, μέσα από την περιοχή των λιμνών της Μυγδονίας, έφτασαν ίσως αργά το βράδυ κάποιας μέρας του ταξιδιού τους στην τελευταία λοφοσειρά, στην ανατολική ακτή του Θερμαϊκού κόλπου. Κάτω απλωνόταν η αεικίνητη γαλάζια θάλασσα, κι απέναντι, μακριά μέσα στην ομίχλη, πορφυρωμένα από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, έλαμπαν τα χιόνια του Ολύμπου. Εκεί, σ’ εκείνη την κορυφή κατοικούσαν οι αρχαίοι θεοί, που τώρα ετούτος ο αδύναμος Ταρσέας ερχόταν να τους αμφισβητήσει και τελικά να τους νικήσει…
Κάτω από τα πόδια των οδοιπόρων απλωνόταν η Θεσσαλονίκη, που έλαμπε σαν μαργαριτάρι στον μυχό του κυματιστού κόλπου. Οι οδοιπόροι έμπαιναν τώρα στην πρώτη ευρωπαϊκή μεγαλούπολη.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Μια μεγάλη συναγωγή, με λαμπρές διακοσμήσεις, έργο των Εβραίων μεγαλεμπόρων και τραπεζιτών, ήταν το θρησκευτικό κέντρο όλων των Εβραίων της Μακεδονίας. Τα τρία πρώτα Σάββατα ο Παύλος επισκέφθηκε τη συναγωγή. Πολυποίκιλο και με θρησκευτικά ενδιαφέροντα το ακροατήριο. Εκτός από τους Εβραίους του εξωτερικού, υπήρχαν πολλοί προσήλυτοι και “φοβούμενοι τον Θεόν”, ιδίως γυναίκες.
Φαίνεται πως το κήρυγμα για τον Μεσσία, επί τρία Σάββατα, συγκλόνισε τις καρδιές. Ευτυχώς εξακολουθούσαν να υπάρχουν άκακες, απλοϊκές ψυχές και μεταξύ των τότε Εβραίων. «Τινές εξ αυτών επείσθησαν». Αλλά το μεγάλο έργο έπρεπε να γίνει στους ειδωλολάτρες που είχαν θρησκευτικά ενδιαφέροντα, και οι οποίοι “εγκαταλείποντας τα είδωλα, επέστρεψαν στη λατρεία του ζωντανού κι αληθινά Θεού…” (Α΄ Θεσ. 1:9 –Νέα Μετάφραση της Βίβλου) . Έτσι, σχηματίσθηκε η εκκλησία των Θεσσαλονικέων, για την οποία υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αποτελέσθηκε στη συντριπτική της πλειοψηφία από εθνικούς.
Μετά το τρίτο Σάββατο ο απόστολος δεν ήταν πια αποδεκτός στη Θεσσαλονίκη. Οι Ιουδαίοι που δεν δέχτηκαν το κήρυγμά του ξεσήκωσαν ταραχές στην πόλη κι οι μαθητές του αναγκάσθηκαν να φυγαδεύσουν τον απόστολο στη Βέροια (διάβασε Πράξ 17:1-9).
Ο Παύλος αγάπησε την εκκλησία των Θεσσαλονικέων και καμάρωνε γι’ αυτήν. «Ποια θα είναι αλήθεια η ελπίδα μας, η χαρά, το στεφάνι και το καύχημά μας μπροστά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, όταν θα ξανάρθει, αν όχι και εσείς;», τους γράφει γεμάτος συγκίνηση (Α΄ Θεσ. 2:19 –ΝΜΒ). Στους πιστούς της που ζούσαν σε ένα περιβάλλον έντονης κοσμικότητας λόγω του εμπορίου και της θέσης της πόλης, αλλά και σε μια κοινωνία που συνέχεια την επισκέπτονταν κάθε λογής φιλόσοφοι-ιεραπόστολοι, συνήθως επιδειξίες της ρητορικής τους τέχνης και δεινότητας, σύντομα δημιουργήθηκαν ερωτήματα για θέματα πνευματικά.
Εκείνο που κυρίως απαντάει ο απόστολος είναι το ζήτημα της δεύτερης έλευσης του Χριστού στη γη. Πώς θα έρθει ο Χριστός; τι θα γίνει με τους νεκρούς που πέθαναν “εν Κυρίω”; τι θα γίνει με τους πιστούς που ακόμη θα ζουν; τι θα προηγηθεί; πώς θα ξέρουμε πότε πλησιάζει ο καιρός; μήπως πρέπει να τα αφήσουμε όλα, ακόμα και τις δουλειές μας και να μην κάνουμε τίποτε, αφού “ο Κύριος έρχεται;”
Κι ο Παύλος αφού τους δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις και απαντήσεις (Α΄ Θεσ. 4:13–5:11∙ Β΄ Θεσ. κεφ. 1–2), τούς εφιστά την προσοχή σε δύο κινδύνους: στην παγίδα του εφησυχασμού, οπότε τους προτρέπει να έχουν την προσοχή τους τεταμένη, γιατί ο Κύριος έρχεται σαν κλέπτης τη νύχτα. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι οι ψευδοπροφήτες, άνθρωποι αδίστακτοι, που δείχνουν για πειστήρια στους πιστούς ακόμα και επιστολές δήθεν γραμμένες από τους αποστόλους (Β΄ Θεσ. 2:2).
Μέσα στην κοινωνία εκείνης της πόλης, εκείνη την εποχή, που δεν διαφέρει και πολύ από τη δική μας, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, ο Παύλος το ίδιο μήνυμα θα έφερνε και στις δικές μας εκκλησίες σήμερα. Σήμερα που από παντού ακούγεται κάθε είδους ανοησία, περνάει κάθε είδους μήνυμα, ακόμα και να μην ασχολούμαστε με τα ζητήματα της καθημερινότητας, ακόμα και να μη φροντίζουμε το σπίτι μας ή να μη φροντίζουμε για την πρόοδο των παιδιών μας επειδή, ο “Κύριος έρχεται”, ο Παύλος τα ίδια θα είχε να συστήσει και σ’ εμάς: Να είστε άγρυπνοι, και να μην ακούτε κανέναν, αν δεν τον ελέγχετε με τον Λόγο του Θεού.
Και πάνω απ’ όλα ο απόστολος θα μας έλεγε πως η ζωή μας ως πιστών θα πρέπει να οριοθετείται από τρεις πνευματικές γραμμές: (1) Το έργο της πίστεως, δηλ. από την ενεργό πίστη μας, (2) Τον κόπο της αγάπης, πάει να πει, από την έμπρακτη αγάπη μας και (3) Την υπομονή της ελπίδος, μ’ άλλα λόγια από τη σταθερή ελπίδα μας στον ερχομό του Χριστού.
Πόσο διέπουν τη ζωή μας αυτές οι αρετές που χαρακτήριζαν τους Θεσσαλονικείς χριστιανούς του 50-51 μ.Χ.; Σήμερα τη ζωή μας τη χαρακτηρίζει μια θεωρητική, δογματική πίστη∙ μια αγάπη μόνο με τα λόγια, χωρίς έργα ή ενόραση του ερχομού του Χριστού. Η “υπομονή της ελπίδος” έχει εξαφανιστεί από τη ζωή μας. Άγχος ο κόσμος, άγχος και οι πιστοί. Μέριμνες ο κόσμος, μέριμνες και οι πιστοί. Πολυπραγμοσύνη και περισπασμό ο κόσμος, περισπασμός και οι πιστοί. Μπορεί να είμαστε πρώτοι στην εσχατολογία αλλά τελευταίοι στο να περιμένουμε τον Κύριο, κάτι που το αποδεικνύει κάθε μέρα η ζωή μας και ο ανύπαρκτος πνευματικός καρπός μας. Μέσα στις θλίψεις δεν έχουμε την καρτερία της πνευματικής υπομονής, που τρέφεται από την προσμονή του ερχομού του Χριστού.
Α, είναι ανάγκη ν’ αφήσουμε την ελπίδα της συνάντησής μας με τον Χριστό να αγγίξει τη ζωή μας, να επηρεάσει τη ζωή μας, να αγιάσει τη ζωή μας. Ν’ αφήσουμε αυτή την ελπίδα να μας οδηγήσει σε μια ζωή καλών έργων, όχι για να μην τιμωρηθούμε ή για να πάρουμε μισθό και άλλες τέτοιους ανθρώπινους υστερόβουλους υπολογισμούς, αλλά για να είμαστε έτοιμοι να συναντήσουμε τον Κύριό μας και να χαρούμε στην παρουσία του. Και τότε, αν είμαστε τέτοιοι χριστιανοί, θα μπορεί και για μας ο Παύλος αλλά και ο Κύριος να πει: «Ναι, εσείς είστε η δόξα μας και η χαρά μας»!