Οι Πέτρες φωνάζουν – Κάθε τόπος κι ένα μήνυμα – ΑΘΗΝΑ

 

Γράφει ο Χάρης Ι. Νταγκουνάκης

 

Φιλοσοφία και Κήρυγμα

 

Κ

αθώς το πλεούμενο εκείνης της εποχής μετά από τρεις μέρες ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη, το πρωί της τέταρτης μέρας, έπαιρνε τη στροφή γύρω από το ακρωτήριο του Σουνίου για να μπει στο Σαρωνικό, θα πρέπει ο Παύλος να αντίκρυσε γεμάτος δέος τον κατάλευκο ναό του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας, κι αργότερα γεμάτος θαυμασμό το άγαλμα της παλλάδος Αθηνάς, όταν θα σίμωνε στον Παρθενώνα. Η Ελλάδα του πνεύματος καλωσόριζε τον απόστολο των Εθνών.

    Βέβαια, πολύ λίγα είχαν απομείνει στην Ελλάδα από το παλιό μεγαλείο των περσικών πολέμων ή της δημοκρατίας, ούτε καν των Μακεδόνων του Αλεξάνδρου. Τώρα, μετά την πτώση της Κορίνθου (146 μ.Χ.) στους Ρωμαίους, είχαν όλα ερημωθεί. Στην Πελοπόννησο μόνο η Σπάρτη και το Άργος διατηρούσαν κάποια σπουδαιότητα. Η Ολυμπία δεν είχε να επιδείξει τίποτε πια. Στις Θήβες, την πατρίδα του Πινδάρου, μόνο η ακρόπολη ήταν πια κατοικημένη. Όλη η Βοιωτία ήταν ερημωμένη. Οι παλιές αριστοκρατικές οικογένειες είχαν αφανιστεί. Μόνον η Αθήνα και η Κόρινθος είχαν γλιτώσει. Η Ελλάδα δεν ήταν παρά ένα μεγάλο μουσείο τέχνης για τους τότε περιηγητές, και οι ίδιοι οι Έλληνες ήταν οι φύλακες του μουσείου και οι οδηγοί των ξένων. Κι όμως, ακόμα κι έτσι, κανείς Ρωμαίος δεν θεωρούσε τον εαυτό του μορφωμένο, αν δεν είχε σπουδάσει στην Αθήνα!

    Σ’ αυτή την πόλη τη μαγευτική περιπλανήθηκε μόνος ο Παύλος, πράγμα που φαίνεται πως το προτιμούσε από τις ταραχές της Θεσσαλονίκης (Α΄ Τιμ 3:1). Μέχρι τώρα δεν είχε δει καμιά ελληνική πόλη με καθαρά ελληνικό πολιτισμό. Για την Αθήνα, δεν ήταν η καταλληλότερη στιγμή της Ιστορίας της. Δεν ήταν πια η Αθήνα του Περικλή και του Πλάτωνα ούτε καν του Αδριανού. Αν εξαιρέσει κανείς τον Αμμώνιο τον Αλεξανδρέα, δάσκαλο του Πλούταρχου, αυτή την εποχή η πόλη δεν φιλοξενούσε καμιά εξέχουσα προσωπικότητα. Ήταν η εποχή της απραξίας και της απόλυτης “σιγής”. Λες και η πόλη περίμενε ν’ ακούσει τι είχε να της κηρύξει ο μεγάλος “καταγγελεύς των ξένων δαιμονίων”

    Ανάμεσα στις εκατοντάδες των ναών, των αγαλμάτων και των βωμών που αντίκρυσε ο Παύλος, θα πρέπει να είδε κι ένα βωμό αφιερωμένο στη συμπόνια, στον “έλεον”. Ήταν εκεί στο Ερεχθείον, πλάι σε μια ιερή ελιά που τάχα είχε φυτρώσει με προσταγή της θεάς Αθηνάς και μεταμόρφωσε, κατά το μύθο, τους γυμνούς βράχους της Ελλάδας σε δροσερές φυτείες. Κι ένα λυχνάρι, όπου έκαιγε μόνο το καθαρότερο λάδι, άναβε νύχτα και μέρα μπροστά στο άγαλμα της θεάς, που είχε δώσει αυτό το δώρο. Μοιάζει αυτό, θα ’λεγε κανείς, σαν μια διαρκή κραυγή της αρχαιότητας προς τον “Θεόν του ελέους” για σωτηρία.

    Κι όταν πια συνάντησε ο Παύλος το βωμό που πάνω του είχε γραφτεί η φράση “στον άγνωστο θεό”, τότε είχε βρει την αφορμή για το κήρυγμά του στον πιο μορφωμένο λαό της αρχαιότητας, τους Αθηναίους.

    Περίεργη είναι η ιστορία αυτού του βωμού: Κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα η πόλη των Αθηνών μαστιζόταν από μια ανεξήγητη πληγή, μια επιδημία που είχε αποδεκατίσει τους κατοίκους της. Καμιά εξήγηση δεν μπορούσε να δοθεί και καμιά θεραπεία δεν μπορούσε να βρεθεί. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως κάποιος από τους πολλούς θεούς της πόλης είχε προσβληθεί. Το πρόβλημα τώρα ήταν να βρουν οι άρχοντες της πόλης ποιος είναι αυτός ο θεός, για να τον εξευμενίσουν!

    Όταν κάθε προσπάθεια είχε ναυαγήσει, ήρθε απροσδόκητος “σύμβουλος” ένας ταξιδευτής προερχόμενος από την Κύπρο, ο Επιμενίδης. Αυτός πληροφόρησε τους Αθηναίους ότι ο θεός που είχε προσβληθεί δεν ήταν κανένας από τους γνωστούς θεούς τους αλλά ένας άλλος, εντελώς άγνωστος. Τους πρότεινε, λοιπόν, μια σειρά ενεργειών, που αν απέδιδαν, η πόλη θα ανακουφιζόταν από την πληγή. Ο Επιμενίδης είχε ένα κοπάδι από εκλεκτά πρόβατα, που δεν τους έδινε να φάνε, και τα άφηνε πρώτα να πεινάσουν αρκετά. Μια μέρα που τα έβγαλε για βοσκή, πεινασμένα καθώς ήταν, τα άφησε αδέσποτα στο λόφο του Αρείου Πάγου, όπου υπήρχε άφθονο χορτάρι. Παρατηρούσε, λοιπόν, τα πρόβατα, αν κάποιο, παρότι πεινασμένο, δεν έτρωγε κι έπεφτε κάτω. Με μεγάλη τους έκπληξη όλοι όσοι παρατηρούσαν το πείραμα, είδαν μερικά πρόβατα, πράγματι, να μην τρώνε και να έχουν πέσει ξάπλα στο γρασίδι. «Θαύμα, θαύμα», σκέφτηκαν, κι έχτισαν στον τόπο όπου είχε ξαπλώσει το κάθε πρόβατο από ένα βωμό με την επιγραφή “Αγνώστω θεώ”, και πάνω τους πρόσφεραν θυσία στο θεό αυτό τα πρόβατα που είχαν πέσει στο έδαφος. Σχεδόν αμέσως η επιδημία άρχισε να υποχωρεί και η πόλη σώθηκε.

    Με τον καιρό, σιγά-σιγά όλοι αυτοί οι βωμοί “στον άγνωστο θεό” παραμελήθηκαν κι εξαφανίστηκαν. Φαίνεται όμως ότι μόνον ένας είχε απομείνει, για να θυμίζει το παλιό εκείνο θαύμα.

    Ποιος να το φανταζόταν ότι, αιώνες αργότερα, ένας άλλος ξένος, ο Παύλος, θα ερχόταν στην ίδια πόλη και θα ξεκινούσε απ’ αυτόν το βωμό το κήρυγμά του στον ίδιο εκείνο λόφο, τον Άρειο Πάγο, για την επερχόμενη κρίση του αληθινού Θεού! Και ποιος να το ’λεγε πως στίχους του ίδιου εκείνου ποιητή, τον Επιμενίδη, θα τους ανέφερε ο Παύλος στο κήρυγμά του!

    Από τη διήγηση του Λουκά στο 17ο κεφάλαιο των Πράξεων, μαθαίνουμε πως η περιέργεια των Αθηναίων γι’ αυτά που ο Παύλος για μέρες συνδιαλεγόταν μαζί τους στην αγορά, τούς οδήγησε να τον φέρουν στο βήμα των αγορητών της πόλης, εκεί όπου διάφοροι έφερναν τις φιλοσοφικές θεωρίες και τις απόψεις τους, και να τον παρακαλέσουν να τους εξηγήσει “τίς η καινή αύτη διδαχή”.

    Σύμφωνα τόσο με τα λεγόμενα του Λουκά όσο και με τα συμπεράσματα των ερμηνευτών της Καινής Διαθήκης, το κήρυγμα του Παύλου δεν είχε τα αποτελέσματα που κι ο ίδιος ενδεχομένως θα περίμενε. Μια τόσο εμπνευσμένη ομιλία, που δυστυχώς ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου δεν επιτρέπει να την αναλύσει κανείς πλήρως, με τόσα στοιχεία του ευαγγελίου και με τόση γνώση του αρχαίου πνεύματος εκ μέρους του Παύλου, μια ομιλία ειπωμένη με τόση τέχνη από τον εμπνευστή της, και να έχει τόσο πενιχρά αποτελέσματα… “Μερικοί άντρες προσκολλήθηκαν στον Παύλο και πίστεψαν, ανάμεσά τους και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις, και άλλοι μαζί μ’ αυτούς” (Πραξ 17:34 –Νέα Μετάφραση της Βίβλου).

    Γεννάται εύλογα το ερώτημα, τι δεν άρεσε σ’ εκείνους τους περήφανους, απαιτητικούς ακροατές του; Η απάντηση είναι πως δεν άρεσαν τα ίδια που δεν θα άρεσαν και στους σημερινούς ακροατές της μεταμοντέρνας εποχής:

       1.  Τους απέδωσε άγνοια 

«Όλα όσα ξέρατε για το Θεό», σαν να τους έλεγε, «είναι απλά ψηλαφίσματα στο σκοτάδι. Αλλά ο Θεός όλη αυτή την άγνοιά σας την παραβλέπει»… Δεν μπορείς να πεις στο σημερινό άνθρωπο του 21ου μ.Χ. αιώνα ότι “δεν ξέρει”, ότι έχει άγνοια! Ο σημερινός άνθρωπος όλα τα γνωρίζει, είτε πρόκειται για την επιστήμη είτε πρόκειται για τη θρησκεία είτε για το υπερπέραν. Το τραγικό είναι πως δεν ξέρει την πιο καίρια αλήθεια: Δεν ξέρει το Θεό της αγάπης. Μήπως νομίζεις, φίλε μου, πως αρκούν όσα ξέρεις; Μήπως νομίζεις ότι η γνώση που σώζει είναι θέμα φιλοσοφίας ή μυαλού; Είναι ανάγκη να μάθεις ότι τα όσα ξέρεις δεν σε ωφελούν σε τίποτα. Είναι όλα όσα οδήγησαν αργότερα τον Παύλο να πει: «σκοπός μου δεν ήταν να σας κάνω να γνωρίσετε κάτι άλλο, παρά μόνο τον Ιησού Χριστό, και μάλιστα σταυρωμένον» (Α΄ Κορ 2:2 –ΝΜΒ). Το πρόσωπο του Χριστού είναι το μόνο που πρέπει να ξέρεις…

2.  Τους μίλησε για Μετάνοια

Μόνο αν κάποιος μετανοήσει θα είναι αρεστός σ’ αυτό τον άγνωστο Θεό, που ωστόσο δεν παρέμεινε άγνωστος αλλά αποκάλυψε τον εαυτό του. «Μετάνοια; τι είναι πάλι αυτό; τι σημαίνει;» θ’ αναρωτήθηκαν οι σοφοί ακροατές. Ένας άνθρωπος που έχει μάθει όλα να τα “βλέπει” και να τα υπολογίζει με το νου και τη δύναμη της λογικής, όπως και ο σημερινός, είναι πολύ δύσκολο να κοιτάξει μέσα του, στον ηθικό του κόσμο, και να “έλθει εις εαυτόν” με την έννοια που ήρθε ο άσωτος υιός. Ο πιο ακατάλληλος δρόμος για να πάει κανείς στο Θεό είναι ο δρόμος της λογικής, μολονότι η πίστη είναι απλώς υπέρ-λογη, όχι παράλογη. Το ξεκίνημα όμως γίνεται από την καρδιά, δηλαδή τη θέληση του ανθρώπου. Είναι ανάγκη να δεχτείς βαθιά μέσα σου ότι μπορεί λογικά ως καθωσπρέπει άτομο να είσαι αποδεκτός και απόλυτα αξιέπαινος από την κοινωνία των ανθρώπων αλλά είσαι ένοχος ενώπιον του Θεού, αν δεν μετανοήσεις για την αμαρτωλότητά σου. Κι εδώ είναι που πρέπει να υποχωρήσει η λογική του ανθρώπου και να ενεργήσει η λογική της πίστεως. Μήπως νομίζεις ότι είσαι εντάξει με το Θεό, επειδή δεν σε καταδιώκει ο ανθρώπινος ποινικός νόμος ή δεν σε κατηγορεί κανένας εισαγγελέας; Λογικά μπορεί να είσαι δίκαιος αλλά αυτή η δικαιοσύνη είναι η δική σου δικαιοσύνη και όχι του Θεού, ο οποίος μόνον εν Χριστώ σε θεωρεί δίκαιο!

3.  Τους προειδοποίησε για μια μελλοντική κρίση

Τους είπε μ’ άλλα λόγια πως αυτός ο άγνωστος Θεός έχει τη δύναμη να επεμβαίνει στα πεπρωμένα των ανθρώπων με κάποιον που τον προόρισε να κρίνει τον κόσμο. «Κριτής του κόσμου; παγκόσμιο δικαστήριο;» τους έζωσαν τα φίδια. Λες και η συνείδησή τους, που τους είχε δοθεί ως “νόμος” μέσα τους από το δημιουργό, όπως αργότερα θα εξηγήσει ο Παύλος (Ρωμ 2:14-16), άρχισε τώρα να τους ελέγχει. Σαν σοφοί δικαστές που ήταν, καταλάβαιναν πολύ καλά τι τους έλεγε ο Παύλος. Τώρα δεν είχαν να κάνουν με το Δία ή την Αφροδίτη ή τον Ερμή που τους συγχωρούσαν τις κάθε είδους αμαρτίες τους, αφού κι εκείνοι ως θεοί… έκαναν τα ίδια! Τώρα είχαν να κάνουν με έναν όχι μόνο παντοδύναμο αλλά και άγιο δημιουργό. Το σημερινό άνθρωπο, αν θέλεις να τον στενοχωρήσεις, πες του ότι κάποτε θα κριθεί, και θα πρέπει να απολογηθεί για τις πράξεις του εδώ στη γη. Προτιμάει ο Θεός όλα να τα παραβλέπει, αφού “είναι Θεός αγάπης”. Ψάχνει γύρω του ο άνθρωπος να βρει συνενόχους: «Κι αυτός τα ίδια κάνει – κι ο άλλος, που κηρύττει κιόλας, τα ίδια και χειρότερα κάνει» και άκρη δεν βρίσκεις. Αρκεί να μη στριμωχτεί. Η σύγχρονη μεταμοντέρνα φιλοσοφία αυτό λέει: Κάτι που για σένα είναι κακό, για μένα είναι καλό. Άρα δεν υπάρχει αντικειμενικά καλό ή ηθικό ή άγιο και αντικειμενικά κακό ή αμαρτία. Αλλά κατά τη Βίβλο δεν μπορείς να λες: «Αυτό που για σένα είναι αμαρτία, για μένα δεν είναι». Είναι ανάγκη να σταθείς τώρα μπροστά στον καθρέφτη του Λόγου του Θεού, μπροστά σ’ Εκείνον που σε αγαπάει και θέλει να σε κάνει δικόν του με βάση τη θυσία της αγάπης του στο Γολγοθά. Και τότε θα μπορείς να σταθείς και μπροστά στην αιώνια κρίση καλυμμένος με τη δική του δικαιοσύνη.

4.  Τέλος, τους κήρυξε ανάσταση νεκρών

«Ο άνδρας αυτός που ορίστηκε από το Θεό, απορρίφθηκε από το λαό του, τον σταύρωσαν και τον ενταφίασαν. Αλλά ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς». Κι εκείνοι όταν άκουσαν “ανάσταση νεκρών” άρχισαν την καζούρα. Οι πιο ευγενείς του είπαν ότι όλα αυτά ήταν πολύ ενδιαφέροντα και ίσως θα είχαν την ευκαιρία κάποτε να τα ξανασυζητήσουν. Όμως, οι υπόλοιποι γελώντας και κοροϊδεύοντας άρχισαν να το διαλύουν. Ήταν μια διασκεδαστική ομιλία. Πολύ γούστο είχε “ο σπερμολόγος ούτος”! Όμοια κι ο άνθρωπος ο σημερινός. Δεν δέχεται το υπερφυσικό. Αμφισβητεί ή και αρνείται τη σωματική ανάσταση του Χριστού. Μπορεί να γιορτάζει το Πάσχα με όλα τα έθιμα και τις ιεροτελεστίες αλλά δεν πιστεύει τίποτε απ’ όλα αυτά. «Ποιος τον είδε το Χριστό όταν ανασταινόταν; Κι αν δεν είχε πραγματικά πεθάνει; Κι αν οι γυναίκες πήγαν σε λάθος τάφο; Κι αν πράγματι οι μαθητές είχαν κλέψει το σώμα και κορόιδευαν τον κόσμο; Καλά, θα τα ξαναπούμε…»

    Και τότε ο Παύλος έφυγε απ’ ανάμεσα τους, ίσως κάπου ευχαριστημένος μέσα του, που τουλάχιστον δεν τους είχε αποκαλύψει το όνομα “Ιησούς” και δεν το είχε εκθέσει…

    Ποιο είναι το μήνυμα του Αρείου Πάγου; Τι έχει σήμερα να μας πει; Πως με τη φιλοσοφία δεν μπορεί κανείς να συναντήσει το Θεό! Πως η σημερινή εποχή δεν διαφέρει σε τίποτε από εκείνη της αρχαίας Αθήνας, όσον αφορά τις πνευματικές ανάγκες του σκεπτόμενου ανθρώπου. Ο σύγχρονος σκεπτόμενος άνθρωπος αλλά και ο αρχαίος συζητούσε για να συζητάει, διαλεγόταν για χάρη του διαλόγου. Είχε και έχει και σήμερα αναπτύξει όλα τα χαρίσματα του μυαλού σε απίστευτο βαθμό αλλά εις βάρος της καρδιάς. Του λείπει, όπως και τότε του έλειπε, η δύναμη της αγάπης και της αφοσίωσης.

    Καθώς ο Παύλος κατηφόριζε τα γλιστερά σκαλοπάτια του Αρείου Πάγου και οι λίγοι, που είχαν πιστέψει, τον ακολουθούσαν ξοπίσω του, άρχισε να νιώθει μια βαθιά περιφρόνηση προς “τη σοφία του κόσμου τούτου” και πήρε ένα πράγμα απόφαση: στη σοφία αυτή να αντιτάξει με περισσότερη ακόμα έμφαση το κήρυγμα του σταυρού…

 

 


Comments are closed.