της Μαρίας Ι. Σιδηροπούλου, Ψυχολόγου
Ο Δημήτρης είναι ένα αγόρι 4 χρονών και 8 μηνών που ζει σε ένα προάστιο των Αθηνών. Είναι το μοναδικό παιδί που έχουν αποκτήσει μέχρι στιγμής οι γονείς του. Πηγαίνει παιδικό σταθμό και έχει προσαρμοστεί ομαλά. Ο πατέρας του είναι υπερπροστατευτικός, ενώ η μητέρα αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα το γεγονός ότι το μωρό τους μεγαλώνει και για αυτό προσπαθεί να του μιλάει λογικά, να απαντάει στις ερωτήσεις του απλά και ειλικρινά και να χρησιμοποιεί σωστό λεξιλόγιο και όχι “μπεμπεκίστικα”.
Ο Δημήτρης διαθέτει αυξημένη ωριμότητα για την ηλικία του. Θα έλεγε κάποιος που τον ξέρει ότι μοιάζει για έξι χρονών αντί για 4μισυ, όσον αφορά την συμπεριφορά του. Είναι παρατηρητικός, προσεκτικός στις κινήσεις του και πολύ ευγενικός. Με τις παρέες του δεν είναι εξωστρεφής, κάποτε διστάζει, αλλά μόλις λίγο εξοικειωθεί, γίνεται πιο φιλικός και χαλαρός. Κανείς δεν αμφισβητεί την ευστροφία του. Στο σχολείο μπορεί να είναι συνεπής με τους κανόνες και το πρόγραμμα, αλλά στο σπίτι μπορεί να γίνει ατίθασος και χειριστικός, λόγω της ενοχικής συμπεριφοράς του πατέρα…
Ας δούμε όμως τώρα τι έγινε πριν από ένα χρόνο όταν είχε πάει διακοπές με τους γονείς του σε ξακουστό καλοκαιρινό θέρετρο της Πιερίας. Είχαν περάσει περίπου 5 ημέρες που είχαν έρθει στις όμορφες παραλίες του ανατολικού Ολύμπου και ο Δημήτρης δεν χόρταινε τις βουτιές. Πότε στην θάλασσα και πότε στην πισίνα. Πάντα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των γονιών του. Ώσπου έφτασαν άσχημα νέα από την Αθήνα. Ο αγαπημένος θείος του πατέρα του είχε πεθάνει από καρκίνο. Ο πατέρας φυσικά δεν το δέχθηκε καθόλου καλά, αν και ήξερε ότι η ζωή του θείου κινδύνευε. Η ταραχή του ήταν μεγάλη και ένιωθε μια γενικευμένη απειλή. Στον δρόμο για την Αθήνα ο πατέρας δεν υπήρχε περίπτωση να μιλήσει και έτσι η μητέρα προθυμοποιήθηκε να απαντά σε όλες τις ερωτήσεις του Δημήτρη που ήταν και πάρα πολλές.
“Γιατί φύγαμε από το ξενοδοχείο;”, “Γιατί πάμε στην Αθήνα”, “Τι σημαίνει δεν ζει πια ο θείος;”, “και αφού έφυγε, που πήγε;”, και “γιατί δεν θα μπορούμε να τον βλέπουμε;”, “πονάει τώρα εκεί που είναι;”, “και γιατί δεν μπόρεσε να τον κάνει καλά ο γιατρός, αφού ο γιατρός εμένα με κάνει πάντα καλά;” Η μητέρα στην πορεία αναγκάστηκε να του εξηγήσει ότι ο θείος είναι καλά εκεί που είναι και δεν πονάει γιατί πήγε στον Ουρανό, μαζί με τους αγγέλους, κ.τ.λ. “Εσύ όμως μαμά δεν θα πεθάνεις ποτέ”. “Θα πεθάνω παιδί μου, αλλά όχι τώρα, αφού περάσουν πολλά πολλά χρόνια. ‘Οταν εσύ θα έχεις γίνει μεγάλος. Για αυτό να κάνεις προσευχούλα για εμένα για να μην πεθάνω γρήγορα, ούτε εγώ, ούτε ο μπαμπάς.” “Εσύ κάνεις προσευχούλα για εμένα μαμά;” “Φυσικά και κάνω παιδί μου για σένα”, “Ναι, αλλά εγώ δεν σε ακούω ποτέ να κάνεις” ήταν η αφοπλιστική απάντηση του Δημήτρη. Πώς να απαντήσεις σε μια τέτοια δήλωση ενός μικρού παιδιού; Η μητέρα βρέθηκε σε αμηχανία και αργότερα το συζήτησε με τον πατέρα καθώς την προβλημάτισε η ακρίβεια της παρατήρησης του υιού της.
Αλήθεια, κάνουμε ποτέ προσευχή φωναχτά μπροστά στα παιδιά μας; Και πόσο συχνά μας βλέπουν και μας ακούν να προσευχόμαστε; Μόνο την Κυριακή το μεσημέρι στο τραπέζι; Ή μήπως μια φορά το μήνα, ή δυο φορές το χρόνο που πάμε εκκλησία και προσευχόμαστε μαζί με όλο το εκκλησίασμα με αχνή φωνή, όπου ούτε εμείς οι ίδιοι δεν ακούμε την φωνή μας…
Δυστυχώς για τους γονείς, τα παιδιά έχουν κοφτερή αντίληψη και ασυμβίβαστο λόγο. Τα παιδιά, χωρίς περιστροφές και δήθεν διακριτικότητα ‘πιάνουν’ την ουσία και ονομάζουν τα πράγματα έτσι όπως είναι. Έχουν ανάγκη να ακούν τους γονείς τους να προσεύχονται και το δηλώνουν. Αυτό μαρτυρεί η ιστορία του Δημήτρη, ο οποίος, είμαι σίγουρη, θα δώσει και άλλα μαθήματα στο μέλλον στους γονείς του. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Δημήτρης δεν είχε ποτέ βιβλική διδασκαλία, δεν του εξήγησε ποτέ κανείς ότι με την προσευχή μιλάμε στον Θεό και ότι ο Θεός μας ακούει. Και αν δεν συνέβαινε το μοιραίο και ο θείος δεν πέθαινε, στην οικογένεια του Δημήτρη δεν θα είχαν αναφέρει ποτέ μέχρι τώρα την λέξη προσευχή…Τι λυπηρό! Επίσης, κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει την μητέρα, που δεν προσεύχεται μαζί με το παιδί της, αλλά το κάνει μόνη της και ‘από μέσα της’. Πιθανόν και η μητέρα να μην ξέρει πως να προσευχηθεί και τι να πει στην προσευχή της. Και αυτό επίσης λυπηρό!
Η ιστορία του Δημήτρη είναι σημαντική γιατί αποδεικνύει ότι, σε μια δύσκολη στιγμή, όλοι έχουμε ανάγκη να νιώσουμε την σιγουριά ότι ο Θεός μας φυλάει, και φυλάει όλους τους αγαπημένους μας, και αυτή η ανάγκη είναι έμφυτη, όπως έμφυτη είναι και η ανάγκη στον άνθρωπο να επικοινωνεί με τον Δημιουργό του δια μέσου της προσευχής. Τα παιδιά χαίρονται να ακούν τους γονείς τους να προσεύχονται και μάλιστα καθημερινά, γιατί αυτό τα οικοδομεί, τα γεμίζει αυτοπεποίθηση και πίστη. Τους δείχνει ότι μπορούν να έχουν μια αμεσότητα στην σχέση τους με τον Θεό, και μια καλή καθημερινή συνήθεια που τους κρατάει ‘ζεστούς’ με τα πράγματα του Θεού. Οπότε, εύκολα συμπεραίνουμε ότι το να προσευχόμαστε ανοικτά μέσα στο σπίτι μας και μεταξύ μας τα μέλη της οικογένειας είναι το ίδιο χρήσιμο και σημαντικό όπως το να πηγαίνουμε στην εκκλησία και στο Κυριακό Σχολείο ή Κατηχητικό.