Ο παράγοντας «Ψ»… Του Καθηγητή Γιώργου Πιπερόπουλου

          

Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο για την ψυχολογία σπορ και αθλητισμού μου έδωσαν οι Ολυμπιακοί αγώνες του Λονδίνου και ιδιαίτερα  οι ΠΑΡΑΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Το μεγαλείο ψυχής που δείχνουν αθλητές και αθλήτριες με μειωμένη σωματική ακεραιότητα πέραν του ότι συγκινεί και τον πλέον φλεγματικό θεατή δυνατά επιβεβαιώνει ότι υπερτερεί το «εύψυχον».                 

            Πρόθεση μου είναι όχι μόνο να αποδείξω ότι αθλητές και παίκτες, όπως κάνουμε καθημερινά όλοι μας, ενισχύουν ψυχολογικά το δικό τους συναισθηματικό κόσμο και παίζουν ψυχολογικά παιχνίδια με τους αντιπάλους τους, αλλά ιδιαίτερα για να διαφοροποιήσω τον καθαυτό ρόλο της ψυχολογίας από τους ρόλους της σωματικής κατάστασης και της τεχνικής κατάρτισης ατόμων και ομάδων.

          Ψυχοδυναμικά «τρανταχτό» παράδειγμα αρνητικής ψυχολογικής διάθεσης αποτελεί πασίγνωστος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής ο οποίος σε κάποια δεδομένη στιγμή της καριέρας του άρχισε να υποφέρει από «αφλογιστία». Δυνατός, ταλαντούχος, καθιερωμένος επιθετικός παίκτης με αμέτρητα γκολ στο ενεργητικό του, άρχισε ξαφνικά ο άνθρωπος να «αστοχεί» μπροστά στην αντίπαλο εστία με μια συχνότητα που εξέπληξε τον προπονητή, τους συμπαίκτες του, το φίλαθλο κοινό, ακόμη και τους ίδιους τους αντιπάλους του.

          Οι επιπόλαιοι μίλησαν για πιθανό «πούλημα» ενώ οι πιο προσγειωμένοι το απέδωσαν σε «προβλήματα» χωρίς όμως να μπορούν να προσδιορίσουν τόσο την πηγή όσο και το νόημά τους. Ο προπονητής, μετά από επανειλημμένες προσπάθειες, άρχισε όχι μόνο να απειλεί αλλά και να εφαρμόζει την απειλή του αποκλεισμού από την ενδεκάδα της αγωνιζόμενης ομάδας.

          Στη συνέχεια κλήθηκε και ψυχολόγος να εργασθεί με τον παίκτη.

          Στις ώρες της ψυχοδιαγνωστικής εργασίας που ακολούθησε, σε συνδυασμό με ψυχοδυναμικές μεθόδους ανάλυσης ήρθαν στο φως κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα τα οποία σε συνδυασμό με τα βιώματα τού παίκτη και την ένταση, το στρες του αγώνα, δημιουργούσαν την «αφλογιστία».

         Σε διάστημα λίγων εβδομάδων, η εντατική συνεργασία παίκτη -ψυχολόγου – προπονητή επανέφερε τον «αστέρα» στην προγενέστερη κατάστασή του προς μεγάλη ικανοποίηση όχι μόνο των παραγόντων της ομάδος, των συμπαικτών και των φιλάθλων αλλά και του ίδιου του παίκτη ο οποίος «δοκιμαζόταν» φρικτά από την «ακούσια-λανθασμένη και απογοητευτική απόδοσή του.

          Βέβαια δεν προτίθεμαι να παρουσιάσω την ψυχολογία ως πανάκεια για την επίλυση κάθε προβλήματος μεμονωμένων παικτών ή και ομάδων. Οπωσδήποτε, όμως, η σωστή διάγνωση ύπαρξης «ψυχολογικού προβλήματος» καθιστά αναγκαία και την εξειδικευμένη θεραπευτική επέμβαση του ειδικού επιστήμονα σε θέματα ανθρώπινης συμπεριφοράς.

          Τα παιχνίδια με τον «παράγοντα-Ψ» όμως, δεν περιορίζονται μόνο στην περιοχή της «θεραπευτικής» αγωγής. Ξεκινούν από την επίθεση στον αντίπαλο και καλύπτουν όλο το φάσμα της αγωνιστικής δραστηριότητος του αθλητού.

          Θαυμάσαμε όλοι, υποθέτω καλοπροαίρετα, τα παιδιά στους βατήρες και θυμήθηκα το δικό μας παιδί τον γνωστό στους Έλληνες, όπως και παγκοσμίως, χρυσό Ολυμπιονίκη τους Λος Άντζελες, Γρηγόρη Λουγκάνη, υιοθετημένο παιδί Έλληνα μετανάστη στην Αμερική.

          Πρώτος εκείνος είχε αποκαλύψει στους δημοσιογράφους, όπως τώρα κάνουν όλοι πλέον που καταδύονται από βατήρα, ότι είχε συνδυάσει το ψυχολογικό παιχνίδι με της τεχνικές της χαλάρωσης και με ενδοσκόπηση συναρτούσε κάθε κίνηση του κορμιού του, από τις άκρες των δακτύλων του, κάθε στροφή που έκανε καθώς καταδυόταν από βατήρα με ειδικά μουσικά κομμάτια.

         Ο Λουγκάνης όπως και όλοι οι αθλητές του βατήρα, με κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία φτάνουν στο σημείο να μπορούν να αναπαραγάγουν στο μυαλό τους κάθε κίνησή τους, είναι δηλαδή σαν να βλέπουν τη βουτιά που πρόκειται να κάνουν, πριν την κάνουν, σε…βίντεο.

          Τρανταχτό παράδειγμα χρησιμοποίησης των ψυχολογικών παιχνιδιών, του παράγοντα “Ψ” υπήρξε ο τέως παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας στην κατηγορία των βαρέων βαρών ο Μοχάμεντ Αλί (πρώην Κάσσιους Κλαίη). Τις παραμονές του ιστορικού του αγώνα με τον τότε πρωταθλητή Σόννυ Λίστον, το 1964 ο Μοχάμεντ Αλί έπρεπε όχι μόνο να “αμυνθεί” στα ψυχολογικά παιχνίδια του Σόννυ Λίστον αλλά και να … αντεπιτεθεί. Ο Λίστον χρησιμοποιούσε την τακτική του “φιδίσιου βλέμματος” (καρφωνόταν στα μάτια του αντιπάλου με πραγματικό ΜΙΣΟΣ και του μετέφερε το “μήνυμα” ότι θα τον νικούσε με “νόκ – άουτ”. Ο Αλί “έσπασε” τα νεύρα του Λίστον με μια σειρά ψυχολογικών παιχνιδιών, π.χ. τις παραμονές του ιστορικού αγώνα τους οδήγησε ένα λεωφορείο μπροστά στην αυλή του Λίστον και κορνάροντας στις 2 η ώρα το πρωί ξύπνησε όλους τους περιοίκους προκαλώντας τον πρωταθλητή να βγει από το σπίτι του εκείνη την ώρα για να ξεμπερδέψουν” με τον τίτλο. Επάνω στο ρινγκ ο Αλί απέφευγε το “φοβερό βλέμμα” του Λίστον “κάνοντας τον τρελό”.

          Βέβαια, εδώ στην πατρίδα μας, τα παιχνίδια που παίζουν κάποιοι παράγοντες και Συνδεσμίτες νομίζοντας ότι “ θα σπάσουν το ηθικό του αντιπάλου “ και μάλιστα υποβοηθούμενοι από δημοσιογράφους και έντυπα απέχουν παρασάγγες από αυτό που χαρακτηρίζουμε “ ψυχολογικό παιχνίδι” καθώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά κακόγουστες κινήσεις χωρίς στρατηγική σημασία και πιθανότητες δημιουργίας των ποθητών αποτελεσμάτων.

        Στο ποδόσφαιρο, στον στίβο, όπως και στην καθημερινή μας ζωή πολλές φορές η “ειδοποιός διαφορά” εκείνο που φαίνεται ότι μετράει είναι τελικά «ο ψυχολογικός παράγοντας», κάτι που θυμίζει χωρίς να είναι ακριβώς η ίδια πραγματικότητα ή αυτό που εκφράζεται “λαϊκά” ως ο ΑΕΡΑΣ που οικοδομείται μεθοδικά, συστηματικά με υπομονή, επιμονή και αίσθημα διαχρονική συνέπειας από…»ειδικούς!»

Comments are closed.