Ματθ. 20:29-34, Μαρκ. 10:46-52, Λουκ. 18:35-43
Ο Σωτήρας ήταν στο τελευταίο Του ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ. Σε λιγότερο από μια εβδομάδα η ταλαιπωρία της γης θα είχε περάσει. Ο θάνατος με όλη την αγωνία και τη θλίψη θα ήταν παρελθόν και το σώμα Του θα ήταν στον τάφο. Παρότι το ευαίσθητο πνεύμα Του ένιωθε το βάρος όλων, όσα επέρχονταν, τα ευλογητά χέρια Του δεν μπορούσαν ακόμη ν’ αναπαυθούν. Η αθλιότητα και η αμηχανία των ανθρώπων προκαλούσε τα ήπια και τέλεια αισθήματα της καρδιάς Του.
Ο δρόμος Του περνούσε από την Ιεριχώ, αφού βρέθηκε στον οίκο του Ζακχαίου (Λουκ. 19). Η ειδική κατάρα πάνω σ’ αυτή την πόλη εδώ και αιώνες δεν ήταν εμπόδιο γι’ Αυτόν. Η θεία χάρις είχε την προτεραιότητα απέναντι σε όλα τα άλλα. Εάν αυτό δεν ήταν έτσι, τότε Εκείνος δεν θα είχε πατήσει ποτέ στη γη, η οποία εξ αιτίας της αμαρτίας βρίσκεται υπό την κατάρα του Θεού. Ένας τυφλός ζητιάνος ακούγωντας το θόρυβο του όχλου ζήτησε να μάθει, τί σήμαινε αυτό. Τότε έμαθε, ότι περνούσε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ. Ο Μάρκος αναφέρει το όνομα του τυφλού: Βαρτίμαιο. Ο Ματθαίος αναφέρει, ότι είχε και κάποιον συνοδό. Πρόκειται για το τρίτο περιστατικό, όπου το πρώτο Ευαγγέλιο μιλάει για δυο αμήχανους, ενώ τα άλλα Ευαγγέλια αναφέρουν μόνον έναν.
Ο Βαρτίμαιος φώναξε με όλη του τη δύναμη: «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, ελέησόν με!». Ο Κύριος δεν τον απέρριψε. Όχι μόνο επειδή απευθύνθηκε σ’ Αυτόν με αυτό τον τίτλο, αλλά επειδή το έκανε δικαιωματικά. Μ’ αυτή την προσφώνηση ενήργησε εντελώς σωστά, ενώ η Συροφοίνισσα γυναίκα σε άλλο σημείο δεν είχε τέτοιο δικαίωμα (Μαρκ. 7:25 κ.λπ.). Γεννημένος Ισραηλίτης ήταν δικαιούχος ν’ αναζητάει ένα βασιλέα από το γένος του Δαβίδ, ο οποίος επρόκειτο ν’ ανοίξει τα μάτια των τυφλών, ν’ ανοίξει τα αυτιά των κωφών, να κάνει τον χωλό να πηδάει σαν ελάφι και να ψάλλει η γλώσσα του άφωνου (Ησ. 35:5.6). Όσοι ήταν δίπλα του επέμεναν μάταια να σωπάσει. «Αλλ’ εκείνος πολλώ μάλλον έκραζεν: Υιέ του Δαβίδ ελέησόν με!» (Μαρκ. 10:48). Αν έχανε αυτή την ευκαιρία, δεν θα είχε λάβει άλλη, διότι ο Κύριος δεν ήρθε ποτέ ξανά στην Ιεριχώ.
Η κραυγή του άγγιξε το αυτί του Σωτήρα. Όταν αντιλήφθηκε ο τυφλός, ότι μπορούσε να πλησιάσει σ’ Εκείνον, «απορρίψας το ιμάτιον αυτού, εσηκώθη και ήλθε προς τον Ιησού». Αυτός ο ταλαίπωρος άνθρωπος έχει να μας διδάξει αρκετά πράγματα. Οι άνθρωποι μέχρι σήμερα κρατούν με εμμονή προς ζημιά της ψυχής τους ένα ένδυμα αυτοδικαίωσης. Ω να το απέρριπταν και έπαιρναν ως αμαρτωλοί τη θέση στα πόδια του Κυρίου (Ρωμ. 10:3)!
Πολλοί θα έκαναν καλό να ενεργήσουν σαν τον Βαρτίμαιο με τη σοβαρότητα με την οποία στρέφεται προς την ευλογία, επίσης με την ετοιμότητά του όπως βιάζεται εκείνος και τελικά λαβαίνει την ευλογία. Ένας λόγος του Ιησού αρκούσε για τη θεραπεία του: «Ύπαγε, η πίστις σου σε έσωσε» (Μαρκ. 10:52). Όχι μόνον αυτός, αλλά και όλοι όσοι είδαν το θαύμα αίνεσαν τον Θεό (Λουκ. 18:43).
Ο Θεός δεν του επέβαλλε να σιωπήσει, όπως το είχε κάνει νωρίτερα στους δυο τυφλούς άνδρες (Ματθ. 9:30). Επρόκειτο ν’ αναδειχθεί ο Ίδιος στη δημοσιότητα ως ο πολυπόθητος βασιλέας του Ισραήλ. Μήπως γι’ αυτό έπρεπε ειδικά αυτή τη στιγμή να δοθεί μια μαρτυρία για το πρόσωπο και την εξουσία Του; Ακόμη και η πιο ξεκάθαρη μαρτυρία όμως ήταν άχρηστη για τους ανθρώπους, οι οποίοι οικειοθελώς άφησαν να τους παραπλανήσει ο Σατανάς, γι’ αυτό και δεν Τον περίμενε στέμμα στην Ιερουσαλήμ εκτός από τον ακάνθινο στέφανο. Δεν ήταν έτοιμος κάποιος ένδοξος θρόνος γι’ Αυτόν, αλλά ο σταυρός με παθήματα. Ειδικά αυτός ο σταυρός όμως εξασφάλισε τη σωτηρία μας από την αιώνια κατάκριση, βάσει των θαυμαστών οδών του Θεού.
W. W. F.
Μετ.: Ιωνάς Ζάϊντελ