Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης
Πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό ακούμε την έκφραση, ότι με την οικονομική κρίση που περνάμε, μπήκαμε «σε περίοδο ισχνών αγελάδων». Τι σημαίνει αυτό;
Πρώτα – πρώτα, για όσους δεν ξέρουν, ισχνός σημαίνει αδύνατος και ισχνές αγελάδες είναι οι αδύνατες και κοκαλιάρικες.
Τι σχέση έχουν όμως οι αγελάδες με την κρίση;
Στη Βίβλο (Γένεση, 41) γράφει ότι, στην αρχαία Αίγυπτο ο Φαραώ είδε ένα όνειρο με επτά παχιές αγελάδες που τις κατάπιαν επτά αδύνατες. Την ερμηνεία σ’ αυτό το όνειρο έδωσε ο Ιωσήφ, ότι δηλαδή οι παχιές αγελάδες συμβόλιζαν επτά χρόνια πλούτου και αφθονίας παραγωγής κι ότι θα ακολουθούσαν επτά χρόνια μεγάλης πείνας και φτώχειας. Γι’ αυτό συμβούλεψε τον Φαραώ να αποθηκεύσει στάρι, όσο αυτό υπήρχε ακόμα σε αφθονία, ώστε να έχουν να φάνε όταν η παραγωγή θα ήταν ελάχιστη.
Πράγματι, στη συνέχεια η Βίβλος αναφέρει ότι επτά χρόνια υπήρξε μεγάλη παραγωγή, ευημερία και αφθονία αγαθών, και στη συνέχεια επτά χρόνια πρωτοφανούς ξηρασίας, φτώχειας και απελπισίας.
Εμείς εδώ στην Ελλάδα πού ακριβώς βρισκόμαστε; Στις παχιές ή στις ισχνές αγελάδες; Με άλλα λόγια, ζούμε μια περίοδο ευημερίας ή μια περίοδο φτώχειας;
Οι απόψεις είναι διάφορες.
Άλλοι λένε ότι είμαστε ακόμα στις παχιές αγελάδες. Όπως η αρκούδα και τα άλλα ζώα το χειμώνα καταναλώνουν το λίπος του σώματός τους που συσσώρευσαν το καλοκαίρι, έτσι κι εμείς έχουμε στην άκρη χρήματα και ξοδεύουμε αποταμιευμένα χρήματα – απόδειξη ότι στο δρόμο κυκλοφορούν ακόμα πολυτελή τζιπ και ακριβά αυτοκίνητα, κι ότι όλες οι ταβέρνες, οι καφετέριες, τα φαγάδικα και τα κέντρα διασκέδασης είναι γεμάτα. Όπως λέει και το παλιό τραγουδάκι, «μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν την γλεντήσουμε, τί θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε, μεσ’ τον ψεύτικο ντουνιά παίξε μου διπλοπενιά και ο μήνας έχει εννιά…».
Την άποψη αυτή φαίνεται ότι υποστηρίζουν πολλοί, ιδιαίτερα όσοι κρίνουν από τον εαυτό τους, δηλαδή όσοι έχουν καλά εισοδήματα, π.χ. εκείνοι που παίρνουν μια σίγουρη και καλή σύνταξη από το εξωτερικό, χωρίς περικοπές και κουρέματα. Στην Κατερίνη, για παράδειγμα, υπάρχουν 6.500 συνταξιούχοι από τη Γερμανία και άλλες χώρες του εξωτερικού, που παίρνουν κατά μέσο όρο 1.500 ευρώ, και μάλιστα φέτος πήραν και μια μικρή αύξηση 35 ευρώ.
Την ίδια άποψη έχουν και οι εκατοντάδες νέοι που καθημερινά τις εργάσιμες ώρες, αντί να είναι κάπου αλλού και να δουλεύουν, κατακλύζουν τις 200 καφετέριες στον πεζόδρομο και τις συνοικίες της πόλης, πίνοντας αμέριμνοι τα φραπεδάκια τους και καπνίζοντας το ίδιο αμέριμνοι 2-3 πακέτα τσιγάρα. Οι νέοι αυτοί ξοδεύουν ημερησίως 15-20 ευρώ για ατομικά έξοδα μόνο για καφεδάκια και τσιγαράκια, δηλαδή 450-600 ευρώ το μήνα.
Παρόμοια άποψη έχουν και οι γυναίκες που κυκλοφορούν στην αγορά με τσάντες γεμάτες ψώνια, όσοι ανακαινίζουν το σπίτι τους, όσοι έχουν χρήματα για να πληρώνουν για τα κατοικίδια ζώα τους, όσοι κάνουν ακόμα εκδρομές, διακοπές, κλπ.
Φαίνεται ότι υπάρχουν και τέτοιοι συμπολίτες μας, δηλαδή εύποροι, που διαθέτουν χρήματα για άνετη ζωή, χωρίς ιδιαίτερες στενοχώριες. Αυτούς φαίνεται ότι δεν τους επηρεάζει ιδιαίτερα η κρίση. Όπως λέει κι η παροιμία, ο χορτάτος δεν μπορεί να καταλάβει τον πεινασμένο…
Άλλοι πάλι λένε ότι είμαστε στις ισχνές αγελάδες. Απόδειξη οι άνεργοι, που ξεπέρασαν το ενάμισι εκατομμύριο, οι νέες απολύσεις που ετοιμάζονται, η μετανάστευση χιλιάδων νέων στο εξωτερικό, τα χιλιάδες κλειστά μαγαζιά και επιχειρήσεις, τα συσσίτια που μοιράζει η εκκλησία και οι φιλανθρωπικές οργανώσεις στους φτωχούς, κι ότι σε πολλές οικοδομές το χειμώνα δεν είχαν θέρμανση, διότι δεν έχουν πλέον χρήματα να πληρώσουν τα κοινόχρηστα και το καλοριφέρ. Άλλη απόδειξη είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες απλήρωτοι λογαριασμοί του ρεύματος, του νερού, του τηλεφώνου κλπ., οι αβάστακτοι φόροι, τα χαράτσια, οι ακάλυπτες επιταγές δισεκατομμυρίων, οι αυτοκτονίες, κ.ά.
Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ να ακούμε καθημερινά για αυτά τα τραγικά προβλήματα, που οι λέξεις έχουν χάσει πλέον την αξία τους. Δεν μας προκαλούν καθόλου εντύπωση, ούτε καταλαβαίνουμε τι ακριβώς σημαίνουν.
Για παράδειγμα, η λέξη άνεργος.
Άνεργος σημαίνει κάποιος που,
· Δεν τον πιάνει ο ύπνος τη νύχτα, γιατί στο μυαλό του συνέχεια περνάνε μαύρες σκέψεις.
· Την επόμενη νύχτα, πάλι δεν τον πιάνει ο ύπνος. Το ίδιο και τη μεθεπόμενη, κ.ο.κ.
· Το πρωί αντί για πρωινό δεν τρώει τίποτα. Όταν λέμε τίποτα, εννοούμε απολύτως τίποτα, δηλαδή όπως κάνουν νηστεία οι ξερακιανοί καλόγεροι. Έχει χάσει 12 κιλά χωρίς να το καταλάβει και χωρίς να κάνει καμία δίαιτα αδυνατίσματος.
· Στη συνέχεια όλη μέρα κάθεται μέσα στο σπίτι, γιατί δεν έχει 1 ευρώ να πληρώσει στο καφενείο έναν καφέ.
· Το μεσημέρι αντί για μεσημεριανό φαγητό, πάει στη μητρόπολη και ζητιανεύει ένα πιάτο φακές με ένα κομμάτι ψωμί.
· Το βράδυ πέφτει στο κρεβάτι ντυμένος όπως είναι με τα ρούχα, το μπουφάν και τα παπούτσια, σκεπασμένος με 3 κουβέρτες, διότι δεν έχει θέρμανση.
· Κατέθεσε τις πινακίδες του αυτοκινήτου και το έχει σκονισμένο και ακίνητο (χάλασε και η μπαταρία απ’ την αχρηστία), διότι δεν πλήρωσε τα τέλη κυκλοφορίας, την ασφάλιση κλπ.
· Πονάει το δόντι του και το γόνατό του, αλλά δεν έχει χρήματα να πάει στο γιατρό και τον οδοντίατρο.
· Πάνω στο τραπέζι έχει 7 ειδοποιητήρια από τη ΔΕΗ, την τράπεζα και την εφορία, ότι χρωστάει, ότι ο τόκος υπερημερίας και τα δικαστικά έξοδα διπλασιάστηκαν, και ότι θα κινηθεί η διαδικασία κατάσχεσης.
Υπάρχει και μια άλλη άποψη, που λέει ότι η πραγματική κρίση είναι κάτι ασύλληπτα χειρότερο, κι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να την αντιληφθεί επειδή ποτέ δεν την έχει ζήσει. Τέτοια κρίση έζησε η Ελλάδα την περίοδο της Γερμανικής (τι σύμπτωση!) κατοχής το 1941.
Ας δούμε τι ακριβώς συνέβαινε εκείνη την εποχή.
Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της. Η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής. Οι Έλληνες χωρικοί στη βόρεια Ελλάδα καλλιεργούσαν τα χωράφια τους τα οποία είχαν παραχωρηθεί στους Βουλγάρους και έτσι ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν δυσβάσταχτους φόρους και για τις περιουσίες τους και για το εισόδημά τους.
Υπήρχε πρόβλημα επισιτισμού, δηλαδή τα προϊόντα που παρήγαγε η χώρα (καπνό, σταφίδα, κρασί, λάδι, σύκα, κ.ά) δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες. Η Ελλάδα εισήγε σιτηρά, κρέας και άλλα ζωοκομικά προϊόντα, ζάχαρη, ρύζι κ.ά. Ο αγροτικός πληθυσμός ζούσε με μεγάλη λιτότητα έχοντας ως κύριο διατροφικό μέσο μόνο το ψωμί, τη «μπομπότα». Η κατανάλωση κρέατος, γάλακτος και ψαριών καθώς και των προϊόντων πολυτελείας (τσάι, καφές, κακάο κ.ά.) ήταν σπάνια – μια φορά το μήνα.
Ο φόβος μιας γενικότερης κρίσης προξένησε πανικό στον λαό με αποτέλεσμα την πρωτοφανή αγοραστική κίνηση σε ολόκληρη τη χώρα που εξαφάνισε κάθε διαθέσιμο απόθεμα αγαθών. Άδειασαν τα μαγαζιά από τρόφιμα.
Το εθνικό εισόδημα από 63 δισεκατομμύρια δραχμές έπεσε στα 23. Οι εισαγωγές έπαψαν εντελώς, ενώ πολλά εργοστάσια έκλεισαν εξαιτίας της έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων. Έπαψε και η εισαγωγή φαρμάκων.
Η ναυτιλία, που αποτελούσε ζωτικό πόρο για τη χώρα, παρέλυσε, όπως και η αλιεία. Οι μεταφορές, σιδηροδρομικές και οδικές, περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
Ολόκληρη η σοδειά κατασχέθηκε ως λεία πολέμου ή αγοράστηκε σε πολύ χαμηλές τιμές και μεταφέρθηκε στη Γερμανία.
Όλα τα πολύτιμα για τις εξαγωγές αποθέματα σε λάδι, σταφίδα, καπνό, σύκα και ελιές κατασχέθηκαν με σκοπό πολλά από αυτά να θρέψουν τον γερμανικό στρατό της Βόρειας Αφρικής. Ακόμη και ελληνικό νερό στάλθηκε σ’ αυτή την περιοχή.
Μέχρι και εργοστάσια τροφίμων ίδρυσαν οι Γερμανοί, για να κονσερβοποιούν τα ελληνικά προϊόντα και να τα στέλνουν στην πατρίδα τους.
Συχνά επιβάλλονταν ομαδικές ποινές των κατοίκων σε τρόφιμα, ενώ πολλές ήταν και οι επιτάξεις ζώων.
Η υφαντουργία, που απασχολούσε χιλιάδες εργαζομένους, υπολειτουργούσε δημιουργώντας έτσι πάρα πολλούς ανέργους, ενώ η εμπορική ναυτιλία έπαψε να φέρνει συνάλλαγμα. Έπαψαν να έρχονται και τα εμβάσματα των Ελλήνων από το εξωτερικό.
Οι Έλληνες πλήρωναν το κόστος κατοχής, δηλαδή την κάλυψη όλων των αναγκών των κατακτητών με το ελληνικό προϊόν. Οι κατακτητές υποχρέωναν τον ελληνικό λαό, με τις άθλιες συνθήκες που δημιουργούσαν, να πουλήσει τα σπίτια του, τα κοσμήματά του και γενικά τα υπάρχοντά του και να στραφεί προς τον κατακτητή ζητώντας δουλειά στα εργοστάσια της Γερμανίας (τον Σεπτέμβριο του 1944 οι Έλληνες καταναγκαστικοί εργάτες στο «έδαφος του Ράιχ» έφτασαν τις 16.000).
Το μικρότερο χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε ήταν αξίας 100 δισεκατομμυρίων δραχμών (είχε αγοραστική δύναμη μικρότερη της μιας προπολεμικής δραχμής, ή σε είδος την αξία ενός αβγού). Το κόστος μιας εφημερίδας έφτανε τα 500 δισεκατομμύρια δραχμές. Μία οκά ψωμί, που το 1941 στοίχιζε 10 δραχμές, έφτασε τον Σεπτέμβριο του 1944 να πωλείται 153 εκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ότι τα είδη πρώτης ανάγκης ανέβηκαν 50.000 φορές. Οι μισθοί (που μόλις επαρκούσαν για τρεις οκάδες λάδι ή έξι οκάδες ψωμί) ορίζονταν από επιτροπή.
Το κόστος ζωής διπλασιάσθηκε το πρώτο εξάμηνο της Κατοχής. Το 1943 ήταν 335 φορές μεγαλύτερο του προπολεμικού, τον Δεκέμβριο του 1943 ήταν 828 μεγαλύτερο, και τον τελευταίο μήνα της Κατοχής, τον Οκτώβριο του 1944, είχε φτάσει σε ιλιγγιώδη επίπεδα.
Η χρυσή λίρα, που είχε αναλογία με τη δραχμή στο 1 προς 375 πριν τον πόλεμο, έφτασε στο 1 προς 600.000.
Εξαιτίας του πληθωρισμού η συνολική ζημιά που υπέστη η χώρα ως τον Οκτώβριο του 1944 έφτανε τις 27.452.262 χρυσές λίρες.
Στις αρχές φθινοπώρου του 1941 τα εισοδήματα, οι μισθοί και οι συντάξεις είχαν σχεδόν εκμηδενισθεί. Τα περισσότερα λαϊκά συσσίτια που ιδρύθηκαν το καλοκαίρι διέκοψαν τη λειτουργία τους γιατί δεν διέθεταν τα μέσα και δεν υπήρχαν τρόφιμα.
Συνέπεια όλων αυτών ήταν η εμφάνιση φοβερής πείνας που αποδεκάτιζε τον πληθυσμό. Τα αποθέματα δημητριακών εξαντλήθηκαν. Οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους σαν τα αδέσποτα σκυλιά. Χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους. Οι στρατιώτες του Χίτλερ, άρπαζαν τρόφιμα, πρώτες ύλες και καύσιμα, ενώ η καταστροφή του οδικού δικτύου, εμπόδιζε τα προϊόντα της (μειωμένης) αγροτικής παραγωγής να φτάσουν στις πόλεις.
Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το σιτάρι και τα άλλα γεωργικά προϊόντα από τη γερμανοϊταλική αγροτική ζώνη αφού οι χωρικοί έκρυβαν στο χώμα όσο μπορούσαν τη σοδειά τους. Πολλοί, ιδιαίτερα οι εύποροι αγρότες, διατηρούσαν κρυφές αποθήκες.
Με την εκτόξευση του πληθωρισμού, τα χρήματα έχασαν την αξία τους, με αποτέλεσμα μόνο όσοι παρήγαγαν προϊόντα να μπορούν να τα ανταλλάσσουν με άλλα προϊόντα. Ο τιμάριθμος εκτοξεύθηκε και τον Σεπτέμβριο του 1944 για να αγοράσει κάποιος μία οκά ψωμί (περίπου 1,3 κιλά), χρειαζόταν να πληρώσει… 153.000.000 δραχμές!
Οι κάτοικοι των πόλεων και των αποκομμένων, λόγω του ναυτικού αποκλεισμού, νησιών υπέφεραν και το επίπεδο διατροφής, έπεσε πολύ χαμηλά. Τα συσσίτια ήταν καθημερινό φαινόμενο, ενώ το χειμώνα του 1941, οι άνθρωποι στις πόλεις πέθαιναν στους δρόμους, ψάχνοντας για τροφή στους κάδους απορριμμάτων. Η πείνα έπληξε κυρίως τα παιδιά, που υπέφεραν από τον υποσιτισμό, την ελονοσία και τη φυματίωση.
Συνολικά, υπολογίζεται ότι οι νεκροί λόγω της πείνας και των κακουχιών την περίοδο της γερμανικής κατοχής, ανήλθαν στους 260.000 και στο τρομακτικό αυτό νούμερο δεν υπολογίζονται οι σφαγές, οι εκτελέσεις και οι θηριωδίες.
Αυτά έγιναν στη χώρα μας την περίοδο της πείνας. Αυτή ήταν η πραγματική περίοδος των ισχνών αγελάδων.
Φέτος διανύουμε τον 5ο χρόνο της κρίσης. Μερικοί αισιόδοξοι – ανάμεσα σ’ αυτούς και ο πρωθυπουργός μας – λένε ότι από του χρόνου θα έχουμε ανάκαμψη. Άλλοι πάλι, διακεκριμένοι καθηγητές οικονομολόγοι διεθνούς κύρους, λένε ότι «το βαρέλι δεν έχει πάτο» κι ότι μας περιμένουν πολύ χειρότερα.
Αναρωτιέμαι με τρόμο τι θα κάνουμε εάν χρεοκοπήσουμε, δηλαδή εάν συμβεί το λεγόμενο «πιστωτικό γεγονός», και πάψουν να μας δανείζουν άλλα λεφτά.
Μια παλιά ελληνική παροιμία προειδοποιεί – Πρόσεξε πού βάζεις την υπογραφή σου! Ας μη ξεχνάμε ότι ως χώρα έχουμε ψηφίσει και έχουμε βάλει φαρδιά-πλατιά τις υπογραφές μας στα πιο επίσημα έγγραφα, συμφωνίες και μνημόνια. Κι ότι όλα αυτά τα επίσημα διεθνή έγγραφα μας έχουν δεμένους χειροπόδαρα, με Αγγλικό Δίκαιο, δηλαδή ότι αν δεν γυρίσουμε πίσω τα αμέτρητα δανεικά δισεκατομμύρια που έχουμε πάρει – με τόκο άλλα τόσα δισεκατομμύρια, θα μας πάρουν ό,τι έχουμε και δεν έχουμε.
Εμείς οι μεγαλύτεροι στην ηλικία είμαστε κάπως μαθημένοι στις δυσκολίες και τα προβλήματα. Οι νέοι και τα παιδιά μας όμως, που τα έχουμε καλομάθει στις ευκολίες και την καλοπέραση, τι θα κάνουν;