Πλούτος και χριστιανική πίστη —του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Το ζήτημα του πλούτου, ένα από τα πιο ακανθώδη και δυσεπίλυτα προβλήματα, που ποτέ δεν έπαψε να απασχολεί τους ανθρώπους όλων των εποχών, θίγει η ευαγγελική περικοπή Ματ 19:16-26. Πρόκειται για ένα θέμα που, παρά τις θέσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν από φιλοσόφους, οικονομολόγους και πολιτικούς, παρά τους αγώνες που έγιναν και τις πρακτικές που εφαρμόστηκαν από επαναστάτες και κυβερνήσεις, δεν έχει μέχρι σήμερα βρει μια γενικά αποδεκτή και ικανοποιητική λύση. Ο πλούτος εξακολουθεί καθ’ όλην τη διάρκεια της ανθρώπινης Ιστορίας να χωρίζει τους ανθρώπους, να οδηγεί ακόμη και αδέλφια στην αλληλοσφαγή και γενικά όλοι τον καταριούνται ως πηγή δεινών και ταυτόχρονα όλοι να τον επιδιώκουν όσο τίποτε άλλο περισσότερο.

  
Στο ζήτημα αυτό κλήθηκε να πάρει θέση ο Ιησούς όταν ρωτήθηκε από κάποιον πλούσιο τι πρέπει να κάνει προκειμένου να κερδίσει την αιώνια ζωή. Ο Χριστός του πρότεινε να τηρεί τις εντολές του Θεού και, όταν ο συνομιλητής του τον διαβεβαίωσε ότι τις τηρεί όλες από τα νιάτα του, ο Ιησούς του ζήτησε να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πλούσιος έφυγε απογοητευμένος, ενώ ο Ιησούς διαβεβαίωνε τους μαθητές του ότι:

Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού.

Η σκληρή αυτή φράση σόκαρε ακόμη και τους μαθητές, οι οποίοι αναρωτήθηκαν αν τελικά είναι δυνατή η σωτηρία.

Όμως ο Ιησούς τους διαβεβαίωσε:

Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους· για τον Θεό όμως όλα είναι δυνατά.
  
Πραγματικά, η θέση του Χριστού στο ζήτημα του πλούτου είναι απόλυτη και δεν επιδέχεται παρερμηνεία· πλούτος και χριστιανική πίστη είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα. Ή θα είναι κανείς πλούσιος ή θα είναι χριστιανός. Και τα δύο δεν γίνονται, ούτε γίνεται λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο. Βέβαια, οι περισσότεροι χριστιανοί ξεπερνούν το δίλημμα αυτό εύκολα, καθώς θεωρούν ότι τα λόγια του Ιησού απευθύνονται σε άρπαγες, εκμεταλλευτές, σε ανθρώπους που δεν διστάζουν να πατήσουν επί πτωμάτων, να πιουν το αίμα του συνανθρώπου τους, προκειμένου να συγκεντρώσουν όσο γίνεται περισσότερα χρήματα. Προσεκτικότερη όμως ανάγνωση της παραπάνω περικοπής διαλύει αμέσως τέτοιες ψευδαισθήσεις. Ο συνομιλητής του Ιησού δεν είναι ένας άνθρωπος-τέρας, ένας στυγνός καταπιεστής. Αντίθετα, είναι ένας άνθρωπος πιστός και συνετός που σε όλη τη ζωή του φρόντιζε να τηρεί με επιμέλεια τις εντολές του Θεού και, μάλιστα, ένας άνθρωπος πρόθυμος ίσως να ακολουθήσει υπό ορισμένες προϋποθέσεις τον Χριστό. Ο λόγος, επομένως, για τον οποίο ο Ιησούς μιλάει με τόσο σκληρά λόγια για έναν τέτοιον άνθρωπο θα πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο με τον οποίο κατανοεί ο Χριστός τον πλούτο.
  
“Πλούσιος” και “φτωχός” είναι δύο όροι τους οποίους πολύ συχνά χρησιμοποιεί ο Ιησούς σε διάφορες παραβολές και λόγους του, προκειμένου να σκιαγραφήσει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις ζωής. Έτσι, οι δύο αυτοί όροι δεν περιγράφουν πάντοτε οικονομικές μόνον καταστάσεις, αλλά έχουν ευρύτερο περιεχόμενο. “Πλούσιος” στην Καινή Διαθήκη δεν είναι μόνον αυτός που έχει πολλά αγαθά, αλλά αυτός που στηρίζεται στα αγαθά, αυτός που οχυρώνεται πίσω από τα όποια αγαθά του για να αισθανθεί ασφαλής και σίγουρος, με συνέπεια να πετρώσει η καρδιά του για τον διπλανό του, ο οποίος του είναι τελείως αδιάφορος ή και ανύπαρκτος. Ως αγαθά στην προκειμένη περίπτωση δεν θα πρέπει να νοούνται μόνον τα χρήματα, αλλά κάθε τι, πάνω στο οποίο οι άνθρωποι στηρίζονται, το οποίο θεωρούν ότι τους εξασφαλίζει και τελικά καταντούν απόλυτα εξαρτημένοι από αυτό. Και είναι πάρα πολλά αυτά• είναι οι γνώσεις, η επιστήμη, τα αξιώματα, οι τίτλοι, οι γνωριμίες, οι δεσμοί, τα “μέσα” και ένα σωρό άλλα ακόμη. Υπό αυτήν την έννοια ως “πλούσιος” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ένας φτωχός, ο οποίος έχει κάνει σκοπό της ζωής του την εξυπηρέτηση του εγώ του, την οικονομική του εξασφάλιση, έστω και αν δεν το πετυχαίνει. Πλούσιος είναι σε τελευταία ανάλυση ο οποιοσδήποτε υπολογιστής άνθρωπος, είτε έχει οικονομική δύναμη είτε όχι, ο οποίος έχει θέσει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την προσωπική του ικανοποίηση, αδιαφορώντας για το αν ο υπόλοιπος κόσμος χαθεί ολόκληρος. Είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος βασίζει όλες του τις επιλογές σε σίγουρα δεδομένα, ο άνθρωπος που δεν ρισκάρει ποτέ τίποτε. Δεν αρνείται να συμμορφωθεί με το θέλημα του Θεού, αρκεί να έχει μια χειροπιαστή απόδειξη ότι αυτό θα του αποφέρει κάποιο κέρδος. Κατ’ αναλογία προς τον όρο “πλούσιος”, ο όρος “φτωχός” δηλώνει συχνά στην Καινή Διαθήκη τον άνθρωπο εκείνον ο οποίος στηρίζει την ελπίδα του στον Θεό.
  
Θεωρούμενα από αυτήν την οπτική γωνία τα πράγματα, είναι προφανές ότι ο όρος “πλούσιος” καλύπτει πολύ ευρύτερο φάσμα ανθρώπων από ό,τι αρχικά φαντάζεται κανείς. Γιατί είναι σχεδόν βέβαιο πως δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι έτοιμος να θυσιάσει κάτι από όσα πέτυχε στη ζωή του, στηριζόμενος στην ελπίδα ότι ο Θεός θα τον βοηθήσει. Όχι να παρακαλέσει τον Θεό να τον βοηθήσει σε κάτι που θέλει να πετύχει, αλλά να εγκαταλείψει κάτι που πέτυχε ήδη, για χάρη του Θεού, για χάρη, δηλαδή, των συνανθρώπων του.
  
Ίσως πολλοί θεωρούν πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι απαραίτητο, όμως μια ματιά στην κατάσταση του κόσμου σήμερα είναι αρκετή για να δείξει το επείγον του πράγματος. Από τότε που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και τον κατέστησε με την ευλογία του κυρίαρχο πάνω στη γη, οι άνθρωποι αυξήθηκαν και πληθύνθηκαν και πραγματικά κατακυρίευσαν τον κόσμο. Όχι όμως όλοι. Η εξουσία που δόθηκε από τον Θεό στον άνθρωπο γρήγορα μετατράπηκε σε καταδυνάστευση και, το χειρότερο, η καταδυνάστευση αυτή ασκείται όχι μόνον πάνω στη φύση, αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο. Μερικά σκόρπια στοιχεία, συγκεντρωμένα από εφημερίδες, δείχνουν καθαρά τι σημαίνει αυτό:

• Το 1/3 του πληθυσμού της γης σήμερα καταναλώνει το 87,5% του παγκόσμιου προϊόντος, στη στιγμή που τα υπόλοιπα 2/3 αρκούνται μόνο στο 12,5%.

Ίσως αυτά τα νούμερα φαίνονται πολύ αφηρημένα και ενδεχομένως δεν κάνουν εντύπωση. Αν όμως μεταφραστούν τα ποσοστά σε απόλυτους αριθμούς, προκύπτουν μερικά πολύ ανατριχιαστικά στοιχεία:

• 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι, οι μισοί από αυτούς παιδιά, υποφέρουν σήμερα από έλλειψη τροφής, η ζωή 400 εκατομμυρίων από αυτούς βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, ενώ 20-25 εκατομμύρια το χρόνο, δηλαδή 60.000 τη μέρα, πεθαίνουν από πείνα.

• Μόνο στην ανατολική Ασία τυφλώνονται 100.000 παιδιά το χρόνο από έλλειψη βιταμινών, ενώ πολύ περισσότερα παρουσιάζουν άλλες σωματικές ή διανοητικές διαταραχές.

Ίσως όμως και αυτά τα νούμερα φαίνονται πολύ μεγάλα, πολύ μαζικά, ώστε να χάνει κανείς το μέτρο και την αίσθηση της φρίκης που κυριαρχεί στον κόσμο και χρειάζεται να μετατραπούν σε μικρότερη κλίμακα:

• Από τα 122 εκατομμύρια παιδιά που υπολογίζεται ότι έρχονται κάθε χρόνο στον κόσμο, τα 12 εκατομμύρια πεθαίνουν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους από έλλειψη τροφής και άλλα 5 εκατομμύρια πεθαίνουν στη συνέχεια σε ηλικία 1-4 χρόνων. Αυτό σημαίνει 23 παιδιά το λεπτό. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που άρχισε να διαβάζει κανείς αυτές τις γραμμές μέχρι τώρα έχουν πεθάνει 180 παιδιά και μέχρι να τελειώσει το διάβασμα θα έχουν πεθάνει άλλα 50 παιδιά από πείνα.

Και από την άλλη μεριά:

• Στο ίδιο χρονικό διάστημα, από την έναρξη, δηλαδή, της ανάγνωσης μέχρι αυτήν τη στιγμή, έχουν ξοδευτεί περισσότερα από 6 εκατομμύρια δολάρια για όπλα, 500 δισεκατομμύρια, δηλαδή, το χρόνο.

• Έχει υπολογιστεί ότι το ψωμί που πετιέται στους σκουπιδοτενεκέδες των γερμανικών μόνο σχολείων θα μπορούσε να θρέψει για ένα χρόνο 2500 τετραμελείς οικογένειες στις φτωχές χώρες.

Βέβαια, ένας οικονομολόγος θα μπορούσε εύκολα να καταλογίσει αφέλεια σ’ αυτές τις στατιστικές. Και είναι αλήθεια ότι αν ο δυτικός κόσμος απολαμβάνει ένα σχετικά καλό επίπεδο ζωής, αυτό οφείλεται ακριβώς σ’ αυτήν την οικονομική πολιτική που ακολουθείται σε παγκόσμιο επίπεδο.  Αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση οι χριστιανοί ομολογούν ότι για να ζήσουν αυτοί καλά, πρέπει κάθε λεπτό που περνάει να θυσιάζονται 23 παιδάκια. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς καλός χριστιανός για να αντιληφθεί πόσο απαράδεκτο είναι αυτό.
  
Η ένσταση βεβαίως παραμένει, καθώς δύσκολα θα μπορούσε να εισηγηθεί κανείς κάποια λύση στο πρόβλημα. Θα μπορούσε όμως από κάπου να αρχίσει κανείς την προσπάθεια. Αυτό που στην πραγματικότητα ζητάει ο Χριστός από το συνομιλητή του είναι να απαρνηθεί ό,τι θεωρεί πολυτιμότερο για τον εαυτό του. Στη σημερινή εποχή ένα σωρό πράγματα θεωρούνται πολυτιμότερα από τα χρήματα. Στην προσωπική κλίμακα των αξιών τού καθένα πολλά πράγματα, όπως η καριέρα, η κοινωνική καταξίωση, ο ελεύθερος χρόνος, κ.ά. κατέχουν σημαντικότερη θέση. Τελικά το να θυσιάσει κανείς κάποια χρήματα, περισσότερα ή λιγότερα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, προκειμένου να βοηθήσει κάποιον φτωχό δεν φαίνεται πάντοτε και το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο. Αντίθετα πολύ πιο δύσκολο φαίνεται να προσφέρει κανείς σε κάποιον που έχει ανάγκη πέντε λεπτά από τον χρόνο του, για να ανοίξει κουβέντα μαζί του, να σκύψει πάνω στο πρόβλημά του, να του κρατήσει για λίγο το χέρι. Κι όμως είναι γνωστό ότι ο φτωχός, ο παράνομος μετανάστης, ο πρόσφυγας μπορεί να αντέξει τα πάντα• αντέχει στην πείνα, στο κρύο, στη σκληρή δουλειά. Ένα μόνον πράγμα δεν μπορεί να αντέξει, όπως άλλωστε και κανείς άνθρωπος• τη μοναξιά και την περιθωριοποίηση. Αλλά είναι αυτό ακριβώς που όλοι οι “καλοί” χριστιανοί του προσφέρουν απλόχερα. Το ίδιο ισχύει και στη σφαίρα της οικογενειακής ζωής. Είναι πάρα πολλοί εκείνοι που θα προτιμούσαν να ξοδέψουν ένα σωρό χρήματα για να αγοράσουν πανάκριβα παιχνίδια στα παιδιά τους από το να καθίσουν λίγες ώρες μαζί τους, να ακούσουν τα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, να προσπαθήσουν να τα καταλάβουν. Κι όμως όλοι γνωρίζουν ότι αυτό που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο λείπει από τη σύγχρονη εποχή είναι η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία. Από την άποψη αυτήν τελικά το να δώσει κανείς κάποια χρήματα για τους άλλους είναι το φθηνότερο κόστος της χριστιανικής του ιδιότητας. Γι’ αυτό άλλωστε και το κάνουν όλοι, καλοί και κακοί χριστιανοί και ακόμη και μη χριστιανοί. Όλοι δίνουν κάποια χρήματα σε εκκλησίες, φιλανθρωπικές οργανώσεις, διεθνείς οργανισμούς. Ελάχιστοι όμως είναι εκείνοι που θα ήταν διατεθειμένοι να δώσουν κάτι από τον εαυτό τους, κάτι από τον χρόνο τους, από τις σκέψεις τους.
  
Αν δει κανείς κάτω από αυτό το πρίσμα τα πράγματα, τότε γίνεται πολύ καλά κατανοητό το γιατί ο Χριστός είναι τόσο απόλυτος, γιατί ζητάει ολόκληρο τον άνθρωπο και όχι απλώς την τήρηση κάποιων εντολών του. Γιατί γνωρίζει ότι όσο ο άνθρωπος, παρά την πίστη του στον Θεό, επιμένει να αναζητά ασφάλεια σε επίγεια στηρίγματα, θα επιλέγει δρόμους και πολιτικές που θα εξουθενώνουν άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτό ο Θεός ζητάει συνεργάτες, όχι δουλικούς υπηρέτες που εκτελούν τις εντολές του. Μόνο συνεργάτες του Θεού, άνθρωποι ελεύθεροι, μπορούν να αγωνιστούν μαζί με τον Θεό για τον ερχομό της βασιλείας του. Δουλικοί υπηρέτες, παγιδευμένοι μέσα στον πλούτο της λογικής τους, που αποζητούν τη σιγουριά και την προσωπική τους εξασφάλιση, μόνο για τον εαυτό τους μπορούν να παλέψουν. Γνωρίζει όμως ταυτόχρονα ο Χριστός και πόσο δύσκολο είναι για τους ανθρώπους αυτό το ολοκληρωτικό δόσιμο στον Θεό. Και γι’ αυτό σπεύδει να διαβεβαιώσει:

Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους· για τον Θεό όμως όλα είναι δυνατά.

Το πρώτο, κατά συνέπεια, ζητούμενο για τον σύγχρονο χριστιανό είναι να συνειδητοποιήσει το πραγματικό νόημα της χριστιανικής του ταυτότητας. Να αφήσει λίγο χώρο στον Θεό, να τον εμπιστευτεί λίγο παραπάνω από όσο τον εμπιστευόταν χθες και προχθές, και ο Θεός σίγουρα θα βρει τον τρόπο να ανοίξει δρόμους που μέχρι χθες φάνταζαν απίθανοι.

Ευχαριστούμε θερμά το κ. Κωνσταντίνου, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας δώσει την άδεια να αναδημοσιεύσουμε το άρθρο του, που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του http://auth.academia.edu/MiltiadisKonstantinou και σε άλλα blogs.

Comments are closed.