– Κύριε, τη φωνή σου ακούω, το κάλεσμα σου στην καρδιά συνέχεια να ρωτάει : «Πού είσαι;».
– Καλά κρυμμένος είμαι, Κύριε, από δικαιολογίες πίσω, ποτέ δεν θα με βρεις!
Μα η φωνή Σου ακούγεται πιο δυνατά παρά ποτέ, να με καλεί, «πού είσαι;», μου φωνάζεις.
– Γιατί από μένα κρύβεσαι κι απ’ την φροντίδα της αγάπης μου κι απ’ την αγκαλιά μακριά μου τρέχεις;
– Κύριε, η φωνή σου είναι φοβερή, της καρδιάς μου το βάθος ερευνά, στο άκουσμα της και μόνο, τρέμω! Φοβάμαι, ντρέπομαι, καλύτερα κρυμμένος στης άγνοιας το σκοτάδι προτιμώ να μένω … Ελπίδα δεν έχω, πάντα φυγάς θα είμαι με την ψυχή σκισμένη, της αμαρτίας δούλος θα υποφέρω … Καλύτερα λοιπόν κρυμμένος, με στης δικής μου δικαιοσύνης τα ρυπαρά ενδύματα ντυμένος …
Μα ησυχία η φωνή σου δεν μου δίδει, «Υιέ μου, πού είσαι;», όλο και πιο δυνατά φωνάζεις.
– Ένοχος είμαι Κύριε! Αχρείος αμαρτωλός! Ω, πως έχω καταντήσει! Τις σκέψεις μου γνωρίζεις, τα βάθη της ψυχής μου.. Γυμνός αισθάνομαι, θρύψαλα η ζωή μου, ξέρω μ’ έχεις εγκαταλείψει …
– «Οργισμένος με σένα είν’ ο Θεός, ελπίδα δεν υπάρχει, αιώνια θα χαθείς! », μια άλλη φωνή μου ψιθυρίζει.
– Τα πρόβατα μου με τ’ όνομα τους τα καλώ, δικά μου είναι, τ’ αγαπώ, γνωρίζουν τη φωνή μου!
– Κύριε, δικός σου είμαι ξέρεις, μα έχω αμαρτήσει, παράκουσα και σ’ έχω παροργίσει! Μες στην καρδιά μου δεν χωρεί – γιατί με τ’ όνομα μου με καλείς; Ο νους μου δεν μπορεί να εννοήσει. Tο αγνό σου φως φοβίζει την καρδιά μου, μπροστά Σου να σταθώ δεν είναι δυνατό, χωρίς δικαιοσύνη.
Τότε ο Ιησούς, με τρυφερή φωνή, μου λέει:
– Εγώ είμαι το Φως, εκεί πού κρύβεσαι σε βλέπω. Ξέρω όλα που είσαι, που έχεις κάνει, πριν γεννηθείς σε ξέρω. Μα με το αίμα μου σε έπλυνα και σ’ αγαπώ, μαζί σου ο Θεός δεν είναι πια οργισμένος. Η δικαιοσύνη σου η ακηλίδωτη είμαι Εγώ, δικό μου σ’ έκανα, δεν είσαι καταδικασμένος.
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΓΙΑΠΑΝΗΣ, ΛΕΜΕΣΟΣ, ΚΥΠΡΟΣ