Στην πιο όμορφη στιγμή της ζωής μας θα χαρούμε να σας δούμε… Μετά την τελετή θα ακολουθήσει δεξίωση στην πολυτελή αίθουσα του PALLAS HOTEL… Αριθμός λογαριασμού στην Eurobank 804256479-35…
Πρόσφατα πήρα το πιο πάνω προσκλητήριο γάμου. Και θυμήθηκα το δικό μου γάμο, αλλά και το γάμο των γονιών μου πριν από 60 και τόσα χρόνια.
Όταν λοιπόν παντρεύτηκαν οι γονείς μου, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Πρώτα – πρώτα δεν υπήρχαν γάμοι από έρωτα, αλλά μόνο με συνοικέσιο. Επίσης ήταν αδιανόητες και αυστηρότατα απαγορευμένες οι προγαμιαίες σχέσεις.
Οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν ανάμεσα σε συγχωριανούς. Το ηθικό περιβάλλον του χωριού αποτελούσε εγγύηση καλής προοπτικής για τη μετέπειτα ζωή του ζευγαριού. Από εδώ προήλθε και η παροιμία Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο. Εξάλλου, η δυνατότητα επιλογής ήταν περιορισμένη. Γι’ αυτό το λόγο γίνονταν πολλοί γάμοι ανάμεσα σε κοντινούς ή μακρινούς συγγενείς. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι του χωριού λίγο – πολύ ήταν μεταξύ τους συγγενείς.
Δεν υπήρχαν προσκλητήρια. Δεν υπήρχε λόγος να προσκαλέσει κανείς, διότι προσκαλεσμένοι ήταν δεδομένα όλοι στο χωριό. Εξάλλου, δεν υπήρχαν και χρήματα για τέτοιο έξοδο.
Η τελετή του γάμου ήταν απλή, χωρίς ιδιαίτερο στολισμό του σπιτιού ή της εκκλησίας. Οι μελλόνυμφοι πήγαιναν στην εκκλησία με τα πόδια, μέσα στους λασπωμένους (το χειμώνα) ή σκονισμένους (το καλοκαίρι) δρόμους του χωριού.
Δεν υπήρχαν παράνυφοι, ούτε κουφέτα, ούτε φωτογραφικές μηχανές ή βιντεοκάμερες, ούτε λίστα γάμου, ούτε δεξίωση. Το μοναδικό κέρασμα ήταν ένα φλιτζάνι σταφίδες ή λουκούμι χύμα στο χέρι, χωρίς καν χαρτοπετσέτα – η χαρτοπετσέτα ήταν κάτι άγνωστο εκείνη την εποχή.
Αργότερα με την πάροδο των χρόνων άρχισε να γίνεται και μια υποτυπώδης «δεξίωση» στο σπίτι των νεόνυμφων, στην οποία κερνούσαν καφέ (από ρεβίθι) και κουλουράκια. Το πιο συνηθισμένο φαγητό που προετοίμαζαν για τους επισκέπτες ήταν το κεσκέκ., ένα είδος πιλάφι από αλεσμένο σιτάρι δικής τους παραγωγής, κάτι σαν πλιγούρι, μαγειρεμένο μέσα στο ζωμό από 3-4 κότες ή πετεινούς.
Τα γαμήλια δώρα προς τους νεόνυμφους ήταν κουτάλια, πιάτα, ένας μπακιρένιος τέντζερης, ένα τηγάνι, και γενικά είδη νοικοκυριού απολύτως απαραίτητα.
Το ταξίδι του μέλιτος των νεόνυμφων ήταν κάτι άγνωστο. Οι νεόνυμφοι έτρωγαν το μέλι το ίδιο βράδυ, αλλά την επόμενη μέρα συνέχιζαν και πάλι κανονικά τη σκληρή δουλειά στα χωράφια.
Να δούμε τώρα τι γίνεται σήμερα και πώς πέρασα στο γάμο που με προσκάλεσαν :
· Μόλις πήραμε το προσκλητήριο, η γυναίκα μου παρ’ ότι έχει 30 φορέματα στη ντουλάπα, βρήκε την ευκαιρία και αγόρασε καινούργιο φόρεμα, 220 ευρώ.
· Πήγε και στην κομμώτρια, άλλα 60 ευρώ.
· Εγώ πήγα το αμάξι για σέρβις και βιολογικό πλύσιμο, άλλα 80 ευρώ.
· Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν, τι δώρο να κάνουμε. Υπήρχαν προσκλήσεις απλές μόνο για την εκκλησία – για τους πολλούς, κι άλλες που συνοδεύονταν από ένα μικρό χαρτάκι, που σήμαινε ότι μπορούσαμε να πάμε και στη δεξίωση. Αυτό όμως σήμαινε ότι έπρεπε να κάνουμε κι ένα σοβαρό δώρο.
Πρότεινα να τους πάρουμε κάτι χρήσιμο, λ.χ. μια χύτρα ταχύτητος, ένα σετ πετσέτες μπάνιου, μαχαιροπήρουνα κλπ., η γυναίκα μου όμως το απέρριψε αμέσως και κατηγορηματικά. Μου εξήγησε ότι οι μελλόνυμφοι έχουν από όλα, διαμέρισμα από τον μπαμπά εξοπλισμένο με τα πάντα, καινούργιο αυτοκίνητο δώρο από τον πεθερό, δεν χρειάζονται νοικοκυριό, κι ότι μετά το γάμο θα αναχωρήσουν για τις Μαλβίδες ταξίδι του μέλιτος, το οποίο θα τους στοιχίσει περίπου 7.000 ευρώ – επομένως, όπως έγραφε και στο προσκλητήριο, έπρεπε να καταθέσουμε στο λογαριασμό τους στην τράπεζα ένα ποσό αρκετά σοβαρό «για να μη μας πουν και τσιγκούνηδες». Έτσι, έκανα και την κατάθεση, άλλα 200 ευρώ.
· Στην εκκλησία, που ήταν στολισμένη αμέτρητα λουλούδια, η νύφη κατέφτασε καθυστερημένα λόγω κυκλοφοριακού με μια πολυτελή λιμουζίνα – απ’ ότι είπαν νοικιασμένη προς 600 ευρώ. Η νύφη είχε φορέσει ό,τι καλλυντικό υπάρχει, πούδρες, μάσκαρες και κρέμες, και στην κομμώτρια είχε πληρώσει 300 ευρώ.
· Τρεις φωτογράφοι βιντεοσκοπούσαν συνέχεια όλη την τελετή.
· Μια ώρα μετά το τέλος της τελετής περιμέναμε στην ουρά να έλθει η σειρά μας να χαιρετήσουμε το ζεύγος και τα συμπεθέρια.
· Στη δεξίωση περιμέναμε 2 ώρες να έλθουν με μεγάλη καθυστέρηση οι νεόνυμφοι – είχαν πάει στο φωτογραφείο, στο πάρκο και στην παραλία για αμέτρητες φωτογραφήσεις και βιντεοσκοπήσεις.
· Τα μεγάφωνα της μουσικής ήταν στη διαπασών, πόνεσαν τα αυτιά μου και δεν μπορούσα να ακούω τι μου έλεγε δίπλα η γυναίκα μου. Πιάστηκε και η μέση μου να κάθομαι τρεις ώρες στην ίδια θέση, στριμωχτά ο ένας δίπλα στον άλλον.
· Ήμουν πολύ πεινασμένος – ώρες ολόκληρες απ’ το μεσημέρι είχα να βάλω κάτι στο στόμα μου. Αυτό που μου σέρβιραν, όμως, δεν τρωγόταν, μια σκληρή μπριζόλα σαν τσαρούχι που δεν κοβόταν με τίποτα, κι ένα ρύζι σχεδόν άψητο – ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το ρύζι της γαρνιτούρας το φτιάχνουν τόσο σκληρό. Η σαλάτα ήταν κάτι φύλα που έμοιαζαν σαν μαρούλι κι από πάνω σπόροι από ρόδι και καλαμπόκι πασπαλισμένοι με ξύδι μπαλσάμικο. Μπορεί να μη χόρτασα από φαγητό, αλλά τουλάχιστον έφαγα δύο κομμάτια τούρτας, ένα το δικό μου κι ένα της γυναίκας μου γιατί δεν της άρεσε – το βρήκε πολύ γλυκό και με φτηνό βούτυρο.
· Αργά, κατά τις 11, έφτασε το ζεύγος των νεονύμφων, και κατά τις 12 άρχισαν να περνάνε από κάθε τραπέζι να τσουγκρίσουν το ποτήρι τους με τους 600 προσκαλεμένους.
· Κατά τις 2 η ώρα τη νύχτα άρχισαν να αποχωρούν οι πρώτοι, οπότε, παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας μου, βρήκα την ευκαιρία να σηκωθώ να φύγω. Δεν άντεχα άλλο. Είχα πιαστεί ολόκληρος, το κεφάλι μου είχε γίνει κουδούνι, και δεν έβλεπα την ώρα να πάω σπίτι να πέσω στο κρεβατάκι μου να κοιμηθώ.
Κάπως έτσι περάσαμε στο γάμο. Κι όταν τόλμησα να παραπονεθώ στη γυναίκα μου, μου θύμισε ότι μια φορά κανείς παντρεύεται...
Το κακό είναι ότι τον ερχόμενο μήνα παντρεύεται κάποιος άλλος γνωστός μου, οπότε περιμένω να μου έλθει νέο προσκλητήριο !