«Προστατευμένοι από Ουράνιες Δυνάμεις»

Γράφει η Βίκυ Κάλφογλου-Καλοτεράκη

Ζοφερό το κλίμα στο κατώφλι της φετινής Καινούριας Χρονιάς, σκοτεινός ο ορίζοντας. Ακόμα πιο σκοτεινός για την πατρίδα μας, για μας τους ίδιους δηλαδή, καθώς καλούμαστε να πληρώσουμε τις συνέπειες μιας αναποτελεσματικής

 

«Προστατευμένοι από Ουράνιες Δυνάμεις»

Σκέψεις πάνω σ’ ένα Πρωτοχρονιάτικο ποίημα


Ζοφερό το κλίμα στο κατώφλι της φετινής Καινούριας Χρονιάς, σκοτεινός ο ορίζοντας. Ακόμα πιο σκοτεινός για την πατρίδα μας, για μας τους ίδιους δηλαδή, καθώς καλούμαστε να πληρώσουμε τις συνέπειες μιας αναποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής που επί δεκαετίες χτιζόταν και λειτουργούσε  πάνω σε σαθρά θεμέλια, με μοναδικό σχεδόν γνώμονα το βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος και την ικανοποίηση, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, της όποιας πολιτικής πελατείας. Πληρώνουμε  τη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος βέβαια σε μεγάλο βαθμό αντανακλά και την ίδια την κοινωνία. Όπως εξαιρετικά εύστοχα και ρεαλιστικά παρατήρησε σε πρόσφατη συνέντευξή του ένας ευφυής πολιτικός και υψηλόβαθμο στέλεχος της σημερινής πολιτικής ηγεσίας: «Ζητούμε αδιάφθορους και έντιμους πολιτικούς εκπροσώπους, έχουμε όμως σκεφτεί αν οι επιμέρους πολίτες  που εκπροσωπούνται είναι επίσης έντιμοι και αδιάφθοροι;»

Αυτά είναι τα δεδομένα. Μέσα στο ίδιο δυσοίωνο κλίμα ξεκινά τη νέα περίοδο και το πιστό παιδί του Θεού. Και είναι καλό να συνειδητοποιούμε, ότι ο πιστός του Χριστού δεν είναι ένα άτομο με υπερφυσικές ικανότητες, απρόσβλητο από τις αναστατώσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο πιστός δεν υποτιμά τα προβλήματα, δεν τα αντιμετωπίζει επιπόλαια  χασκογελώντας ασταμάτητα. Ζει μέσα στον κόσμο, υφίσταται τις συνέπειες μιας οικονομικής ύφεσης, μιας κοινωνικής ή πολιτικής κρίσης. Όμως «προσβλέπει στον Αόρατο» κι αυτό κάνει όλη τη διαφορά.

 Εκείνος μας ενισχύει, μας συντροφεύει, απλώνει πάνω μας το προστατευτικό Του Χέρι και το σκοτάδι διαλύεται. Αυτό δεν σημαίνει «φυγή από την πραγματικότητα». Αντίθετα. Βλέποντας τα πράγματα από τη σκοπιά του Θεού μπορούμε να τοποθετούμε τα προβλήματα στη σωστή τους διάσταση, να τα αντιμετωπίζουμε με νηφαλιότητα και συγχρόνως να αγαλλόμαστε μέσα στην αίσθηση της Παρουσίας του Κυρίου, βέβαιοι πως Εκείνος θα επέμβει θαυμαστά. Ίσως αυτή η θαυμαστή επέμβαση να μην είναι πάντα η απόλυτη αποκατάσταση, η ακύρωση του προβλήματος, η θεραπεία. Όμως το ίδιο (ίσως και περισσότερο) θαυμάσια και ουσιαστικά «υπερ-φυσική» επέμβαση είναι η Χάρη που δίνει ο Θεός στα δικά Του παιδιά διαβαίνοντας μέσα από την «κοιλάδα του κλαυθμώνος» να την «καθιστούν πηγή υδάτων».

Είναι πολύ φυσικό κάποιες φορές, όταν το σκοτάδι είναι πυκνό, η μοναξιά έντονη, να έρχεται στην καρδιά μας το αίσθημα πως ο Θεός μας ξέχασε, μας εγκατέλειψε. Οι Ψαλμοί του Δαβίδ ξεχειλίζουν από τέτοιες κραυγές. Αλλά από του ίδιου τα χείλη ακούμε και την ευλογημένη διακήρυξη: «Και εν κοιλάδι σκιάς θανάτου εάν περιπατήσω, δεν θέλω φοβηθεί κακόν, διότι Συ είσαι μετ’ εμού».

Μέσα από μια τέτοια σκοτεινή κοιλάδα βάδιζε την Πρωτοχρονιά του 1945 ένα πιστό παιδί του Θεού, από τις σημαντικότερες μορφές της Εκκλησίας του 20ου αιώνα, ο θεολόγος, συγγραφέας και πάστορας Dietrich Bonhoeffer (1906-1945). Μια έστω στοιχειώδης παρουσίαση της ζωής και του έργου του θα απαιτούσε μια πολυσέλιδη, εμπεριστατωμένη πραγματεία. Καθώς αυτό δεν μπορεί να γίνει εδώ, γνωρίζω καλά, πως με ό,τι λιγότερο πρόκειται να πω  θα αδικήσω την προσωπικότητα αυτού του τόσο σημαντικού ανθρώπου. Πρέπει, παρ’ όλ’ αυτά, να θυμίσω κάποια στοιχειώδη γύρω απ’ τη ζωή του και πρώτα-πρώτα, ότι ο Bonhoeffer είναι ένας από τους σημαντικότερους Χριστιανούς στοχαστές και θεολόγους του προηγούμενου αιώνα ,συγχρόνως δε ένας σύγχρονος Χριστιανός μάρτυρας που στάθηκε όρθιος και πιστός στις επιταγές του Θεού απέναντι στη Ναζιστική αντίθεη ιδεολογία.

 Προερχόμενος από μια οικογένεια, η οποία εκπροσωπούσε ό,τι εκλεκτότερο είχε να παρουσιάσει η Γερμανική  κουλτούρα των αρχών του 20ου αιώνα, πριν πληγεί από τη βαρβαρότητα του Ναζισμού, μεγάλωσε μέσα σ’ ένα περιβάλλον, όπου οι συγκεντρώσεις και συζητήσεις επιστημόνων και διανοουμένων του Βερολίνου, ( πολλοί απ’ αυτούς γνωστοί ακόμη στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία), οι βραδιές μουσικής δωματίου με μικρούς σολίστ τον ίδιον και τ’ αδέλφια του ήταν κάτι το συνηθισμένο. Άτομο με εκπληκτικές διανοητικές ικανότητες ο Bonhoeffer ένιωσε πολύ νέος έντονες πνευματικές αναζητήσεις, βίωσε την υπαρξιακή του ολοκλήρωση στην προσωπική σχέση με τον Θεό (“η μεταστροφή του θεολόγου σε Χριστιανό», σύμφωνα με τη διατύπωση του βιογράφου του Eberhard Bethge) και ύστερα από λαμπρές σπουδές και διδακτορικό στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Tübingen έγινε ενεργό στέλεχος της Λουθηρανικής Εκκλησίας.

 Στη μεγάλη κρίση που ξέσπασε ανάμεσα σε όσους πρέσβευαν την  προσαρμογή και στήριξη της Εκκλησίας στο Ναζιστικό καθεστώς από τη μια και στις υγιείς πνευματικά δυνάμεις από την άλλη, οι οποίες  επέμεναν να μένουν σταθερές στις προφανώς αντίθετες αρχές της Βιβλικής αποκάλυψης, συντάχθηκε ξεκάθαρα και δυναμικά με τη δεύτερη τάση, αυτήν που έγινε γνωστή ως «Bekennende Kirche» (‘Ομολογούσα’ ή κατ’ άλλους και ‘Διωκόμενη’ Εκκλησία). Μάλιστα οργάνωσε  για ένα διάστημα  «παράνομο» θεολογικό σεμινάριο για νέους που ήθελαν να καταρτισθούν στις Αλήθειες του Θεού σε πείσμα της επίσημης κομματικής ιδεολογίας και ερήμην της συμβιβασμένης κρατικής Εκκλησίας. Πριν την έκρηξη του πολέμου (1939) συνδέθηκε με φιλικούς και πνευματικούς δεσμούς με τον Άγγλο Επίσκοπο του Chichester George Bell, όπως και με αδελφούς από το Union Theological Seminary της Νέας Υόρκης, στο οποίο και φοίτησε για ένα χρόνο – επίσης με  Βαπτιστική Εκκλησία της ίδιας πόλης, όπου πήγαινε συστηματικά. Στην Αγγλία υπηρέτησε ως πάστορας δύο Γερμανόφωνες συνάξεις. Κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης επίσκεψής του στις ΗΠΑ, όταν ο πόλεμος στην Ευρώπη φαινόταν αναπόφευκτος, οι Αμερικανοί αδελφοί τον προέτρεψαν να μη γυρίσει στη Γερμανία. Ο ίδιος τότε αρνήθηκε λέγοντας, πως δεν θα αισθανόταν άξιος να συμμετάσχει κάποτε στην ανασυγκρότηση της χώρας του και ιδιαίτερα της Γερμανικής Εκκλησίας (ήταν πεπεισμένος πως ο Ναζισμός αποτελούσε ευθεία και θανάσιμη απειλή στην καρδιά του Χριστιανικού οικοδομήματος της Ευρώπης), αν την ώρα της δοκιμασίας έμενε μακριά από τους αδελφούς του, τους λίγους γνήσιους πιστούς που ήταν βέβαιο πως θα διώκονταν.

Επέστρεψε και προσπάθησε να βοηθήσει με κάθε τρόπο τις όποιες, πάντα επικίνδυνες  προσπάθειες διαφώτισης του Γερμανικού λαού σχετικά με τη σκοτεινή «ψυχή» του καθεστώτος που τον κυβερνούσε. Ο καλός και πιστός του φίλος, ο επίσκοπος του Chichester, αγωνιζόταν από την πλευρά του να πληροφορήσει και να ευαισθητοποιήσει την Αγγλική κοινή γνώμη για την ύπαρξη  στη Γερμανία υγιών, πνευματικών θυλάκων, ανθρώπων που αρνιόνταν να «προσκυνήσουν την εικόνα». Καταλαβαίνει κανείς πως μέσα στην οξύτητα των χρόνων του πολέμου η προσπάθεια του Bell ήταν επόμενο να μην τελεσφορήσει.

(Ο ίδιος  o George Bell (1883-1958), σημαντική προσωπικότητα της Αγγλικανικής Εκκλησίας και αγωνιστής της ουσιαστικής ενότητας της Παγκόσμιας Εκκλησίας, έμεινε πιστός στον καλό του φίλο ως το τέλος. Η ομιλία του στην συγκινητική επιμνημόσυνη τελετή που ο ίδιος οργάνωσε μετά τον θάνατό του  Bonhoeffer αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό πνευματικό κείμενο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η σταθερή φιλία μ’ έναν αντίπαλο, έστω αφοσιωμένο πιστό του Χριστού, όπως και η ευθεία αντίθεσή του και καταδίκη των ανηλεών ολοήμερων βομβαρδισμών που επιχειρούσαν η Αγγλική και Aμερικανική αεροπορία, αντίθεση, την οποία δημόσια και επανειλημμένα εκδήλωσε, ήταν σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οι αιτίες που το 1944 δεν δόθηκε στον Bell η θέση του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρυ).

Προκειμένου να αποφύγει τη στράτευση ο Bonhoeffer δέχτηκε να υπηρετήσει στη γερμανική Αντικατασκοπεία αγωνιζόμενος στην πραγματικότητα για τον αντίθετο στόχο, τη διάβρωση του καθεστώτος και  την ενημέρωση κύκλων του εξωτερικού για την ύπαρξη ομάδων αντίστασης και αντίδρασης στο εσωτερικό της Γερμανίας. Στην ίδια υπηρεσία ο γαμπρός του Hans von Dohnanyi συγκέντρωνε συστηματικά έγγραφα που κατεδείκνυαν τα εγκλήματα πολέμου, τις φρικαλεότητες των στρατοπέδων συγκέντρωσης και γενικά το αληθινό πρόσωπο του Ναζιστικού καθεστώτος.

Τον Απρίλιο του 1943 ο Bonhoeffer συλλαμβάνεται. Το ίδιο συμβαίνει με τον αδελφό του Klaus και τους δύο γαμπρούς του Hans von Dohnanyi και Rüdiger Schleicher. Η οικογένεια πληρώνει πολύ ακριβά τη θαρραλέα στάση ευθύνης απέναντι  στο οργανωμένο Κακό, που ήταν η Ναζιστική εξουσία.

Τα επόμενα δύο χρόνια, ως τον Απρίλιο του 1945, κύλησαν αργά και βασανιστικά αλλά παράλληλα, από πνευματική άποψη, και δημιουργικά για τον  Bonhoeffer, εφόσον πολλά από τα βαθύτερα κείμενα και ποιήματά του προέρχονται απ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο.  Δεν έλλειψαν οι στιγμές της απογοήτευσης, της ασφυκτικής μοναξιάς, της αμφιβολίας. Σ’ ένα εξαιρετικά δυνατό ποίημα με τίτλο «Ποιος είμαι;» προσπαθεί με ειλικρίνεια και γενναιότητα να ερευνήσει τις απόκρυφες πτυχές της ψυχής του, καθώς ζει σκοτεινές μέρες  μόνωσης, σωματικής και ψυχικής καταπόνησης, μέρες αβεβαιότητας. Επιχειρεί να «δει» μέσα του αυτό που πραγματικά είναι, κάτω από την επιφάνεια και την συμπεριφορά που οι άλλοι γύρω του βλέπουν – τον βαθύτερο και αδύναμο εαυτό του, γυμνό από οποιαδήποτε προσποίηση, όπως ο Θεός Μόνος τον βλέπει. Αναγνωρίζει τις στιγμές της αδυναμίας, δεν κρύβει τη λαχτάρα του να ζήσει και πάλι φυσιολογικά, ελεύθερος, με τη συντροφιά αυτών που αγαπά. Άδειος και αληθινός μπροστά στον Θεό καταλήγει σε μια ομολογία που πράγματι τον απελευθερώνει από τον εαυτό του, από την όποια απατηλή πεποίθηση στην εσωτερική δύναμη και  «πνευματικότητά» του:

«Όποιος κι αν τελικά είμαι, Εσύ με γνωρίζεις!

Δικός Σου είμαι, ω Θεέ!»

Αδύνατον να μη θυμηθεί κανείς την ταπεινή τελική απάντηση του Πέτρου στην Αναστάσιμη συνάντηση της ακροθαλασσιάς: «Πέτρο, μ’ αγαπάς; – Κύριε, Εσύ γνωρίζεις τα πάντα. Εσύ γνωρίζεις ότι Σε αγαπώ».

Όχι εγώ – Εσύ γνωρίζεις.     

Καθώς πλησίαζε η Πρωτοχρονιά του 1945, η τελευταία που θα περνούσε σ’ αυτό τον κόσμο, ο Bonhoeffer έστειλε στους δικούς του ένα πολύ ιδιαίτερο δώρο. Πρόκειται για ένα ποίημα – καθρέφτη της ψυχής και των συναισθημάτων του, καθώς αντικρύζει τη χαραυγή της Νέας Χρονιάς σκοτεινή όσο ποτέ άλλοτε. Διακρίνει κανείς την καθαρή ματιά ενός πιστού δοκιμαζόμενου ανθρώπου, ο οποίος βλέπει κατάματα την πραγματικότητα, δεν τρέφει καμμιά αυταπάτη σχετικά με τους κινδύνους που τον απειλούν,  συγχρόνως όμως διατηρεί την πεποίθηση πως ο Θεός είναι δυνατός να επέμβει και να αλλάξει τα δεδομένα. Κι ακόμη : δηλώνει την απόφασή του να δεχθεί ό,τι επιφυλάσσει γι’ αυτόν το θέλημα του Θεού ζητώντας συγχρόνως Εκείνος να «του ανοίξει τα μάτια», ώστε να μπορέσει να «δει» την Αλήθεια πάνω από τα βαριά σύννεφα που σκεπάζουν τη ζωή του. Ζητά να δει την πραγματικότητα με «το Μάτι του Θεού». Και τέλος, σαλπίζει θριαμβευτικά  την πεποίθησή του: «ο Θεός είναι μαζί μας την κάθε στιγμή».

Το ποίημα («Von guten Mächten wunderbar geborgen») έχει μελοποιηθεί σε μια λιτή, «στοχαστική» μελωδία και ψάλλεται την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς σε πολλές Γερμανικές Εκκλησίες. Σκέφτηκα πως αξίζει να συνοδέψει και τα δικά μας βήματα, καθώς ξεκινούμε το ταξίδι μας αυτή την Καινούρια Χρονιά.  Προσπάθησα να το αποδώσω ελεύθερα, χωρίς να προδώσω το νόημά του. Είναι αυτονόητο όμως, πως χάνονται τόσο η ομορφιά όσο και η πυκνότητα του Γερμανικού πρωτοτύπου .

 

Ολόγυρά μας αγρυπνούν πιστά Ουράνιες, αγαθές Δυνάμεις – αθόρυβα μας περιστοιχίζουν κι εμείς στέκουμε κάτω από τη θαυμαστή τους προστασία και παρηγοριά –

Έτσι θέλω να ζήσω μαζί σας αυτές τις μέρες –

Έτσι θέλω να δρασκελίσω μαζί σας το κατώφλι του Καινούριου Χρόνου.

 

*Ακόμα επιμένει το παρελθόν να βασανίζει τις καρδιές μας

Ακόμα μας πιέζει το βάρος των ζοφερών ημερών που ζήσαμε –

Ω, Κύριε, δώσε στις τρομαγμένες μας ψυχές τη δική Σου ανάπαυση, αφού γι’ αυτήν μας δημιούργησες!

 

 

 

*Κι αν είναι να μας δώσεις, αν πρέπει να πιούμε το πικρό Ποτήρι του Πόνου, ξέχειλο ως πάνω, ως τα χείλη-

Θα το δεχθούμε μ’ ευγνωμοσύνη κι άτρεμο χέρι,

Αφού θα το πάρουμε απ’ το δικό Σου, to αγαθό κι αγαπημένο Χέρι.

 

*Αν πάλι θέλημά Σου είναι να μας δωρίσεις και πάλι τη χαρά, να τη ζήσουμε σ’ αυτό τον κόσμο, μέσα στο φως του ήλιου,

Τότε, κι ας μην πρόκειται ποτέ να ξεχάσουμε όσα περάσαμε, θα ζήσουμε μια ζωή αφιερωμένη ολότελα σε Σένα.

 

*Ας λάμψουν σήμερα ζεστά, ολόφωτα, τα κεριά που Εσύ  έφερες μέσα στο σκοτάδι μας –

Αν αυτό είναι δυνατόν, κάνε να σμίξουμε όλοι μαζί και πάλι!

Το ξέρουμε καλά, το δικό Σου Φως Σου μπορεί και λάμπει μέσα στη νύχτα μας!

 

*Καθώς τώρα ολόγυρά μας απλώνεται  βαθιά η σιωπή,

 Δώσε μας, Κύριε, τούτη τη Χάρη –  ν’ ακούμε εμείς τον εξαίσιο ήχο και τις μελωδίες του κόσμου που αθέατος  μας περιβάλλει –

 Ν’ ακούμε τον  δοξαστικό Ύμνο των μυριάδων δικών Σου παιδιών!

 

 

 

 

 

*Έτσι, κάτω απ’ τη θαυμαστή προστασία των Ουράνιων, Αγαθών Δυνάμεων

Περιμένουμε γαλήνια – η καρδιά μας παρηγορημένη – ό,τι είναι να’ρθει.

Στη Δύση και στο Ξημέρωμα ο Θεός στέκει  πλάϊ μας –

Σίγουρα Εκείνος θα’ναι μαζί μας και την Αυγή  κάθε καινούριας μέρας.»

 

Ο Dietrich Bonhoeffer εκτελέστηκε την αυγή της 9ης Απριλίου 1945 στο στρατόπεδο του Flossenbürg. Την ίδια μέρα βρήκε το θάνατο και ο Hans von Dohnanyi στο στρατόπεδο Sachsenhausen. Oι Klaus Bonhoeffer και Rüdiger Schleicher εκτελέστηκαν στις 23 Απριλίου στο Βερολίνο, λίγες μέρες πριν η πόλη καταληφθεί ολοκληρωτικά από τον Ρωσικό στρατό.  Μέσα στο χάος που επεκράτησε στην ερειπωμένη Γερμανία μετά την υπογραφή της παράδοσης (9 Μαϊου) και το τέλος του πολέμου στάθηκε αδύνατον η οικογένεια  να μάθουν άμεσα και  έγκυρα τι απέγιναν  οι αγαπημένοι τους άνθρωποι. Οι γονείς Bonhoeffer πληροφορήθηκαν – ίσως βέβαια το ακριβέστερο θα ήταν να πούμε «βεβαιώθηκαν» –  πως ο Dietrich εκτελέστηκε, όταν στις 27 Ιουλίου  το BBC μετέδιδε την επιμνημόσυνη τελετή που οργάνωσε γι’ αυτόν στην εκκλησία Holy Trinity του Λονδίνου, κατάμεστη από Άγγλους φίλους της Διωκόμενης Γερμανικής Εκκλησίας αλλά και από Γερμανούς πολιτικούς «εξόριστους», ο καλός και πιστός φίλος, ο επίσκοπος George Bell.

 

Βίκυ Κάλφογλου-Καλοτεράκη

kalnarn@hist.auth.gr

Comments are closed.