Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης
Οι περιοχές Κατερίνης και Βέροιας έχουν από τους πιο πλούσιους και παραγωγικούς κάμπους της χώρας. Αν εξαιρεθούν τα εσπεριδοειδή, εδώ καλλιεργούνται σχεδόν όλα τα άλλα φρούτα – από φράουλες και σταφύλια, μέχρι βερίκοκα, αχλάδια, μήλα, κεράσια, καρπούζια και πεπόνια. Η Κατερίνη έγινε πρόσφατα γνωστή σε όλη την Ελλάδα για την πρωτοβουλία που πήραν οι εθελοντές και οι παραγωγοί βερίκοκων να διαθέσουν απευθείας στον κόσμο, χωρίς μεσάζοντες και εμπόρους, όλη την παραγωγή βερίκοκων εκατοντάδες τόνους σε τιμή κόστους στο χώρο του πάρκινκ των δικαστηρίων. Είχε προηγηθεί παρόμοια διανομή με τις πατάτες Νευροκοπίου.
Εδώ στην Κατερίνη πρωτοφυτεύτηκαν και καλλιεργούνται μέχρι σήμερα χιλιάδες στρέμματα ροδάκινα και ακτινίδια. Τα ακτινίδια, μάλιστα, τα πρώτα χρόνια δεν ονομάζονταν έτσι, αλλά «φρούτο του Ολύμπου». Όποιος ταξιδεύει με το τραίνο ή με το αυτοκίνητό του στην εθνική οδό, περνάει μέσα από απέραντα περιβόλια, τα οποία την άνοιξη, όταν ανθίζουν οι ροδακινιές και τα ακτινίδια, είναι ένα μαγευτικό θέαμα με το ρόζ και κίτρινο χρώμα των λουλουδιών τους.
Ο θείος μου Ανέστης Κοκτσίδης ήταν από τους πρώτους που φύτεψαν περιβόλια με ροδάκινα στην περιοχή Κατερίνης τη δεκαετία του 1960. Επίσης δημιούργησε μαζί με άλλους αγρότες Κατερινιώτες και Λιτοχωρινούς (Γιάννης Ξανθόπουλος, Μιχάλης Αντωνιάδης, Στέργιος Αβραμίδης, Πανταζής Πανταζίδης, Γιώργος Κοκτσίδης, Δήμος Ελευθεριάδης, Γιάννης Ελευθεριάδης, Βάρκας, Θόδωρος Ρηγόπουλος, Δένης κ.ά.) τον πρώτο εξαγωγικό συνεταιρισμό ροδακινοπαραγωγών ΟΛΥΜΠΟΣ, τροφοδοτώντας με ελληνικά ροδάκινα άριστης ποιότητας τη Γερμανία και πρώην σοσιαλιστικές χώρες (Πολωνία, Τσεχία, Σοβιετική Ένωση – μέσω κλήρινγκ). Αλλά και η Ελλάδα πρωτοέφαγε ροδάκινα Πιερίας εκείνη την εποχή. Ο συνεταιρισμός έστελνε φορτηγά ψυγεία στην Πελοπόνησο, την Κρήτη και άλλα νησιά, και έκανε χρυσές δουλειές.
Δύο από τις πρώτες ποικιλίες – οι οποίες σήμερα σπανίζουν – ήταν τα χαλ και τα ρέντ χάβεν. Τα χαλ έχουν ένα εξαιρετικό άρωμα και γεύση. Η φλούδα τους αφαιρείται πολύ εύκολα όπως και το κουκούτσι. Τα ρέντ χάβεν έχουν ένα μοναδικό χρώμα κόκκινο-πορτοκαλί και γίνονται πολύ νόστιμη και αρωματική χρυσοκόκκινη μαρμελάδα και κομπόστες.
Πριν από τα ροδάκινα οι περισσότεροι αγρότες της περιοχής καλλιεργούσαν σιτάρια και καπνά. Και τα καπνά ήταν εξαιρετικής ποιότητας, η ποικιλία Σαμψούς. Η καλλιέργεια και επεξεργασία των καπνών είναι μια πολύ δύσκολη και κοπιαστική δουλειά. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι που δουλεύουν σήμερα στα καπνοχώραφα είναι ξένοι εργάτες, κυρίως Αλβανοί, είτε νόμιμοι είτε λαθρομετανάστες.
Το θέμα των (λαθρο)μεταναστών στη χώρα μας είναι τεράστιο. Από τη μια μεριά μας δημιούργησαν προβλήματα, κι απ’ την άλλη τους χρησιμοποιήσαμε ως φτηνά και ανασφάλιστα εργατικά χέρια για τις βαριές και κουραστικές γεωργικές δουλειές.
Υπήρξαν και περιπτώσεις εκμετάλλευσης των εργατών αυτών από ασυνείδητους. Δύο τέτοιες περιπτώσεις που συνέβησαν φέτος στην περιοχή Κατερίνης είναι οι εξής:
Ένας παραγωγός με 16 στρέμματα ροδακινιές τον Ιούλιο που είναι η εποχή της συγκομιδής πήρε 6 Αλβανούς εργάτες για να μαζέψουν τα ροδάκινα. Συμφώνησαν 25 ευρώ μεροκάματο. Να σημειωθεί ότι και το μάζεμα των ροδάκινων δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι γίνεται μέσα στην πιο μεγάλη ζέστη και τα ροδάκινα έχουν ένα ενοχλητικό χνούδι, για μερικούς αλλεργικό. Επίσης τα περισσότερα ροδάκινα είναι σε ψηλά κλαδιά και χρειάζεται συνέχεια να κουβαλάς και να ανεβοκατεβαίνεις κινητή σκάλα.
Όταν μετά από 15 μέρες ολοκληρώθηκε η δουλειά, ο παραγωγός αυτός αρνήθηκε να πληρώσει τους εργάτες. Όλο το ανέβαλε με διάφορες προφάσεις και στο τέλος τους απείλησε εν ψυχρώ ότι εάν δεν φύγουν, θα βρουν το μπελά τους επειδή ήταν λαθραίοι χωρίς χαρτιά και άδεια παραμονής και εργασίας. Πράγματι, πήγε στην αστυνομία και τους κατήγειλε. Την ίδια μέρα η αστυνομία ήλθε, τους συνέλαβε και τους απέλασε.
Μετά από ένα μήνα οι Αλβανοί αυτοί ξαναγύρισαν στην Ελλάδα, πήγαν νύχτα στο περιβόλι με τις ροδακινιές οπλισμένοι με μεγάλα αλυσσοπρίονα και μέσα μία ώρα έκοψαν όλα τα δέντρα από τη ρίζα. Μεγάλη καταστροφή για τον παραγωγό!
Το δεύτερο περιστατικό ήταν με έναν νεαρό Αλβανό, ο οποίος δούλεψε όλο το καλοκαίρι στα καπνά. Έκανε όλες τις βαριές δουλειές, νυχτερινό σπάσιμο, αρμάθιασμα να κολλάνε τα χέρια στα ζεχίρια, μεταφορά τα ράμματα, κλπ. Ο Έλληνας παραγωγός του έδινε μόνον ένα πιάτο φαγητό κι όταν ήλθε η ώρα της πληρωμής αρνήθηκε να τον πληρώσει τα συμφωνημένα και τον απείλησε. Ο νεαρός αυτός Αλβανός έφυγε πικραμένος.
Μετά από μερικές μέρες η αποθήκη με όλη τη σοδειά τα συγκεντρωμένα και αποξηραμένα καπνά, αξίας πολλών δεκάδων χιλιάδων ευρώ, κατά «ανεξήγητο» και «άγνωστο» λόγο, τη νύχτα πήρε φωτιά και καταστράφηκε ολοσχερώς…