Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ *

του C. S. Lewis –  Μετάφραση: Δρ Γιούλικα Κ. Masry

          Στην εκκλησία –αλλά και εκτός εκκλησίας– λέμε πολλά πράγματα χωρίς να συνειδητοποιούμε τι λέμε. Για παράδειγμα, στο Σύμβολο της Πίστης λέμε ότι πιστεύουμε στην «άφεση των αμαρτιών». Το επανελάμβανα κι εγώ επί χρόνια πριν αναρωτηθώ γιατί άραγε αυτό είχε μπει στο Σύμβολο της Πίστης. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται περιττό. «Αν κανείς είναι χριστιανός», σκέφτηκα, «και βέβαια πιστεύει στη συγχώρηση των αμαρτιών. Εννοείται!» Εκείνοι όμως που συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστης προφανώς σκέφτηκαν ότι αυτό ήταν ένα κομμάτι της πίστης μας το οποίο θα πρέπει να μας το ξαναθυμίζουν κάθε φορά που πηγαίνουμε στην εκκλησία. Και έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι, κατά τη γνώμη μου, είχαν δίκιο. Το να πιστεύει κανείς στη συγχώρηση των αμαρτιών δεν είναι ακριβώς τόσο εύκολο όσο νόμιζα. Το να πιστεύεις πραγματικά σ’ αυτό είναι κάτι που, αν δεν είσαι διαρκώς σε επιφυλακή, μπορεί εύκολα να σου διαφύγει.

          Πιστεύουμε ότι ο Θεός μάς συγχωρεί για τις αμαρτίες μας. Πιστεύουμε επίσης ότι αυτό το κάνει εφόσον και εμείς συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων απέναντί μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία γιαυτό. Το λέει και το τονίζει ο Ιησούς Χριστός στην προσευχή Του στον Ουράνιο Πατέρα, το «Πάτερ ημών». Αν δεν συγχωρείτε, δεν θα συγχωρηθείτε. Κανένα άλλο κομμάτι της διδασκαλίας Του δεν είναι πιο ξεκάθαρο. Ούτε και υπάρχει καμία εξαίρεση σ’ αυτό. Δεν λέει να συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων όταν δεν είναι πολύ αποκρουστικές ή όταν υπάρχουν σοβαρές δικαιολογίες γιαυτές ή κάτι τέτοιο. Πρέπει να τις συγχωρούμε όλες, οσοδήποτε φρικτές και απαίσιες και να ’ναι, οσοδήποτε συχνά και να επαναλαμβάνονται. Αν δεν τις συγχωρούμε, δεν θα συγχωρηθεί καμιά από τις δικές μας.

          Έχω την εντύπωση ότι κάνουμε κάποιο λάθος και αναφορικά με τη συγχώρηση των δικών μας αμαρτιών και αναφορικά με τη συγχώρηση που οφείλουμε να δίνουμε στους άλλους για τις αμαρτίες τους απέναντί μας. Ας πάρουμε πρώτα το θέμα της συγχωρητικότητας του Θεού απέναντί μας. Βρίσκω πως, όταν νομίζω ότι ζητώ από το Θεό να με συγχωρήσει, στην πραγματικότητα –και αυτό  γίνεται αρκετά συχνά, αν δεν είμαι προσεκτικός– αυτό που ζητώ από το Θεό είναι κάτι το τελείως διαφορετικό. Δεν Του ζητώ να με συγχωρήσει, αλλά να δικαιολογήσει την αμαρτία μου. Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ του συγχωρώ και του δικαιολογώ. ‘Συγχωρώ’ σημαίνει το εξής: «Ναι, το έχεις κάνει αυτό, αλλά δέχομαι τη μετάνοιά σου. Ποτέ δεν θα σου το φυλάξω στο μέλλον και θα είναι όλα μεταξύ μας το ίδιο ακριβώς όπως ήταν και πριν». ‘Δικαιολογώ’ όμως σημαίνει κάτι το τελείως διαφορετικό. Σημαίνει: «Βλέπω ότι δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς ή βλέπω ότι δεν το ήθελες. Στην πραγματικότητα δεν φταις». Αν όμως πραγματικά δεν φταις, τότε δεν υπάρχει και λόγος να υπάρξει συγχώρηση. Υπ’ αυτή την έννοια η «συγχώρηση» και η «δικαιολόγηση» είναι σχεδόν αντιφατικές έννοιες. Φυσικά, σε πολλές περιπτώσεις –είτε μεταξύ Θεού και ανθρώπων είτε των ανθρώπων μεταξύ τους– ενδέχεται να υπάρχει και το ένα και το άλλο. Ένα τμήμα από κείνο που αρχικά φαινόταν να είναι αμαρτία καταλήγει να είναι κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται κανείς, οπότε δικαιολογείται. Και συγχωρείται μόνο το τμήμα που παραμένει αμαρτία. Αν κανείς είχε μια τέλεια δικαιολογία, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να υπάρξει συγχώρηση. Αν χρειάζεται να συγχωρηθεί η όλη πράξη, τότε δεν υπήρχε δικαιολογία γιαυτήν. Το πρόβλημα είναι ότι εκείνο που λέμε «ζητώ τη συγχώρηση του Θεού», πολύ συχνά συμβαίνει να είναι «ζητώ από το Θεό να δεχτεί τις δικαιολογίες μου». Εκείνο που μας οδηγεί σ’ αυτό το σφάλμα είναι ότι, μαζί με την αμαρτία, συνήθως υπάρχει και κάποια δικαιολογία, κάποια ελαφρυντικά. Είμαστε τόσο ανυπόμονοι να τα επισημάνουμε αυτά στο Θεό –αλλά και στον εαυτό μας– που τείνουμε να ξεχάσουμε ποιο είναι το πραγματικά σπουδαίο ζήτημα, δηλαδή εκείνο το κομμάτι που δεν καλύπτεται από δικαιολογίες, το κομμάτι που είναι αδικαιολόγητο, καίτοι, ευτυχώς, όχι και αδύνατον να συγχωρηθεί. Αν το ξεχάσουμε αυτό, θα μείνουμε με την εντύπωση ότι έχουμε μετανοήσει και συγχωρηθεί, ενώ αυτό που έχει γίνει στην ουσία είναι ότι απλά έχουμε μείνει οι ίδιοι ικανοποιημένοι από τις δικαιολογίες μας. Μπορεί μάλιστα οι δικαιολογίες μας να μην είναι και πολύ καλές, γιατί έχουμε την τάση να ικανοποιούμαστε εύκολα απ’ τον εαυτό μας.

          Υπάρχουν δύο ειδών φάρμακα γι’ αυτό τον κίνδυνο. Το ένα είναι να θυμόμαστε ότι ο Θεός γνωρίζει όλες τις πραγματικές δικαιολογίες πολύ καλύτερα από μας. Αν πραγματικά υπάρχουν ελαφρυντικά, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το λάβει αυτό υπόψη Του ο Θεός. Εκείνος μάλιστα θα ξέρει και πολλές δικαιολογίες που εμείς δεν τις είχαμε καν σκεφτεί και, κατά συνέπεια, μερικές ψυχές, μετά το θάνατό τους, θα βρεθούν μπροστά στην ευχάριστη έκπληξη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν αμαρτήσει πολύ λιγότερο απ’ ό,τι οι ίδιες νόμιζαν. Ό,τι πραγματικές δικαιολογίες υπάρχουν, ο Θεός θα τις βρει. Εκείνο όμως που εμείς πρέπει να φέρουμε ενώπιόν Του είναι το κομμάτι της πράξης που δεν είναι επιδεκτικό δικαιολόγησης: την αμαρτία. Απλά χάνουμε τον καιρό μας μιλώντας για όλα όσα, κατά τη γνώμη μας, μπορούν να δικαιολογηθούν. Όταν πας σ’ ένα γιατρό, του δείχνεις το μέρος του σώματός σου που πάσχει, για παράδειγμα ένα σπασμένο χέρι. Θα ήταν χαμένος χρόνος να κάτσεις να του εξηγείς ότι τα πόδια και τα μάτια κι ο λαιμός σου δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Μπορεί μάλιστα να κάνεις λάθος ως προς αυτό και, εν πάση περιπτώσει, αν πραγματικά δεν έχουν πρόβλημα, αυτό θα το δει ο γιατρός.

          Το δεύτερο φάρμακο είναι το να πιστεύουμε πραγματικά και αληθινά στη συγχώρηση των αμαρτιών. Ένα μεγάλο ποσοστό του άγχους μας να βρούμε δικαιολογίες είναι επειδή δεν πιστεύουμε στ’ αλήθεια στη συγχώρηση, ότι δηλαδή ο Θεός θα μας ξαναδεχτεί και μάλιστα όχι μόνο στην περίπτωση που βρεθεί κάποιου είδους δικαιολογία για μας, γιατί κάτι τέτοιο επ’ ουδενί λόγω θα ήταν συγχώρηση! Πραγματική συγχώρηση σημαίνει να κοιτάς την αμαρτία στα μάτια, εκείνο δηλαδή το κομμάτι της αμαρτίας που έχει μείνει ακάλυπτο από δικαιολογίες –αφού όλες οι δικαιολογίες έχουν πια εξαντληθεί– και να τη δεις σε όλη της τη φρικαλεότητα, βρομιά, τρομακτικότητα και κακία, βλέποντας όμως επίσης και ότι ο Θεός έχει πλήρως συμφιλιωθεί με τον άνθρωπο που τη διέπραξε[1]. Αυτό και μόνο αυτό είναι συγχώρηση και μπορούμε πάντα να το έχουμε από το Θεό εάν το ζητήσουμε.

          Όταν τώρα περνάμε στο θέμα του να συγχωρούμε εμείς τους άλλους αυτό είναι κάτι που εν μέρει είναι το ίδιο και εν μέρει διαφορετικό απ’ το προηγούμενο. Είναι το ίδιο γιατί και σ’ αυτή την περίπτωση η συγχώρηση δεν είναι ταυτόσημη με τη δικαιολόγηση. Πολλοί άνθρωποι δεν το γνωρίζουν αυτό. Νομίζουν ότι αν τους ζητήσεις να συγχωρήσουν κάποιον που τους απάτησε ή τους φέρθηκε κατεξουσιαστικά, είναι σαν να τους ζητάς να δεχτούν ότι στην πραγματικότητα δεν έγινε αυτή η απάτη ή η κατεξουσίαση εις βάρος τους. Αν όμως έτσι είχαν τα πράγματα, τότε δεν θα υπήρχε τίποτε που να χρειάζεται να συγχωρηθεί. Εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν: «Αλλά σου εξηγώ ότι ο άνθρωπος αυτός παρέβη μια πολύ σοβαρή υπόσχεση». Ακριβώς έτσι είναι! Και αυτό είναι εκείνο που πρέπει να συγχωρήσεις. (Σημειωτέον ότι αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πιστέψεις την επόμενη υπόσχεση αυτού του ανθρώπου. Σημαίνει όμως ότι πρέπει πάση θυσία να εξαλείψεις από την καρδιά σου κάθε γεύση αγανάκτησης, κάθε επιθυμία να τον υποβιβάσεις ή να τον πληγώσεις ή να του ανταποδώσεις το κακό). Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή την περίπτωση και στην περίπτωση που ζητάς από τον Θεό να σε συγχωρήσει εσένα είναι η εξής: όταν πρόκειται για μας τους ίδιους, πολύ εύκολα βρίσκουμε δικαιολογίες. Όταν πρόκειται για άλλους, δεν δεχόμαστε εύκολα τις δικαιολογίες. Όσον αφορά τη δική μου αμαρτία απέναντι σε άλλους, κατά πάσα πιθανότητα (καίτοι όχι βεβαιότητα) οι δικαιολογίες που προβάλλω είναι και αντικειμενικά τόσο καλές όσο εγώ νομίζω ότι είναι. Όσον αφορά όμως τις αμαρτίες των άλλων απέναντί μου, κατά πάσα πιθανότητα (καίτοι όχι βεβαιότητα) οι δικαιολογίες που προβάλλουν είναι καλύτερες απ’ ό,τι νομίζω. Πρέπει λοιπόν να ξεκινήσει κανείς εστιάζοντας την προσοχή του στο καθετί που μπορεί να δείχνει ότι ο άλλος δεν είναι και τόσο ένοχος όσο εμείς νομίζαμε ότι είναι. Όμως, κι αν ακόμη έχει όλο το άδικο με το μέρος του, και πάλι πρέπει να τον συγχωρήσουμε. Ακόμα κι αν το 99% της ενοχής του καλύπτεται από πραγματικά καλές δικαιολογίες, εμείς έχουμε να κάνουμε με το υπόλοιπο 1% το οποίο πρέπει να συγχωρήσουμε. Το να παραβλέπει κανείς εκείνο που οφείλεται σε πολύ καλές δικαιολογίες δεν είναι χριστιανική αγάπη. Είναι απλά δικαιοσύνη. Το να είσαι όμως χριστιανός σημαίνει ότι συγχωρείς εκείνο που δεν μπορεί να καλυφθεί από δικαιολογίες, διότι ο Θεός έχει συγχωρήσει κι εσένα για κείνο που δεν καλύπτεται από δικαιολογίες.

          Αυτό είναι κάτι που είναι δύσκολο. Ίσως δεν είναι τόσο δύσκολο να συγχωρήσει κανείς μια μοναδική κακή πράξη, αλλά το να συγχωρείς τις αδιάκοπες προκλήσεις της καθημερινής ζωής –το να εξακολουθείς να συγχωρείς την αυταρχική πεθερά, τον κατεξουσιαστικό σύζυγο, τη γκρινιάρα γυναίκα, την εγωιστική κόρη, τον πονηρό γιο– ποιος μπορεί να το κάνει αυτό; Νομίζω πως αυτό είναι δυνατό μόνο όταν θυμόμαστε ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια εμείς και τι εννοούμε μ’ αυτό που λέμε στις προσευχές μας κάθε νύχτα, «συγχώρησέ μας τις αμαρτίες μας όπως κι εμείς συγχωρούμε όσους έχουν αμαρτήσει απέναντί μας». Η συγχώρηση του Θεού προσφέρεται υπ’ αυτούς και μόνο τους όρους. Το να αρνούμαστε να το κάνουμε είναι σαν να αρνούμαστε το έλεος του Θεού επάνω μας. Στον κανόνα αυτό δεν υπάρχει ούτε ίχνος εξαίρεσης. Και ο Θεός πάντα εννοεί αυτό που λέει.

 

Μετάφραση: Δρ Γιούλικα Κ. Masry (2003)

 

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ‘Ελεύθερο Βήμα’, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2003, σ. 7-8)



                * Στις 28 Αυγούστου του 1947 ο C. S. Lewis έστειλε το δοκίμιό του για τη συγχώρηση (OnForgiveness) στον ποιμένα της αγγλικανικής εκκλησίας Patrick Kevin Irwin, ο οποίος του το είχε ζητήσει για το περιοδικό της εκκλησίας St. Mary (Swaston, Cambridgeshire). Ωστόσο, δεν δημοσιεύτηκε τελικά γιατί έτυχε να πέσει στο μεσοδιάστημα της μετάθεσης του ποιμένα σε άλλη εκκλησία. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, το 1975, τα μέλη της οικογένειας του ποιμένα βρήκαν το χειρόγραφο του C. S. Lewis και το παρέδωσαν στη δημοσιότητα, οπότε και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά. Τις πληροφορίες αυτές μάς τις δίνει ο Walter Hooper στην εισαγωγή του στο βιβλίο του C. S. Lewis The Weight of Glory and Other Addresses (Το βάρος της Δόξας του Ουρανού και άλλα δοκίμια), Macmillan Publishing Company, έκδ. 1980 αναθεωρημένη και βελτιωμένη  (Σ.τ.μ.).

                [1] Το πώς, σύμφωνα με το λόγο του Θεού, γίνεται αυτή η συμφιλίωση διά του Ιησού Χριστού ο οποίος πήρε τη δική μας θέση επάνω στο Σταυρό, πλήρωσε με το θάνατό Του για τη δική μας αμαρτία και δια των πληγών Του ήρθε η δική μας γιατρειά και αποκατάσταση δια μέσου της πίστης, είναι κάτι για το οποίο ο C. S. Lewisέχει γράψει αλλού και ιδίως στο Mere Christianity (Ανόθευτος Χριστιανισμός) που πρωτοεκδόθηκε το 1947. Όπως είναι γνωστό, ο διάσημος C. S. Lewis των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ αναγεννήθηκε πνευματικά το 1931 και από τότε μέχρι το θάνατό του (το 1963) έγραψε πολλά βιβλία για τη ζωντανή πίστη και την προσωπική σχέση του ανθρώπου με το Θεό μέσω του Ιησού Χριστού, κάτι που τον έχει κάνει το δημοφιλέστερο χριστιανό συγγραφέα στον κόσμο (Σ.τ.μ.).

Comments are closed.