Πολύς λόγος γίνεται εδώ και πολύ καιρό για το χρέος της Ελλάδας, δηλαδή για τα δισεκατομμύρια που δανείστηκαν οι κυβερνήσεις μας τα τελευταία 30 χρόνια από άλλα κράτη και από μεγάλες ξένες τράπεζες (για την ακρίβεια τα δανείστηκαν οι κυβερνήσεις των δύο πιο μεγάλων κομμάτων της χώρας μας). Το χρέος μας αυτό μαζί με τους τόκους έχει γίνει πλέον τόσο τεράστιο, ώστε, παρ’ ότι δίνουμε κανονικά τις συμφωνημένες δόσεις όλα αυτά τα 30 χρόνια, δεν μπορούμε να το εξοφλήσουμε, κι αντί να μικραίνει, διαρκώς μεγαλώνει. Ήρθε λοιπόν τώρα η ώρα να πληρώσουμε το λογαριασμό, κι αυτοί που μας δάνεισαν τα λεφτά τους, τα θέλουν όλα πίσω και με κάθε τρόπο, εδώ και τώρα – όπως έλεγε ένας παλιότερος πρωθυπουργός μας, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που δανείστηκε μεγάλα ποσά για λογαριασμό της χώρας μας.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα χρέη μας στις τράπεζες. Οι περισσότεροι έχουμε πάρει δάνεια (κυρίως στεγαστικά, φοιτητικά, για αγορά αυτοκινήτου, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, για αγορά γεωργικών μηχανημάτων κ.ά.), αλλά και πιστωτικές κάρτες, με τις οποίες οι τράπεζες μας έδωσαν δανεικά με πολύ ψηλό τόκο (επιτόκιο 18%). Κι επειδή πολλοί δεν μπορούμε να τα εξοφλήσουμε, οι τράπεζες για να πάρουν πίσω τα λεφτά τους κάνουν κατάσχεση ό,τι βάλαμε υποθήκη (το ίδιο το ακίνητο, τα αυτοκίνητα, την ακίνητη ή κινητή μας περιουσία).
Τι γίνεται, λοιπόν, τώρα;
Μια παλιά ελληνική παροιμία λέει, ουκ αν λάβης παρά του μη έχοντος. Που σημαίνει, δεν έχω λεφτά για να σε εξοφλήσω, γι’ αυτό μη περιμένεις να σου δώσω τίποτα. Και, πράγματι, οι τράπεζες έχουν μεν να παίρνουν από πολλούς πελάτες τους, αλλά δεν θα τα πάρουν ποτέ, διότι οι πελάτες δεν διαθέτουν κανένα περιουσιακό στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να κατασχεθεί. Τελευταία ψηφίστηκε κι ένας νόμος, που μας διευκολύνει κάπως, δηλαδή να πληρώνουμε μικρότερη δόση και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εξόφλησης, ούτως ώστε να μη μας κατασχέσουν άμεσα το σπίτι κλπ.
Και με το μεγάλο χρέος της χώρας, τι γίνεται, πώς θα το εξοφλήσουμε; Ένας από τους τρόπους είναι το λεγόμενο «κούρεμα» του χρέους μας. Είναι κι αυτό ένας διακανονισμός, παρόμοιος με εκείνον που κάνουν οι τράπεζες. Δηλαδή να κουρέψουν (να κόψουν) ένα μέρος του χρέους μας (μέχρι και το μισό), και αυτά τα λεφτά που θα κουρευτούν να τα πληρώσουμε αργότερα στο μέλλον. Έτσι, οι δόσεις μας θα γίνουν πιο μικρές, μέχρι και στο μισό ποσό, οπότε θα μπορούμε να τις πληρώνουμε πιο εύκολα, χωρίς να μεγαλώνει το συνολικό ύπόλοιπο ποσό που οφείλουμε και χωρίς να φτάσουμε πάλι σε αδιέξοδο και μεγαλύτερο υπόλοιπο χρέους.
Όλα αυτά φαίνονται ευχάριστα, λογικά και δίκαια – εκ πρώτης όψεως. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουν μεγάλο και αιματηρό τίμημα. Έχουν ανασφάλεια, φόβο, απελπισία. Έχουν τεράστιο πόνο, φτώχεια και κακομοιριά. Διότι οι δανειστές μας δεν μας κάνουν χάρη. Το αντίθετο. Δέχονται μεν να μας εξυπηρετήσουν, αλλά με τους δικούς τους όρους. Κι αυτοί οι όροι είναι πολύ φοβεροί και τρομεροί. Θα έλθουν αμέσως εδώ στην Ελλάδα, θα εγκατασταθούν σε όλες τις υπηρεσίες και τα Υπουργεία, και θα μας κάνουν πλέον αυτοί κουμάντο σε όλα με το δικό τους τρόπο, χωρίς ευγένειες και λύπηση. Θα απολύσουν αμέσως χωρίς εφεδρείες και άλλα κόλπα, θα μειώσουν ακόμα περισσότερο τους μισθούς και τις συντάξεις, θα αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές τη δημόσια περιουσία, κ.ά. Μπορεί να γυρίσουμε 60 ή 70 χρόνια πίσω, όπως τον καιρό της κατοχής και της μετανάστευσης, τότε που οι παππούδες μας δεν είχαν να φάνε ούτε ένα κομάτι ψωμί, που μετανάστευαν στην Αμερική και Αυστραλία για να επιβιώσουν.
Την φοβερή και τρομερή αυτή κατάσταση είναι πολύ δύσκολο να τη συλλάβει ο νους μας, απλούστατα διότι κανείς μας δεν την έχει ζήσει. Μάθαμε στην καλοζωϊα και τις ευκολίες. Κι αυτοί που θα έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, θα είναι τα παιδιά μας, διότι δεν είναι μαθημένα ούτε στις παραμικρές δυσκολίες.
Δανεικά όμως δεν παίρνουν μόνον οι πελάτες των τραπεζών και τα κράτη, αλλά και …ο ίδιος ο Θεός! Η Αγία Γραφή στις παροιμίες ιθ:17 λέει, «Ο ελεών πτωχόν δανείζει εις τον Κύριον, και θέλει γίνει εις αυτόν η ανταπόδοσις αυτού». Αυτό σημαίνει ότι ο καλύτερος και πιο αξιόπιστος δανειολήπτης για να του δανείσεις τα λεφτά σου, ώστε να τα πάρεις πίσω στα σίγουρα και με καλό τόκο ή άλλου είδους ανταπόδοση, είναι ο Θεός. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ελεήσεις κάποιο φτωχό.
Το θέμα της ελεημοσύνης είναι πολύ μεγάλο και πολλές φορές αμφιλεγόμενο. Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Κάθε Παρασκευή πρωί καταφτάνει στην Κατερίνη ένα πούλμαν από τη γειτονική μας χώρα, τη Βουλγαρία. Από αυτό βγαίνουν κάτι κακομοίρηδες στην εξωτερική εμφάνιση, οι οποίοι ακροβολίζονται στην πόλη σε καίρια σημεία, μπροστά σε τράπεζες, στο ταχυδρομείο, στον πεζόδρομο, έξω από σούπερ-μάρκετ και άλλα μέρη που περνά πολύς κόσμος, και ζητιανεύουν. Τρεις όλο κι όλο ελληνικές λέξεις ξέρουν να πουν,
– Κύριε, σε παρακαλώ…
Μερικοί άλλοι έχουν και δείχνουν τυπωμένο ένα έντυπο, που δείχνει μια φωτογραφία ενός μικρού παιδιού, και τη γνωμάτευση ενός γιατρού ότι χρειάζεται κάποια επείγουσα εγχείριση.
Μερικοί άλλοι αντί να απλώσουν το χέρι, πουλάνε χαρτομάντηλα.
Μερικοί άλλοι παίζουν κιθάρα ή ακκορντεόν και περιμένουν να ρίξεις
κάποιο κέρμα στο κουτάκι.
Μερικοί άλλοι λένε ότι πεινάνε και ζητάνε 1 ευρώ για να αγοράσουν ένα
σάντουϊτς.
Μερικοί κάθονται καταγής και δείχνουν το ανάπηρο πόδι τους.
Μερικές γυναίκες κρατούν αγκαλιά ένα μωρό και το θηλάζουν…
Έχω έναν γνωστό, που έχει περιβόλι με ακτινίδια έξω από την Κατερίνη, και μια αγροτική αποθήκη με γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα, μπάλες τριφύλι κ.ά. Τα περιβόλια με τα ακτινίδια και οι γεωργικές αποθήκες στην περιοχή της Κατερίνης είναι ανοιχτά – δεν είναι φραγμένα με φράχτη. Έτσι, πολύ συχνά μπαίνουν διαρήκτες και αφαιρούν διάφορα χρήσιμα πράγματα, εργαλεία, καλώδια, μπαταρίες από τρακτέρ, τα ίδια τα ακτινίδια από τα δέντρα, κ.ά.
Μια μέρα πέρσι το Δεκέμβριο, ένα κρύο πρωϊνό, ο γνωστός μου έλειπε από το περιβόλι. Κάποιος γείτονας του τηλεφώνησε στο κινητό,
– Πήγαινε αμέσως στο περιβόλι, κάτι ύποπτο συμβαίνει στην αποθήκη σου, είδα πριν από λίγο να μπαινοβγαίνουν κάποιοι που έμοιαζαν σαν τσιγκάνοι ή Αλβανοί…
Έτρεξε και σε λίγη ώρα έφτασε στο περιβόλι. Πράγματι μέσα στην αποθήκη βρήκε 4 άτομα, έναν μαυριδερό άντρα, μια μαυριδερή γυναίκα και δύο παιδάκια, Ετοιμάστηκε να τους διώξει, όταν το μάτι του έπεσε στη γυναίκα. Κρατούσε ένα όμορφο μικρό μωρό στην αγκαλιά. Τον κοίταξε στα μάτια με κλαμένο πρόσωπο, και του είπε,
– Κύρι… εμείς… τέλι ντούλια…
Στο μυαλό του φίλου μου άστραψε η εικόνα της Μαρίας, του στάβλου, και του νεογέννητου Ιησού. Όχι μόνο δεν τους έδιωξε, αλλά τους βόλεψε όσο καλύτερα γινόταν, ώστε να τη βγάλουν μέχρι να βρουν καλύτερο κατάλυμμα.
Μια άλλη παρόμοια οικογένεια την ίδια εποχή πέρσι μια Κυριακή πρωί άνοιξε την πόρτα της εκκλησίας και μπήκε μέσα σε μια γωνιά. Έμοιαζε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Όλοι γύρισαν να τους δουν. Μετά το τέλος της συνάθροισης τους πλησίασε ένας διάκονος. Ο μεγαλύτερος του είπε,
– Κύριε, παρακαλώ έκι ντουλιά;
Η τελευταία αυτή περίπτωση θυμίζει πολύ τους δικούς μας γονείς και παππούδες, οι οποίοι τη δεκαετία του ’50 και ‘60 βρέθηκαν σε μεγάλη ανάγκη και ξενητεύτηκαν για να δουλέψουν στη Γερμανία, το Βέλγιο και σε άλλες μακρινές χώρες. σε βαριές δουλειές και κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Έμεναν σε αποθήκες, σε μικρά και κρύα δωμάτια πολλά άτομα μαζί, χωρίς ευκολίες, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα. Πολλές τοπικές εκκλησίες τότε τους δέχτηκαν και τους βοήθησαν τον πρώτο καιρό μέχρι να προσαρμοστούν.
Φτωχοί υπήρξαν και θα υπάρχουν πάντοτε. Όλο και κάποιο χέρι θα απλωθεί μπροστά μας, κι ένα πρόσωπο έτοιμο να κλάψει θα μας κοιτάξει στα μάτια, θα ζητήσει βοήθεια, και θα μας πει,
– Σε παρακαλώ πολύ…
Υστερόγραφο
——————-
Ο γνωστός μου, που είχε ελεήσει τους φτωχούς Βούλγαρους στην αποθήκη του στο περιβόλι, κατά κάποιο περίεργο και ανέλπιστο τρόπο οι δουλειές του και η παραγωγή του πήγαν πάρα πολύ καλά και βρέθηκε με τόσα πολλά λεφτά, που άλλαξε εντυπωσιακά ολόκληρη η ζωή του!