του Κυριάκου Κυριακού, Μαθηματικού
Στην Επιστολή προς Εφεσίους, κεφ. 2 και εδάφια 5 και 6 ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί τρεις λέξεις, στην πραγματικότητα τρία ρήματα, για να περιγράψει τον Χριστιανό. Τα ρήματα αυτά είναι, «εζωοποίησεν», «συνανέστησε», και συνεκάθισεν». Με τα λόγια αυτά ο Παύλος δεν περιγράφει κάτι που έκανε ό Χριστιανός, αλλά κάτι που έκανε κάποιος άλλος, και αυτός είναι ο Θεός. Αυτό σημαίνει ότι αν είμαι χριστιανός, αυτό δεν το οφείλω σε κάτι που έκανα εγώ, αλλά σε αυτό που έκανε ο Θεός.
Τα ρήματα αυτά γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα αν τα εξετάσουμε στο αρχαίο κείμενο όπου είναι «συνεζωοποίησεν», «συνείγηρεν» και «συνεκάθισεν». ΄Ολα τα ρήματα λοιπόν αρχίζουν με την πρόθεση «συν», που σημαίνει ότι όταν ο Θεός μάς επηρέασε όπως εξηγούν αυτά τα ρήματα, μαζί με μας επηρέαζε και κάποιον άλλον, και ο άλλος αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτό το εξηγεί ο Παύλος ολοκάθαρα: «συνεζωοποίησεν εν τω Χριστω» (εδ 5), και «συνήγειρε και συνεκάθισεν… εν Χριστώ Ιησού» (εδ. 6). Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι αν είμαστε χριστιανοί μοιραζόμαστε κάτι με τον Χριστό! Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε αυτά τα εδάφια με κάποια λεπτομέρεια.
Πρώτα απ όλα, ποιά ήταν η κατάσταση μας πριν γίνομε χριστιανοί; Στο πρώτο εδάφιο αυτού του κεφαλαίου ο Παύλος γράφει «και εσάς όντας νεκρούς διά τας παραβάσεις και αμαρτίας…». ΄Ημασταν λοιπόν αμαρτωλοί, τόσο πολύ, που ο Παύλος λέει ότι ήμασταν «νεκροί». Ο νεκρός δεν μπορεί να αντιδράσει σε τίποτε. Ακόμα λοιπόν και αν θέλαμε να αλλάξουμε τη ζωή μας και να γίνομε χριστιανοί αυτό θα μας ήταν αδύνατο, διότι ήμασταν νεκροί. Γράφοντας λοιπόν έτσι ο Παύλος δεν τα υπερβάλει. Η Γραφή διδάσκει ότι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, αμάρτησε και γι αυτό εισήλθε ο θάνατος. Εμείς ως απόγονοι του Αδάμ, έχουμε κληρονομήσει την αμαρτωλή του φύση. Δεν είμαστε αμαρτωλοί επειδή πράττουμε αμαρτίες, αλλά πράττουμε αμαρτίες επειδή είμαστε αμαρτωλοί – επειδή έχουμε αμαρτωλή φύση μέσα μας.
Και αν αυτό φαίνεται κάπως εξωφρενικό κοιτάξτε ένα παιδάκι πού νωρίς στη ζωή του αρχίζει να είναι ανυπάκουο στους γονείς του. Από πού έμαθε την παρακοή; Η απάντηση είναι ότι δεν χρειαζόταν να την μάθει. Η φύση του είναι αμαρτωλή και γι αυτό αμαρτάνει, και γι αυτό αμαρτάνουμε και εμείς. Είμαστε λοιπόν «νεκροί», και μας είναι αδύνατο να γίνουμε χριστιανοί με δικές μας προσπάθειες. Και αν υπάρχουν χριστιανοί σήμερα, υπάρχουν διότι ο Θεός με την άπειρη αγάπη Του επέμβηκε στη ζωή τους και τους έκανε χριστιανούς. Πώς έγινε αυτό;
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός περιγράφεται με τη φράση «μας συνεζωοποίησε μετά του Χριστού». Υπήρξε λοιπόν εποχή που ο Χριστός είχε πεθάνει, επειδή Τον είχαν σταυρώσει. Μετά τρεις μέρες όμως αναστήθηκε – ο Θεός Του έδωσε καινούργια ζωή, Τον ζωοποίησε. Λέει λοιπόν ο Παύλος, αυτή η ζωοποίηση του Χριστού έχει εφαρμογή και σε μας. Ο Θεός λοιπόν μας έδωσε νέα ζωή και έτσι μπορέσαμε να πιστέψουμε ότι ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας.
Αυτό το εξηγεί ακόμη πιο καθαρά στην Α΄ Κορινθίους Επιστολή όπου διαβάζουμε «καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ». Το σώμα μας λοιπόν μια μέρα θα πεθάνει, επειδή είμαστε απόγονοι του Αδάμ. Μια μέρα όμως θα ζήσουμε επειδή είμαστε πνευματικοί απόγονοι του Χριστού. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε μόνοι μας, επειδή είμαστε νεκροί. Μόνο ο Θεός μπορεί να μας ζωοποιήσει.
Το δεύτερο ρήμα που χρησιμοποιεί ο Παύλος είναι «συνανέστησε» (διά Ιησού Χριστού). Είναι πιθανόν να νομίσουμε ότι γράφοντας ο Παύλος «συνανέστησεν» δεν είπε κάτι καινούργιο. Το «συνεζωοποίησεν» αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού. Τέτοια άποψη όμως είναι λάθος. ΄Οταν ο Παύλος αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού, δεν αναφέρεται απλώς σε ένα ιστορικό γεγονός. Η ανάσταση του Χριστού είχε ένα σπουδαίο πνευματικό αποτέλεσμα. Ας ακούσουμε πως το εξηγεί ο Πάυλος στο Ρωμαίους 4: 25: (ο Χριστός) «παρεδόθη δια τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών». ΄Οταν ο Χριστός πέθανε, πέθανε διότι είχε φορτωθεί όλες μας τις αμαρτίες, για τις οποίες πλήρωσε με τη ζωή Του. Αυτή ήταν μια τεραστία θυσία που έκανε για όφελός μας. Πού το ξέρουμε όμως ότι ο Θεός δέχθηκε τη θυσία Του; Η απάντηση είναι ότι ο Θεός τον ανάστησε. Η ανάσταση Του σημαίνει ότι ο Θεός δέχθηκε τη θυσία Του, και ως αποτέλεσμα όσοι πιστεύουν στο Χριστό ό Θεός τους δέχεται ως δίκαιους: «ανέστη δια την δικαίωσιν ημών».
΄Οταν λοιπόν λέει «συνανέστησεν» δεν εννοεί απλώς ότι ο Θεός μας έδωσε καινούργια ζωή, αλλά ότι ο Θεός μας έχει δικαιώσει: από τώρα και στο εξής μας θεωρεί δίκαιους. ΄Εχουμε λοιπόν το θάρρος να Του αποτεινόμαστε όταν προσευχόμαστε, ξέροντας ότι μας ακούει, όχι διότι είμαστε καλοί άνθρωποι, αλλά διότι μας δικαίωσε μέσω του Χριστού.
Το τρίτο ρήμα που χρησιμοποιεί ο Παύλος είναι «συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις διά Ιησού Χριστού». Αυτό συμφωνεί με την διδαχή ολόκληρης της Αγίας Γραφής, ότι μια μέρα θα είμαστε στον ουρανό με το Χριστό, για όλην την αιωνιότητα. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι εδώ ο Παύλος δεν γράφει για το μέλλον, αλλά για το παρελθόν. Χρησιμοποιόντας τον αόριστο γράφει «συνεκάθισεν» – κάτι που συνέβη στο παρελθόν. Γιατί αυτό; Η απάντηση είναι ότι ο Θεός ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον, και μπορεί να αναφέρεται στο μέλλον χρησιμοποιώντας τον αόριστο. Το ότι θα είμαστε στον ουρανό στην παρουσία Του είναι τόσο σίγουρο, που αναφέρεται σ’ αυτό σαν να είχε ήδη γίνει. Αυτό σημαίνει ότι η θέση μας στον ουρανό είναι εξασφαλισμένη. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα είμαστε εκεί, τόσο σίγουροι που ο Θεός μιλά σαν να είμαστε ήδη στον ουρανό.
Υπάρχει μόνο ένας τρόπος με το οποίον μπορούμε να ανταποκριθούμε σε τέτοια διδασκαλία. ΄Ημασταν νεκροί αμαρτωλοί. Ο Θεός όμως μας αγάπησε τόσο πολύ που έκανε τη μεγάλη θυσία για να εξασφαλίσει τη θέση μας στον ουρανό. Πολλοί όταν ακούσουν ότι ο Θεός είναι αγάπη νομίζουν ότι ο Θεός είναι πρόθυμος να παραβλέψει τις αμαρτίες μας και να πει «δεν πειράζει». Η αγάπη του Θεού όμως είναι πολύ πιο μεγάλη. Ο Θεός απεχθάνεται την αμαρτία. Αντί όμως να μας τιμωρήσει έστειλε το Υιό Του για να πεθάνει για τις αμαρτίες μας, να μας δώσει νέα ζωή και να μας εξασφαλίσει μια θέση στον ουρανό. Του αξίζει κάθε δόξα και τιμή και λατρεία που μπορούμε να Του δώσουμε.