Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης
Έχω μαζέψει 34 κάρτες υποψηφίων. Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, να σου μπροστά μου και κάποιος από αυτούς. Στο καφενείο, στον πεζόδρομο, σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια, μνημόσυνα κλπ.), όπου δύο ή τρεις συνηγμένοι, εκεί κι ο υποψήφιος. Όλοι ζητούν την ψήφο μου, της οικογένειας, κι αν είναι δυνατό από όλο το σόϊ.
Κι εγώ ο αφελής αναρωτιέμαι: Τι τους έπιασε στα καλά καθούμενα και τρέχουν να μας σώσουν; Τελικά, για ποιον τρέχουν;
Ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Εκεί που μας είχαν ξεχάσει όλοι, εκεί που κανείς δεν ενδιαφερόταν για μας και τα προβλήματά μας, όλοι οι υποψήφιοι έγιναν πιο φιλικοί. Άλλαξαν πρόσωπο, διάθεση και εμφάνιση. Φόρεσαν γραβάτες και κοστούμια, ξεχύθηκαν στους δρόμους και δώσ’ του οι χειραψίες. Όλοι έχουν ένα μόνιμο χαμόγελο κι άρχισαν να ενδιαφέρονται για μένα:
– Πού είσαι, φίλε μου; Έχω τόσο καιρό να σε δω και ν’ ακούσω νέα σου!
Και σε σκεφτόμουν συνέχεια…
Κι εγώ τρίβω τα μάτια μου, αν ζω σε όνειρο ή την πραγματικότητα.
Για σκέψου, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ενδιαφέρονται για μένα, που με σκέφτονται, που ζουν με την αγωνία τη δική μου…!
Μέχρι και για την πεθερά μου ενδιαφέρονται, που έχει πεθάνει πριν από 8 χρόνια:
– Τι κάνεις, ρε συ; Πώς πας; Τα παιδιά καλά; Όλοι καλά; Η μαμά, η πεθερά σου, πώς πάνε με την υγεία τους; Να τους δώσεις πολλούς χαιρετισμούς!
Ένας φίλος, που ήθελε να μου κάνει πλάκα, μού πρότεινε να βάλω κι εγώ υποψηφιότητα. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή το σκέφτηκα, έπεσα στην παγίδα και τσίμπησα το δόλωμα:
– Καλός και τίμιος άνθρωπος είσαι, μορφωμένος είσαι, οι άλλοι τι έχουν περισσότερο από σένα, μήπως καλύτερες ιδέες; Ή μήπως είναι πιο όμορφοι;
· Αυτό το τελευταίο, περί ομορφιάς, με προβλημάτισε κάπως. Πήγα αμέσως στον καθρέφτη, μισοχαμογέλασα όπως κάνουν οι υποψήφιοι, αλλά ομολογώ ότι υστερώ ως προς την εμφάνιση. Μπορεί μερικοί μεγάλοι στην ηλικία να συγκινηθούν από τη φαλάκρα μου, αλλά οι νέοι ψηφοφόροι σίγουρα θα με μαυρίσουν. Εκτός κι αν βάλω περούκα.
· Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν τι θα φορούσα. Θα έπρεπε να αγοράσω δυο-τρία καινούργια κοστούμια, και μερικές γραβάτες, σύμφωνα με το χρώμα του κόμματος που θα με υποστήριζε. Επίσης μερικά σκούρα πουκάμισα που είναι της μόδας και δεν τα πάω. Αυτό δεν μου άρεσε γιατί απεχθάνομαι να φοράω κοστούμι και γραβάτα, πνίγομαι, ιδίως όταν κάνει ζέστη, χώρια που θα πλήρωνα στα καλά καθούμενα κι ένα σωρό λεφτά.
· Ύστερα, θα έπρεπε να πάω να φωτογραφηθώ με ελαφρό αινιγματικό χαμόγελο αλά Τζιοκόντα – για να μη με πάρουν και για μεγάλο ψώνιο – και να τυπώσω χιλιάδες καλλιτεχνικές κάρτες για να μοιράζω αβέρτα σε γνωστούς και άγνωστους. Αυτό θα ήταν ένα επιπλέον έξοδο.
· Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να οργανώσω προεκλογικό αγώνα, με τα ανάλογα έξοδα, να κερνάω καφέδες αβέρτα κουβέρτα σε όλους, κλπ. Επίσης, να κάνω απ’ το πρωί ως το βράδυ αμέτρητα τηλεφωνήματα, να παρατήσω το σπίτι μου, το αγαπημένο μου ψάρεμα και όλες τις άλλες ευχάριστες ασχολίες, και να αρχίσω να κάνω χειραψίες με χιλιάδες γνωστούς και άγνωστους.
· Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσα να θυμηθώ τα ονόματα και την οικογενειακή κατάσταση όλων. Ούτε ήξερα τι θα υποσχόμουν στον καθένα, λ.χ. κανένα διορισμό, μετάθεση, έγκριση δανείου, κ.ά. Επομένως, θα έπρεπε να ξενυχτάω να ενημερώνομαι για όλα τα θέματα, τα προβλήματα και τις ανάγκες του καθενός. Και να υπόσχομαι στον καθένα ότι από τώρα να είναι βέβαιος ότι το θέμα του έχει ήδη τακτοποιηθεί.
· Αυτό το ρήμα «τακτοποιώ», βέβαια, θα με γλύτωνε από τύψεις συνείδησης, διότι άλλο είναι να υπόσχεσαι ότι θα το λύσεις το πρόβλημα οπωσδήποτε, να μένει ήσυχος και να περιμένει, κι άλλο ότι θα το «τακτοποιήσεις», που σημαίνει ότι το έχεις στα υπόψη, δηλαδή ότι τον έχεις γραμμένο, και με την πρώτη ευκαιρία, αν υπάρχει κάποτε ευκαιρία στο απώτερο ή απώτατο μέλλον –δηλαδή ζήσε Μάη να φας τριφύλλι που λένε.
· Έπρεπε να κάνω και πρόβες, πώς θα μιλάω μπροστά στον κόσμο, κάτι που δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να ξεκινάω την ομιλία μου κάπως έτσι, όπως οι άλλοι, που λένε, «Λαέ της Πιερίας, είμαι βαθιά συγκινημένος. Είμαι βαθιά συγκινημένος, λέγω, για την μεγαλειώδη υποδοχή που μου επιφυλάξατε…». Και, καλά εάν μεν είχαν συγκεντρωθεί πολλοί. Εάν είχαν μαζευτεί μόνο τρεις κι ο κούκος, πώς θα άρχιζα την ομιλία μου;
· Πες, όμως, ότι ο κόσμος με ψηφίζει και βγαίνω. Τι θα κάνω μετά; Πού θα βρω τα λεφτά να ικανοποιήσω όλους εκείνους που πίστεψαν τις υποσχέσεις μου; Ακούω ότι οι περισσότεροι Δήμοι έχουν οικονομικά προβλήματα. Αντί να προσλαμβάνουν υπαλλήλους απολύουν.
· Και τι θα πω στους άνεργους, στους άστεγους, τους άπορους με τα συσσίτια, τους απολυμένους, τους απλήρωτους, τους ανασφάλιστους, τους αγανακτισμένους; Τι θα κάνω με τα χαράτσια και τους φόρους; Σίγουρα θα αποκτήσω αντιπάλους και εχθρούς, που θα με βρίζουν και θα με καταριούνται.
Μετά από όλα αυτά, δείλιασα κάπως. Σκέφτηκα ότι, καλύτερα να πάω για ευρωβουλευτής. Τουλάχιστον εκεί στις Βρυξέλες δεν θα ήξερε κανείς τι κάνω, ούτε θα έδινα λογαριασμό σε κανέναν. Οπωσδήποτε κι ο μισθός θα ήταν μεγάλος, γύρω στα 12.500 το μήνα. Πάντα ονειρευόμουν να κάνω τουρισμό στο εξωτερικό και να τη βγάζω με τζάμπα δεξιώσεις και ξεναγήσεις.
Στο κάτω-κάτω, ξέρω από ψάρεμα. Η Μαρία Δαμανάκη που είναι Επίτροπος Αλιείας, τι περισσότερο ξέρει από μένα, και τόσα χρόνια τι έχει κάνει; Κάθε χρόνο τα ψάρια μειώνονται και έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.
Ρώτησα τη γυναίκα μου εάν συμφωνεί, κι αν θα με βοηθήσει στον προεκλογικό αγώνα. Η απάντησή της δεν με ενθάρρυνε και πολύ:
Καλά, δεν έχεις καθόλου μυαλό;
Για κούνα λίγο το κεφάλι σου για να συνέλθεις!
Πού πάς, ξυπόλυτος στ’ αγκάθια;
Ποιος σου φούσκωσε τα μυαλά;
Ξέρεις πού πας να μπλέξεις; Για τέτοια πράγματα είσαι εσύ;
Δεν κάθεσαι καλύτερα στα αυγά σου, λέω εγώ;
Μετά από όλα αυτά, κάθισα στα αυγά μου και απέσυρα την υποψηφιότητα.
Πήρα τις πετονιές μου και πήγα να ηρεμήσω στη θάλασσα.
Με τρώει, όμως, η απορία, αυτοί που κατεβαίνουν στις εκλογές:
· Πώς θα μας σώσουν;
· Γιατί όλοι πριν από αυτούς δεν μας έσωσαν;
· Τι τους έπιασε ξαφνικά και ξαμολήθηκαν και τρέχουν;
· Τελικά, για ποιον τρέχουν;