Γράφει ο Χάρης Ι. Νταγκουνάκης, Νομικός
Η ελληνική κοινωνία κατα καιρούς παρακολουθεί άλλοτε με ενδιαφέρον, άλλοτε με αδιαφορία, άλλοτε με αγωνία και κάποτε με αποτροπιασμό διάφορα “μεγάλα” θέματα. ΄Ενα απ’ αυτά που έχει προβληθεί κατά κόρον, μπορεί να πει κανείς. Είναι το θέμα του ασυμβίβαστου.
Είχε ξεκινήσει πριν από μερικά χρόνια με το ασυμβίβαστο των βουλευτών και ορισμένων επαγγελμάτων. Δεν μπορεί κανείς να είναι βουλευτής και παράλληλα να έχει π.χ. δικηγορικό γραφείο. Ή έπρεπε να παραιτηθεί από βουλευτής ή να κλείσει το δικηγορικό του γραφείο. Και τα δύο δεν γίνεται.
Κάπως παλιότερα είχε διατυπωθεί ο προβληματισμός αν μπορεί κανείς να είναι βουλευτής και πολύ περισσότερο κυβερνητικός παράγων, και παράλληλα να είναι φίλος μεγάλων επιχειρηματιών, να μπαινοβγαίνει σε κότερα ή να ξημεροβραδιάζεται με εφοπλιστές.
Πρόσφατα ψηφίστηκε νόμος που δεν επιτρέπει να είναι κανείς ιδιοκτήτης ή μέτοχος σε κάποιο μέσον μαζικής ενημέρωσης και παράλληλα να είναι επιχειρηματίας. Κι επίσης μεγάλος ντόρος έγινε για το ασυμβίβαστο του λειτουργήματος του δημοσιογράφου και της ιδιότητας του υπαλλήλου σε δημόσια υπηρεσία ή φορέα. Ή το ένα θα είσαι ή το άλλο…
Τέλος, αυτό που με φρίκη παρακολουθεί κανείς στο πολύ πρόσφατο χρονικό διάστημα είναι κάτι που το ίδιο το Ευαγγέλιο επαναλαμβάνει μέσα από τις σελίδες του: το ασυμβίβαστο ανάμεσα στον άνθρωπο που υπηρετεί τον Θεό και σ’ έναν που του αρέσει να ζει τη ζωή της αμαρτίας. Βέβαια, εδώ θα πει κανείς ότι ανοίγονται μεγάλα θέματα που στη δική μας ανεκτική εποχή σηκώνουν πολλή κουβέντα. Λόγου χάρη, τι σημαίνει “υπηρετώ τον Θεό”, τι σημαίνει “αμαρτία”, τι σημαίνει “αφιέρωση” σ’ έναν χριστιανικό τρόπο ζωής, τι σημαίνει αυτό που είπε ο Χριστός, «Εάν τα μάθατε αυτά, θα είστε μακάριοι αν τα εφαρμόζετε κιόλας» (Ιωάννης 13,7 –Νέα Μετάφραση της Βίβλου); Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι αρκετό να σπουδάσει κανείς τα θεολογικά πράγματα, να μάθει απ’ έξω –όπως πολλοί συνηθίζουν– τα λόγια της Γραφής, ίσως να διδάξει ή να κηρύξει τα νάματα του Ευαγγελίου. Εκείνο που καταξιώνει τον οπαδό του Χριστού, είτε είναι μικρός και άγνωστος είτε επώνυμος και μεγάλος, είναι τι πράττει και όχι τι λέει ως χριστιανός. Κι αν τα πράττει, τότε είναι “μακάριος”, δηλαδή αδιάσπαστα ενωμένος με τον Θεό.
Οι κάθε είδους δικαιολογίες “ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί”, “όλοι φέρουμε σάρκα” ή “έτσι κάνουν όλοι”, δεν επαρκούν για ν’ ακυρώσουν τα λόγια του Χριστού, που είναι Αυτός η κεφαλή της Εκκλησίας. Κι αν συνυπολογίσει κανείς τα όσα γίνονται συχνά πυκνά γνωστά διεθνώς για παρόμοιες ανήθικες καταστάσεις και σε άλλες εκκλησιαστικές Ομολογίες, τότε το συμπέρασμα που καταλήγουμε είναι αυτό που πάλι ο Κύριος ημών είπε για τους υποκριτές θρησκευτικούς διδασκάλους του καιρού του: «Όσα λοιπόν σας λένε να τηρείτε, να τα τηρείτε και να τα πράττετε· να μην κάνετε όμως κατά τα έργα τους, γιατί λένε μόνο και δεν πράττουν» (Ματθαίος 23,2 –ΝΜΒ).
Άρα η εν Χριστώ ζωή δεν είναι θέμα δογματικής τοποθέτησης ή εκκλησιαστικού αξιώματος, αφού και η αμαρτία δεν είναι θέμα δογματικής τοποθέτησης ή εκκλησιαστικού αξιώματος! Βλέπετε, η κατά Χριστόν ζωή είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να μένει στον εξωτερικό τύπο μιας οποιαδήποτε εκκλησιαστικής κουλτούρας. Η ζωή του Χριστός μέσα στον άνθρωπο είναι θέμα προσωπικής σύνδεσης του ανθρώπου με τον Θεό δια του Χριστού.
Τι είδους χριστιανοί είμαστε; Συμβιβασμένοι και διαπλεκόμενοι με την αμαρτία ή ξεχωρισμένοι απ’ αυτήν για να ζήσουμε αποκλειστικά για τον Χριστό; Πάλι ο Χριστός είπε το μοναδικό: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν∙ ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει». Πάει να πει, το θείο ασυμβίβαστο: «Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους· γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο» (Ματθαίος 6,24 –ΝΜΒ).