του Παναγιώτη Σταυρινού, Μαθηματικού
Είχε νυχτώσει αλλά οι βομβαρδισμοί στα περίχωρα της Τύρου από τα ισραηλίτικα αεροπλάνα συνεχίζονταν. Ο Ρασίντ πήρε το ημερολόγιό του, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε βράδυ και άρχισε να γράφει στο λιγοστό φως ενός λυχναριού. «… Σήμερα κηδέψαμε τον ξάδελφό μου Χασάν. Σκοτώθηκε με τρία άλλα παιδιά της γειτονιάς μου στον χθεσινό βομβαρδισμό του χωριού μας. Ακόμα με βασανίζουν τα ίδια ερωτήματα. Γιατί ο Χασάν και όχι εγώ; Μήπως Αυτός που αποφασίζει κρίνει με στοιχεία που εμείς αγνοούμε; Άραγε πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας και τη θέση μας μέσα στην αιωνιότητα και όχι σε μια ασήμαντη χρονική διάρκεια 70-80 χρόνων; Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είμαστε σε μια κληρωτίδα που την περιστρέφει ο ανθρώπινος παραλογισμός και κατά τύχη περνάμε από την τρύπα του θανάτου. Διότι τότε δεν υπάρχει Θεός κυρίαρχος του σύμπαντος. Εγώ όμως πιστεύω ότι υπάρχει έστω και αν δεν κατανοώ όλες τις αποφάσεις Του…». Ο Ρασίντ αναγκάστηκε να σταματήσει το γράψιμο γιατί ένοιωσε το σπίτι να σείεται συθέμελα. Πρόλαβε να γράψει κάτι τελευταίο. «Εγώ δεν είμαι Αμερικανόπουλο για να κάνω σχέδια για το μέλλον. Αύριο κλείνω τα 15 αλλά ίσως να μην είμαι στη ζωή. Υ.Γ Σήμερα ελευθέρωσα τον Παβαρόττι, το καναρίνι μας και με το λιγοστό νερό που μας απέμεινε πότισα το γιασεμί στη βεράντα. 12/8/2006».
Το πρωί 13 Αυγούστου 2006, καθώς η διμοιρία του Ισραηλίτη λοχία Ααρών περνούσε μέσα στα ερείπια ενός βομβαρδισμένου σπιτιού, η ματιά του έπεσε σε ένα χοντρό τετράδιο. Έσκυψε και το πήρε. Στο εξώφυλλο έγραφε. «Το ημερολόγιό μου. Ρασίντ Χ». Το μετροφύλλισε και επειδή ήξερε αραβικά διάβασε την τελευταία σελίδα. Ύστερα το έκρυψε στο γυλιό του και με φωνή τρεμουλιαστή είπε στους άντρες του. «Προχωράμε». Γύρισε λοξά το πρόσωπο και με τη λερωμένη του παλάμη σκούπισε ένα δάκρυ που αυλάκωνε το μάγουλό του.