Γράφει ο η Δρ Μυρτώ Θεοχάρους
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια να παραδεχτεί κανείς ότι για το δυτικό κόσμο, ο Θεός έχει «πεθάνει». Αυτό δεν είναι δήλωση για τον Θεό αλλά είναι δήλωση για την πνευματική κατάσταση του δυτικού ανθρώπου.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια να παραδεχτεί κανείς ότι για το δυτικό κόσμο, ο Θεός έχει «πεθάνει». Αυτό δεν είναι δήλωση για τον Θεό αλλά είναι δήλωση για την πνευματική κατάσταση του δυτικού ανθρώπου. Η εκκοσμίκευση έχει εισχωρήσει σε κάποιο βαθμό σε όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πιστούς πολλών θρησκειών. Ο άνθρωπος εξήγησε το σύμπαν και τον εαυτό του επιστημονικά και κατέφυγε στην ύλη, και ειδικά στην τεχνολογία ως σωτήρα του από την ανία, την πλήξη και την αδυναμία διατήρησης σχέσεων.
Στον αθεϊστικό κόσμο παρατηρούμε το ρεύμα των Νέων Αθεϊστών (βλ. Dawkins, Hitchens, κ.α.) οι οποίοι στρέφονται επιθετικά ενάντια στη θρησκεία, την κατηγορούν ως τη ρίζα όλων των δεινών και αρνούνται να της αναγνωρίσουν το σημαντικό ρόλο που κατέχει στις ζωές μύριων ανθρώπων. Αυτοί όμως δεν χαίρουν ιδιαίτερου σεβασμού από τους σοβαρούς αθεϊστές στοχαστές. Μάλιστα, αρκετοί τους ονομάζουν «ξεροκέφαλους», «ερασιτέχνες», «προπτυχιακούς».
Οι στοχαστές απ’ το αθεϊστικό στρατόπεδο τους οποίους μπορεί κανείς να πάρει στα σοβαρά είναι επιστήμονες που δεν στρουθοκαμηλίζουν μπροστά στο τεράστιο κενό που αφήνει η εκκοσμίκευση, και παραδέχονται αυτή την έμφυτη τάση του ανθρώπου να αναζητεί το υπερβατικό, το υπερφυσικό. Αναγνωρίζουν την αποτυχία της επιστήμης να δώσει απαντήσεις στις βαθύτερες αναζητήσεις του ανθρώπου και να σιγάσει το αίτημά της ψυχής του για κάποιου είδους πνευματικότητα.
Σ’ αυτή τη γενναία αναγνώριση πώς να ανταποκριθεί κανείς; Πώς να γεμίσει το κενό; Μπορεί κανείς να διατηρήσει την απόρριψη του υπερφυσικού και ταυτόχρονα να καλύψει την ανθρώπινη ανάγκη για υπέρβαση, για πνευματικότητα, για εσωτερική ειρήνη και αφιέρωση σε απόλυτες ανθρωπιστικές αξίες; Πριν κάποιο καιρό είχα γράψει για τον Αλαίν ντε Μποττόν και το βιβλίο του Θρησκεία για Άθεους στο οποίο επιχειρεί να δανειστεί θρησκευτικά στοιχεία, όπως π.χ. τα γεύματα αγάπης και τις εκκλησιαστικές συνάξεις, και να τα αφομοιώσει μέσα στο αθεϊστικό σύστημα έτσι ώστε να παράγει ένα βίο που να καλύπτει τις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου, χωρίς όμως να τον αναγκάζει να αναγνωρίσει την ύπαρξη κάποιου Θεού. Παρόλο τον ερασιτεχνισμό και την επιφανειακότητα του Αλαίν ντε Μποττόν, αυτό το εγχείρημα τύπου «και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος» δείχνει την τραγικότητα της εσωτερικής πάλης του εκκοσμικευμένου ανθρώπου που μένει ξεκρέμαστος, που ροκανίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Φαίνεται να παραμένει εγκλωβισμένος στον καταναλωτισμό της εποχής του, όπου θεωρεί ότι μπορεί να «ψωνίσει» πνευματικές πρακτικές για να γεμίσει το έλλειμά του χωρίς σημείο αναφοράς στο θείο. Αυτή είναι μάλλον μια ζωή συνεχούς πειράματος για το «τι δουλεύει» και «τι με καλύπτει» και για τον επιπλέον λόγο ότι απουσιάζει και οποιαδήποτε αυθεντία η οποία να απαιτεί αφοσίωση. Ο καταναλωτής δεν αναγνωρίζει εξουσία παρά μόνο στην ικανοποίηση του εαυτού. Ενδεχομένως, θα μπορούσε να καλύψει κανείς το κενό της πνευματικότητας και με τη χρήση ναρκωτικών. Αυτή δεν είναι κριτική μόνο για αθεϊστές καταναλωτές αλλά θα μπορούσε να είναι κριτική και για πιστούς που αξιολογούν εκκλησίες ή αποχρώσεις ανάλογα με το πόσο high ήταν η εμπειρία που βίωσαν εκεί. Αν δεν καλυφτεί αυτό το κενό, πολύ απλά μπορούν να «ψωνίσουν» σε άλλη εκκλησία.
Αφενός ο άθεος αδυνατεί να «κλίνει γόνυ» μπροστά σ’ έναν Θεό γιατί ο κόσμος του είναι απόλυτα φυσιοκρατικός. Γι αυτόν θα ήταν διανοητική αυτοκτονία, ένα βήμα στο κενό, να δεχτεί την ύπαρξη του Θεού και μια σχέση μαζί του. Αφετέρου όμως ζηλεύει τη συμφιλίωση του πιστού με το υπερφυσικό, την ικανότητα του να βλέπει την αιωνιότητα του ανθρώπου, την πρακτική της προσευχής, της ύπαρξης του θαύματος, της κοινωνίας με άλλους, της ελπίδας μέσα στον πόνο, της θυσίας.
Αναγνωρίζει, επίσης, ότι η επιλογή θρησκείας είναι κι αυτή ανέφικτη. Για να «αγοράσει» κανείς μια θρησκεία θα πρέπει να τη βιώσει από μέσα. Μόνο έτσι μπορεί να γνωρίζει καλά το «προϊόν» που πρόκειται ν’ αγοράσει. Είναι, όμως, αδύνατο ένας άνθρωπος να εισχωρήσει βιωματικά και διανοητικά σε όλες τις υπαρκτές θρησκείες του κόσμου μας και να είναι σε θέση να κάνει μια συνειδητή και μελετημένη επιλογή. Ούτως ή άλλως, για να εισχωρήσει κανείς βιωματικά σε μια θρησκεία, θα πρέπει να είναι ήδη πιστός σ’ αυτή τη θρησκεία, να είναι δηλαδή αυθεντικό το βίωμά του, αλλιώς δεν «γνώρισε» ουσιαστικά το προϊόν το οποίο δοκιμάζει. Είναι σαν να λέει κανείς «θέλω να δοκιμάσω το κολύμπι για να αποφασίσω αν μπορώ να αφεθώ στο νερό». Μα αν δεν αφεθείς δεν έχεις δοκιμάσει το κολύμπι. Δεν είσαι σε θέση να το αξιολογήσεις. Αδιέξοδο.
Μπορεί κανείς να απαντήσει ότι αυτό το κενό μέσα στον άνθρωπο αποτελεί ένδειξη και της ύπαρξης του αντικειμένου που είναι ικανό να το γεμίσει, δηλαδή του Θεού. Αυτή η απάντηση όμως δεν λύνει το πρόβλημα του άθεου. Αν πράγματι υπάρχει εκεί έξω η πραγματικότητα που θα καλύψει αυτό το κενό, τότε ποια είναι αυτή; Σε ποια θρησκεία θα τη βρω; Πώς να την «αγοράσω»; Είναι μια απάντηση που ενθαρρύνει τον άθεο να συνεχίσει την καταναλωτική του αναζήτηση. Και δεν είμαι καν σίγουρη αν αυτή είναι η εμπειρία και η μαρτυρία των πλείστων πιστών που «γνώρισαν» τον Θεό. Εδώ αξίζει να μελετηθούν μαρτυρίες πιστών. Εγώ, τουλάχιστον, σπάνια έχω ακούσει πιστό να ομολογεί ότι κατόπιν βαθιάς μελέτης, εξέτασης και δοκιμής όλων των θρησκειών που θα μπορούσε να γνωρίσει τελικά επέλεξε τον Χριστιανισμό. Υπάρχουν οι πιστοί που γεννήθηκαν μέσα σε χριστιανική οικογένεια και παρέμειναν και οι ίδιοι στον ίδιο δρόμο, αλλά υπάρχουν και πιστοί που εισχώρησαν στον Χριστιανισμό κατόπιν κάποιου βιώματος, αναγνώρισης, συνειδητοποίησης, φώτισης, μιας θείας «εισβολής» στον κόσμο τους (π.χ. Απόστολος Παύλος). Το καταναλωτικό στοιχείο είναι σχεδόν πάντοτε απόν.
Τόση ώρα μιλάμε για το κενό του αθεϊσμού. Έχω την εντύπωση, όμως, ότι αυτό το κενό δεν είναι αποκλειστικότητα του αθεϊστή ούτε είναι αυτό που διαφοροποιεί τον πιστό από το μη πιστό. Ο ειλικρινής πιστός (κι εδώ δεν μιλάω για το χαζοχαρούμενο, το σούπερ-ήρωα της πίστης που θριαμβολογεί ή αυτόν που ποτέ δεν βίωσε τον Θεό να κρύβεται ή μάλλον κατάφερε να καταπιέσει τη δυσάρεστη και άβολη αυτή εμπειρία) γνωρίζει ότι η πίστη είναι εμπιστοσύνη στο κενό. Μπορεί να έχει καλύψει ο πιστός το κενό της υπέρβασης και της πνευματικότητας, της αίσθησης της παρουσίας του Θεού σε κάποιες στιγμές της ζωής του αλλά πάντοτε έρχεται η αμφισβήτηση, η λεγόμενη «έρημος», η σιωπή των ουρανών.
Ο Michael Novak στο βιβλίο του No One Sees God: The Dark Night of Atheists and Believers (NY: Doubleday, 2008) εξετάζει εξομολογήσεις πιστών από διάφορες εκκλησιαστικές ομολογίες και δείχνει ακριβώς αυτό: ότι η απουσία του Θεού είναι κοινός τόπος για τον πιστό και για τον άθεο. Η υπέρβαση στον πιστό γίνεται μέσω μιας υπέρλογης πίστης που προχωρά στο σκοτάδι. Ο πιστός υπερβαίνει την ηθική αξιολόγηση του Θεού, κράζει το «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;» αλλά προχωρά μόνος μέχρι τέλους σε μια φαινομενικά μονόπλευρη σχέση (βλ. Ιώβ). Η πίστη είναι ακριβώς αυτό. Οτιδήποτε άλλο είναι ένα νταλαβέρι με τον Θεό. Μια εμπορική σχέση που λήγει μόλις τελειώσει το πάρε-δώσε.
Άρα, αυτό το κενό με συνδέει με τον άθεο. Ας είμαστε ειλικρινείς. Είμαστε πιο κοντά πιστοί και άθεοι απ’ όσο νομίζουμε. Η διαφορά δεν είναι ότι εγώ έχω το μυστικό να καταφέρνω να γεμίζω το κενό. Η διαφορά είναι ότι κάποιος με συνάντησε πριν απ’ το κενό, με πρόσωπο, με φωνή, με προσταγή και με στιγμάτισε τόσο πολύ σε σημείο που κανένα κενό δεν λαμβάνει πια τον τελευταίο λόγο. Δεν έχω συνταγή για τον άθεο. Έχω μόνο ομολογία, κατανόηση και προσευχή.