του Παναγιώτη Κανταρτζή
Δύο σκέψεις γύρω από όλη τη συζήτηση περί του επικείμενου τέλους του κόσμου.
Η πρώτη αφορά την μεγάλη έκταση και δημοσιότητα που έλαβε το θέμα. Αναρωτιέμαι γιατί. Είναι άραγε αυτό που πρότεινε σε ένα post του στο facebook ο γνωστός θεολόγος Miroslav Volf; Έγραψε το εξής: «Γιατί οι προφητείες για τον ερχομό της ημέρας του τέλους είναι τόσο δημοφιλείς; Επειδή πολλοί νιώθουν ότι υπάρχει κάτι βαθειά προβληματικό με τον κόσμο που τον κάνει να αξίζει μια μέρα να τελειώσει».
Η δεύτερη σκέψη αφορά την πλάκα και τον χαβαλέ που γίνεται γύρω από το θέμα. Φυσικά το να προσδιορίζεις την ημέρα του τέλους με βάση τους χάρτες των Μάγια ή τις προφητείες του Νοστράδαμου ή με τις προβλέψεις του κάθε ιεροκήρυκα είναι όντως για γέλια. Όμως ταυτόχρονα εδώ βλέπω κάτι βαθύτερο. Βλέπω την ανάγκη του ανθρώπου να ξορκίσει τον φόβο του τέλους. Γελάει και αστειεύεται επειδή βαθιά μέσα του φοβάται τον ερχομό μιας τέτοιας μέρας. Μιλά για αυτό σαν να ήταν κάτι το απλό, το καθημερινό, σαν το «βρέχει ή δεν βρέχει».
Δείτε το πρόβλημα. Ο άνθρωπος, από την μία νιώθει σχεδόν διαισθητικά ότι για να έχει νόημα αυτός ο κόσμος πρέπει να υπάρχει ένα τέλος που περιλαμβάνει κρίση. Από την άλλη όμως φοβάται αυτό το τέλος και προσπαθεί να το διασκεδάσει και ως μηχανισμό άμυνας χρησιμοποιεί το γέλιο. Ξέρω ότι θα έρθει και ότι δεν γίνεται διαφορετικά αλλά δεν θέλω να το σκεφτώ υπαρξιακά και σοβαρά. Θέλω να ζω σαν να μην έρθει ποτέ. Κλείνοντας δηλαδή τα μάτια μου μπροστά σε μία πραγματικότητα που νιώθω μέσα μου ότι είναι αληθινή και αναπόφευκτη. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα που όλη η πρόσφατη συζήτηση πρωτίστως αναδεικνύει.