Το σκισμένο καταπέτασμα Γράφει η Δρ Μυρτώ Θεοχάρους

Όλοι γνωρίζουν ότι με την τελευταία πνοή του Ιησού στον σταυρό σκίστηκε το καταπέτασμα του ναού στα δύο, από πάνω μέχρι κάτω (Ματθ 27:50-51· Μαρκ 15:37-38· Λουκ 23:45-46). Η πιο συνηθισμένη ερμηνεία αυτής της λεπτομέρειας είναι ότι η παρουσία του Θεού δεν είναι πλέον περιορισμένη στον ναό αλλά ο καθένας μπορεί τώρα να έχει πρόσβαση στα Άγια των Αγίων διαμέσου της σταυρικής θυσίας. Πολύ σωστή αυτή η θετική οπτική και όντως αυτή είναι η συνέπεια του γεγονότος. Το κείμενο, όμως, αυτό πρωταρχικά παραπέμπει στην κρίση του Θεού και στην εγκατάλειψη της γήινής του κατοικίας.

Αρχικά να πούμε ότι το γεγονός ότι το καταπέτασμα σκίζεται από πάνω μέχρι κάτω, όπως και το γεγονός ότι χρησιμοποιείται η παθητική φωνή «ἐσχίσθη», υπονοεί θεία ενέργεια και όχι ανθρώπινη. Επίσης, δεν είναι ξεκάθαρο αν εδώ πρόκειται για την εξωτερική κουρτίνα του ναού ή την εσωτερική κουρτίνα που κρύβει τα Άγια των Αγίων, καθώς και οι δύο κουρτίνες ονομάζονται «καταπέτασμα» στη μετάφραση των Ο΄ (βλ. π.χ. Έξοδ 26:33 και 37:5). Κάποιοι θεωρούν ότι το εσωτερικό καταπέτασμα είναι αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα περισσότερο, κρίνοντας κι από την ανάλυση του συγγραφέα της Προς Εβραίους επιστολής (Εβρ 6:19· 9:3).

Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάμε στο ευαγγέλιο του Ματθαίου αναφορά για κάποιο ρήγμα στον ναό. Ο ίδιος ο Ιησούς στο 24:2, μιλώντας για τον ναό, επαναλαμβάνει την προφητεία που ο προφήτης Μιχαίας πρωτοείπε για τον ναό της Ιερουσαλήμ στο 3:12, ότι δηλαδή δεν θα μείνει «λίθος ἐπὶ λίθον». Γι αυτή τη δήλωση τον κατηγόρησαν και μπροστά στον αρχιερέα, συγκεκριμένα για τον ισχυρισμό του ότι θα καταστρέψει τον ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσει (26:61). Ακόμα και την ώρα της σταύρωσης, λίγα εδάφια πριν το σκίσιμο του καταπετάσματος, οι περαστικοί τον κορόιδευαν βάση αυτής ακριβώς της δήλωσης: «ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν . . .» (27:40).

Εκκρεμεί, λοιπόν, η κατάλυση του ναού, το σημείο εκείνο που θα επικυρώσει την εκπλήρωση των λόγων του Ιησού. Το σκίσιμο, λοιπόν, του καταπετάσματος, λειτουργεί ως επαρκές σημείο εκπλήρωσης των λόγων του και τον δικαιώνει. Παρεμπιπτόντως, και οι ίδιοι οι ραβίνοι έλεγαν ότι όταν πλησιάσει η ώρα της καταστροφής του ναού οι πόρτες του θ’ ανοίξουν από μόνες τους (b. Yoma 39b). Γιατί, όμως, έφτασε ο ναός στο τέλος του;

Παρόμοια πράξη σκισίματος ρούχου στο Κατά Ματθαίον γίνεται πρώτα απ’ τον αρχιερέα του ναού, όταν ο Ιησούς στέκεται μπροστά του εν τω μέσω των κατήγορών του. Μόλις ο Ιησούς απαντάει καταφατικά στην ερώτηση του αρχιερέα αν αυτός είναι ο Μεσσίας, ο υιός του Θεού, τότε ο αρχιερέας, μη μπορώντας ν’ αντέξει το μέγεθος της βλασφημίας ή προσβολής των δηλώσεών του, «διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ» (26:65). Η πράξη του να σκίζει κανείς τα ρούχα του είναι γνωστή στον Ισραήλ και τη βλέπουμε σε περιπτώσεις όπου κάποιος βιώνει αφόρητη θλίψη, απελπισία και όταν ξεχειλίζει και δεν μπορεί πλέον να αντέξει το κακό που βιώνει (βλ. π.χ. Ησαΐας 36:22· 37:1). Συγκριτικά, όταν ο Θεός τώρα σκίζει τα ιμάτια του ναού του, κάτι βαθύτερο υπάρχει το οποίο οδηγεί στην πράξη αυτή. Οι συσχετισμοί είναι πολλοί.

Αρχικά, εφόσον το σκίσιμο ρούχων συμβολίζει πένθος, μπορεί σ’ αυτό το σημείο να παρατηρούμε το πένθος του Πατέρα Θεού για το παιδί του. Η κραυγή του ετοιμοθάνατου γιού από τη γη (27:50) απαντάται με την ανώτατη εκδήλωση θρήνου απ’ τον Πατέρα, δηλ. το σκίσιμο των ρούχων που περιέβαλλαν συμβολικά την άγια παρουσία Του.

Το σκίσιμο ρούχων, όμως, συμβαίνει και σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί κανείς ν’ αντέξει περισσότερο κακό. Όταν φτάνει στο απροχώρητο. Πώς συσσωρεύεται, όμως, το κακό; Στην ισραηλιτική αντίληψη, η συσσώρευση κακού, με τη μορφή μιάσματος, ήταν το αποτέλεσμα των τελετουργικών και των ηθικών παραβάσεων του λαού και επηρέαζε την καθαρότητα του ναού. Δηλ. όταν κάποιος Ισραηλίτης διέπραττε άθελά του μια αμαρτία ή γινόταν τελετουργικά ακάθαρτος ακουμπώντας π.χ. νεκρό σώμα, έπρεπε να φέρει στον ναό θυσία «περί αμαρτίας» για να εξαγνιστεί ο εξωτερικός βωμός διαμέσου του αίματος (Λευ 4:25, 30 · 9:9). Εάν η αμαρτία ήταν του αρχιερέα, τότε το μίασμα προχωρούσε στο εσωτερικό του ναού, στον εσωτερικό βωμό, τον οποίο έπρεπε να εξαγνίσει ο αρχιερέας φέρνοντας τη δική του θυσία (Λευ 4:5-7, 16-18).

Η τρίτη και χειρότερη, όμως, αμαρτία είναι η εσκεμμένη, χωρίς μετάνοια, αμαρτία. Γι αυτήν την αμαρτία δεν μπορούσε ο παραβάτης να φέρει θυσία (Αριθ 15:27-31). Η μόνη του ελπίδα ήταν η Ημέρα της Εξιλέωσης. Αυτή η αμαρτία δεν επηρέαζε μόνο τον εξωτερικό βωμό, αλλά και τον εσωτερικό διαπερνώντας το καταπέτασμα και μιαίνοντας τα Άγια των Αγίων και συγκεκριμένα το ιλαστήριο, το χρυσό κάλυμμα της κιβωτού της διαθήκης. Ο εξαγνισμός του ιλαστηρίου γινόταν από τον αρχιερέα μια φορά τον χρόνο, την Ημέρα της Εξιλέωσης, όταν ο αρχιερέας ράντιζε με αίμα τα Άγια των Αγίων (Λευ 16:13-19).

Όλα αυτά γίνονταν γιατί η παρουσία του Θεού δεν μπορούσε να κατοικεί σε ακάθαρτο χώρο. Τα όρια ανάμεσα στο ιερό και στο βέβηλο δεν μπορούν να καταργηθούν. Το τελετουργικό σύστημα καθαρότητας, λοιπόν, διασφάλιζε την παραμονή της παρουσίας του Θεού ανάμεσά τους. Όσο περισσότερο, όμως, αυξανόταν η ηθελημένη αμετανόητη αμαρτία τόσο περισσότερο η ακαθαρσία προσέγγιζε τα Άγια των Αγίων και απειλούσε τη θεία παρουσία με τον κίνδυνο αυτή να εγκαταλείψει τον γήινο ναό της. Γι αυτόν τον λόγο, στο βιβλίο του Ιεζεκιήλ, ο Θεός πρώτα δείχνει στον προφήτη του τα βδελύγματα που διαπράττονταν στον ναό (Ιεζ 8), προτού σηκωθεί η παρουσία του Θεού για να εγκαταλείψει τον ναό του (Ιεζ 10): «καὶ ἐξῆλθεν δόξα κυρίου ἀπὸ τοῦ οἴκου καὶ ἐπέβη ἐπὶ τὰ χερουβιν» (10:18).

Παρόλη την αναγκαιότητα και τη λειτουργικότητα του τελετουργικού συστήματος, επικρατούσε η αντίληψη ότι κάποια κακουργήματα μίαιναν τη γη μόνιμα και αυτή δεν μπορούσε να εξαγνιστεί τελετουργικά. Βασικό παράδειγμα ήταν ο φόνος και ειδικά ο συλλογικός φόνος αθώου αίματος:

Καὶ δὲν θέλετε μολύνει τὴν γῆν εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε· διότι τὸ αἷμα αὐτὸ μολύνει τὴν γῆν· καὶ ἡ γῆ δὲν δύναται νὰ καθαρισθῆ ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ ἐκχυθέντος ἐπ αὐτῆς, εἰμὴ διὰ τοῦ αἵματος ἐκείνου ὅστις ἔχυσεν αὐτὸ. Μὴ μολύνετε λοιπὸν τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν θέλετε κατοικήσει, ἐν μέσῳ τῆς ὁποίας ἐγὼ κατοικῶ· διότι ἐγὼ ὁ Κύριος εἶμαι ὁ κατοικῶν ἐν τῷ μέσῳ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. (Αριθ 35:33-34)

Η συσσώρευση αμαρτίας στη γη εγκυμονούσε τον κίνδυνο αντιστροφής του δώρου του Θεού, κίνδυνο εξορίας, κίνδυνο επιστροφής στο χάος, κίνδυνο κατάλυσης της δημιουργίας, ολόκληρης της κτίσης. Η απόσυρση του Θεού από την γήινη κατοικία του θα σήμαινε το τέλος ολόκληρου του κόσμου.

Τι θα συνέβαινε, αλήθεια, στην περίπτωση που ο κόσμος ολόκληρος, Ισραήλ και έθνη μαζί (Πραξ 4:27), συνωμοτούσε στο να χύσει αθώο αίμα-και δεν μιλάμε για το οποιοδήποτε αθώο αίμα αλλά για το αίμα του ίδιου του υιού του Θεού; Πώς αυτό θα επιδρούσε στον ναό, στην γήινη κατοικία της θείας παρουσίας; Η βεβήλωση θα ήταν τέτοια που θα διείσδυε στα Άγια των Αγίων, θα κατέκλυζε τον ναό και θα εκδίωκε την παρουσία του Θεού απ’ τον ναό του-μια αποχώρηση χωρίς προηγούμενο. Ο κόσμος, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα έφτανε στο τέλος του. Θα έπρεπε να αναδημιουργηθεί απ’ την αρχή.

Η βεβήλωση του ναού προκάλεσε τη ρηγμάτωση του καταπετάσματος και τη βίαιη έξοδο της θείας παρουσίας απ’ τη γήινη κατοικία της. Η αποχώρηση της θείας παρουσίας συμβαίνει ταυτόχρονα με τη διάλυση του κόσμου, όπως μαρτυρούν τα φαινόμενα του σκοταδιού (Λουκ 23:45), του σεισμού, το σκίσιμο της γης ολόκληρης (Ματ 27:51). Γι αυτόν τον λόγο το ρήγμα του καταπετάσματος συνοδεύεται με ρήγματα στην κτίση, την έναρξη της ήττας του παλαιού κόσμου. Πράγματι, το καταπέτασμα συμβόλιζε τον έναστρο ουρανό και το σκίσιμό του παραπέμπει σε εσχατολογικές προφητείες των Γραφών για την κατάλυση της δημιουργίας (π.χ. Ησα 34:4 · 63:19 · Αγγ 2:6, 21). Γι αυτό ψάλλουμε την Μεγάλη Παρασκευή (μετάφραση Αποστολικής Διακονίας):

Ένεκα του Πάθους Σου όλη η Δημιουργία ήλλασσεν όψιν·

διότι τα πάντα συμμετείχον εις το Πάθος Σου,

ω Λόγε του Θεού,

επειδή εγνώριζον ότι είσαι Αυτός που συγκρατεί το παν.

Ότι η αμαρτία θα φέρει τελικά την αποχώρηση της θείας παρουσίας από τον ναό της ήταν κάτι γνωστό για τους Ιουδαίους της εποχής, από τις σέκτες του Κουμράν έως τους ραβίνους του 1ου και 2ου αιώνα. Αλλά αυτό που βλέπουμε εδώ είναι ότι ο Ιησούς συμπεριέλαβε το αναπόφευκτο αυτό δράμα, όπως και την αποκατάσταση, στο ίδιο του το σώμα. Αυτό που λάμβανε χώρα στον ναό καθρέφτιζε αυτό που λάμβανε χώρα στο σώμα του ίδιου του Χριστού ο οποίος λειτουργούσε και ως καταπέτασμα (Εβρ 10:20) αλλά και ως ιλαστήριο (Ρωμ 3:25) συσσωρεύοντας επάνω του την αμαρτία του κόσμου. Στο σώμα του ο Ιησούς περιέλαβε τον ναό που θα καταστρεφόταν και τον ναό που θα ξαναχτιζόταν σε τρεις μέρες (Ιωαν 2:19-21). Σε ένα σώμα επήλθε η αμαρτία, η κατάρα, η αποστροφή, η εγκατάλειψη της θείας παρουσίας, ο θάνατος της παλαιάς κτίσης αλλά και η αποκατάσταση, η αναδημιουργία των πάντων, η ανάσταση. Επομένως, το σημείο συνάντησης του ανθρώπινου και του θείου, το σημείο προσευχής και λατρείας, το σημείο λήψης καθαρισμού και συγχώρεσης αμαρτιών μετατίθεται. Όπως λέει και ο καθολικός θεολόγος Hans Urs von Balthasar:

Η βουλή του Θεού ήταν να κρατήσει τη σχέση του με τον κόσμο μόνο διαμέσου ενός ανθρώπου, του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι το κέντρο αυτής της σχέσης, το περιεχόμενο αυτής της σχέσης και η αιώνια διαθηκική εκπλήρωση αυτής της σχέσης. . . .

Και, ως το κέντρο αυτού του κόσμου, αυτός είναι το κλειδί της ερμηνείας όχι μόνο της κτίσης, αλλά και του ίδιου του Θεού.


Comments are closed.