Γράφει ο Παναγιώτης Σταυρινού, Μαθηματικός
Â
Â
Α. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, ήμουν δέκα χρονών θαρρώ,  αλλά θυμάμαι εκείνο το ζεστό αυγουστιάτικο πρωινό, που όλη η οικογένεια με κάποια φιλικά μας πρόσωπα, μπήκαμε στα αυτοκίνητα και τραβήξαμε για το βουνό. Σε μια ώρα περίπου φτάσαμε σε μια ορεινή τοποθεσία με πεύκα και πολλούς θάμνους τριγύρω. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι εγώ με τον μικρότερό μου κατά δυο χρόνια αδελφό, ξεμακρύναμε αρκετά από την υπόλοιπη συντροφιά. Χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος και χωρίς να το καταλάβω, βρεθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη απόκρημνη πλαγιά.  Κι ενώ προχωρούσαμε προσεχτικά και με δυσκολία ο ένας πλάι στον άλλο, ξαφνικά γλιστρήσαμε και οι δυο ταυτόχρονα και αρχίσαμε να κατρακυλάμε πάνω στην απότομη κατηφόρα του γκρεμού. Καθώς κατευθυνόμαστε με ταχύτητα προς το θάνατο, το χέρι μου άρπαξε ένα κλαδί από κάποιο θάμνο και ακινητοποιήθηκα. Το ένα μου χέρι κρατούσε σφιχτά το κλαδί και το άλλο ήταν μπηγμένο στο χώμα όσο βαθειά μπορούσα. Έριξα μια ματιά δίπλα μου και είδα τον αδελφό μου σε δυο μέτρα απόσταση να κρατιέται κι αυτός από ένα θάμνο. Καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα, που νόμιζα πως ήταν αιώνες, ένιωθα το κλαδί να ξεριζώνεται αργά αργά. Άρχισα να κλαίω. Το ίδιο και ο αδελφός μου. Αυθόρμητα, με φωνή ικετευτική και με λόγια τόσο παρακλητικά που θα ράγιζαν ακόμα και βράχο, ψιθύρισα: ”Θεέ μου, σε παρακαλώ σώσε μας”. Κούνησα ελαφρά το πόδι και κατάλαβα ότι υπήρχε μια πέτρα για να πατήσω ώστε να σπρώξω λιγάκι το σώμα μου μπροστά. Είδα τον αδελφό μου που έκανε και αυτός το ίδιο. ” Αργά, αργά, μην φοβάσαι, θα τα καταφέρουμε”, είπα με τρεμάμενη φωνή. Μετά από αρκετή ώρα, καταφέραμε να συρθούμε σε ασφαλές σημείο. Κοίταξα προς το βάθος του γκρεμού και ένα δέος κυρίεψε την καρδιά μου. Ύστερα καθίσαμε στο χώμα, ο ένας πλάι στον άλλο και αρχίσαμε να κλαίμε. Δε θυμάμαι πόση ώρα, αλλά όσο πιο πολύ έκλαιγα τόσο πιο καλά ένιωθα.
Â
Β. Στα δεκαοχτώ μου χρόνια υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία. Τους πρώτους μήνες ήμουν σε μια πολυκατοικία που μετατράπηκε σε στρατιωτικό φυλάκιο και βρισκόταν τριάντα περίπου μέτρα από την είσοδο του λιμανιού της Λεμεσού. Πολύ κοντά μας ήταν και το μεσαιωνικό κάστρο της πόλης, στο οποίο ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος νυμφεύθηκε την αγαπημένη του Βερεγγάρια της Ναβάρρας. Το κάστρο μετατράπηκε σε φυλάκιο, γιατί απέναντι υπήρχαν οχυρωμένες τουρκοκυπριακές δυνάμεις. Τα πρωινά λοιπόν, όσοι δεν είχαμε υπηρεσία στο δικό μας φυλάκιο, πηγαίναμε στο κάστρο. Εκεί, μέσα στους στενόμακρους διαδρόμους, εκπαιδευόμασταν σε διάφορα όπλα. Μια μέρα καθώς καθόμασταν οκλαδόν, ένας υπαξιωματικός έστρεψε το όπλο που κρατούσε προς το μέρος της ομάδας, για να μας εξηγήσει κάτι σχετικό με το αυτόματο όπλο τύπου στεν. Εγώ καθόμουν στην πρώτη σειρά. Αυθόρμητα γύρισα στο στρατιώτη που ήταν δίπλα μου και του είπα. ” Έχει γούστο να το οπλίσει και να πατήσει και τη σκανδάλη”. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και το όπλο εκπυρσοκρότησε. Αμέσως ένιωσα ένα κάψιμο δυνατό στο αριστερό πόδι και παραδόξως στην πλευρά που ήταν σε επαφή με το δάπεδο, τρία δάχτυλα αριστερά από το μέσο της κνήμης. Πετάχτηκα πάνω. Το παντελόνι άρχισε να μουσκεύει από το αίμα. Το πόδι μου αιμορραγούσε. Αφού τελικά μου περιποιήθηκαν την πληγή, πρόσεξα ότι το παντελόνι δεν σχίστηκε από το βλήμα το οποίο εξοστρακίστηκε στο διπλανό τοίχο και βρέθηκε δεκαπέντε μέτρα μακριά. Αναπάντητα ερωτηματικά άρχισαν να με κατακλύζουν. Γιατί δεν σκίστηκε το παντελόνι ενώ το βλήμα έσκισε τη σάρκα; Κανένα ίχνος από κάψιμο ή σκίσιμο δεν φαινόταν στο ρούχο. Γιατί; Πώς είναι δυνατόν η σφαίρα να με πληγώσει στη μεριά του ποδιού που ήταν καλυμμένη από το δάπεδο; Πώς γλύτωσα τόσο ανέλπιστα από αυτή τη σφαίρα , που αν με χτυπούσε λιγάκι πιο ψηλά θα με σκότωνε; Μήπως κατά τύχη το όπλο δεν ήταν ρυθμισμένο στην αυτόματη βολή, ή κάτι άλλο συνέβαινε που δεν μπορούσα τότε να προσδιορίσω;
      Για χρόνια πολλά είχα αυτές τις απορίες. Ένα βροχερό χειμωνιάτικο δείλι, καθώς διάβαζα την επιστολή προς Εβραίους, στάθηκα στα εξής εδάφια. ” Προς τίνα δε των αγγέλων είπε ποτε· Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; Δεν είναι πάντες λειτουργικά πνεύματα εις υπηρεσίαν αποστελλόμενα διά τους μέλλοντας να κληρονομήσωσι σωτηρίαν ”; (Εβρ. 1/13, 14). Αμέσως η σκέψη μου πήγε και στα δυο περιστατικά Α και Β που προανέφερα. Ο Θεός, μου ερμήνευσε τα εδάφια αυτά με τον καλύτερο τρόπο και έλυσε την απορία μου που έμενε αναπάντητη για τόσα πολλά χρόνια. Ο Χριστός με είχε στη σκέψη Του, όταν εγώ σαν επιπόλαιο μειράκιον σφύριζα αδιάφορα μέσα στον κόσμο. Σήμερα μου μιλά μέσα από το λόγο Του. ‘’Με τα πτερά αυτού θέλει σε σκεπάζει, και υπό τας πτέρυγας αυτού θέλεις είσθαι ασφαλής· η αλήθεια αυτού είναι πανοπλία και ασπίς. Δεν θέλεις φοβείσθαι από φόβου νυκτερινού, την ημέραν από βέλους πετωμένου. (Ψαλ.91/4, 5).
Â
Γ. Ήταν Ιούλης του 1977. Ήμουν στο ανώγι όπου εκεί βρισκόταν  το γραφείο μου και μια μικρή βιβλιοθήκη. Διάβαζα τότε ένα βιβλίο με θέμα την ελευθερία της βουλήσεως. Αυτό το θέμα το συζητούσα αρκετές μέρες, αργά τα απογεύματα, με το μικρότερο αδελφό μου όταν τέλειωνε τη δουλειά του στο ιατρείο. Αλλά εκείνο το πρωινό, δεν είχα όρεξη για φιλοσοφία. Κατέβαζα τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη το ένα μετά το άλλο, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς έψαχνα. Στο τέλος απέμεινε στα χέρια μου μια Καινή Διαθήκη. Πήγα στο καθιστικό και βυθίστηκα σε μια πολυθρόνα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα. Διάλεξα στην τύχη την προς Ρωμαίους επιστολή και άρχισα να διαβάζω. Καθώς η ώρα περνούσε κι εγώ διάβαζα με απερίγραπτο ενδιαφέρον, μια απροσδιόριστη ταραχή άρχισε να γεννιέται μέσα μου. Αυτή η ταραχή εξελίχθηκε σε λίγο σε μια ισχυρή συγκίνηση η οποία μετατράπηκε σε ένα ανεξήγητο σιωπηλό κλάμα, ενώ ταυτόχρονα ένιωθα ένα ευχάριστο ξαλάφρωμα στην καρδιά μου. Προσπάθησα να συγκρατηθώ, αλλά μάταια. Σκέφτηκα να σταματήσω το διάβασμα, για να εξακριβώσω τι τέλος πάντων συμβαίνει αλλά η επιθυμία μου να συνεχίσω ήταν ακατανίκητη. Πέρασαν δυο ώρες περίπου κι εγώ καταβρόχθιζα βουρκωμένος τις σελίδες, τη μια μετά την άλλη. Ξαφνικά ακούω τη φωνή της γυναίκας μου που με καλούσε να κατεβώ στην κουζίνα για το μεσημεριανό φαγητό. Προσπάθησα να κρύψω τη συγκίνησή μου καθώς απαντούσα με τρεμάμενη φωνή. «Έρχομαι». Εκείνη, κάτι υποψιάστηκε και ανέβηκε στο ανώγι.
« Τι σου συμβαίνει αγάπη μου»; Ήταν οι πρώτες της λέξεις.
«Να, διαβάζω κάτι που με συγκίνησε πολύ».
Έριξε μια ματιά στην Καινή Διαθήκη που κρατούσα και αφού την πήρε από τα χέρια μου, άρχισε να διαβάζει από τη σελίδα όπου σταμάτησα. ” Τι λοιπόν θέλομεν ειπεί προς ταύτα; Εάν ο Θεός είναι υπέρ ημών, τις θέλει είσθαι καθ’ ημών; Επειδή όστις τον ίδιον εαυτού Υιόν δεν εφείσθη, αλλά παρέδωκεν αυτόν υπέρ πάντων ημών, πως και μετ’ αυτού δεν θέλει χαρίσει εις ημάς τα πάντα; Τις θέλει εγκαλέσει τους εκλεκτούς του Θεού; Θεός είναι ο δικαιών. Τις θέλει είσθαι ο κατακρίνων; Χριστός ο αποθανών, μάλλον δε και αναστάς, όστις και είναι εν τη δεξιά του Θεού, όστις και μεσιτεύει υπέρ ημών. Τις θέλει μας χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή πείνα ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Καθώς είναι γεγραμμένον, ότι ένεκα σου θανατούμεθα όλην την ημέραν. Ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής. Αλλ’ εις πάντα ταύτα υπερνικώμεν διά του αγαπήσαντος ημάς. Επειδή είμαι πεπεισμένος ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε άλλη τις κτίσις θέλει δυνηθή να χωρίση ημάς από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.” (Ρωμ. 8/31-39).
Δίπλωσε την Καινή Διαθήκη και με αγκάλιασε τρυφερά. Κατεβήκαμε στην κουζίνα. Δεν μπόρεσα να της εξηγήσω πολλά πράγματα γιατί ούτε κι εγώ καταλάβαινα τότε. Πέρασαν κάποια χρόνια και όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός μου έδωσε την εξήγηση. Τώρα ξέρω ότι «εάν τις είναι εν Χριστώ είναι νέον κτίσμα· τα αρχαία παρήλθον, ιδού, τα πάντα έγειναν νέα» (Β Κορ. 5/17). Αλληλούια.
Â
 Στη ζωή μας κάποιες μέρες ξεχωρίζουν ιδιαίτερα και τις θυμόμαστε παντοτινά. Τρεις τέτοιες μέρες σημαντικών  περιόδων της ζωής μου, σου περιέγραψα με λίγα λόγια αγαπητέ αναγνώστη. Δε θα τις λησμονήσω ποτέ. Γιατί εκείνες τις ξεχωριστές, σημαδιακές, σωτήριες μέρες, ο Θεός ασχολήθηκε σκόπιμα μ’ εμένα. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Ήταν τόσο κοντά , μα τόσο θαυμαστά κοντά μου. Με άγγιξε. Γι’ αυτό και Τον ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Τί άλλο να πω αγαπητέ, αφού δε βρίσκω άλλες λέξεις;
stavrinoup@hotmail.com
Λεμεσός