Ω! Χριστέ μου και να ‘μουνα
τα χρόνια που ‘σουν κάτω εδώ στην Γη,
θα ‘παιρνα φτερά του αετού,
να πέταγα ψηλά στους ουρανούς.
Θα διάβαινα θάλασσες και ωκεανούς
καθώς και λαγκάδια και βουνά
έως ότου κάποια στιγμή αφιχθώ
στην χώρα που ζεις και κατοικείς.
Ευθύς σαν σε αντίκριζα
στα πόδια σου τα Άγια, ευλαβικά θα έσκυβα
ζητώντας χάρη, έλεος και ευλογία
στην πονεμένη μου φτωχή καρδιά.
Μα όμως εσύ έχεις αναληφθεί ψηλά
στους ένδοξους μακάριους ουρανούς
όπου ζεις και βασιλεύεις
με Αγγέλους και Αγίους στην δόξα του Πατέρα,
στην ευλογημένη αιώνια Άγια, μακάρια χώρα.
Μα εγώ ο φτωχός, δυστυχής και ελεεινός
ζω και κατοικώ σε χώρα διεφθαρμένη,
όπου η αμαρτία και η φθορά πάντα την μαστιγώνουν.
Ω! Χριστέ μου και να ‘μουνα
τα χρόνια που ήσουν κάτω εδώ στην Γη.
Στα πόδια Σου τα Άγια, ευλαβικά θα έσκυβα,
θερμά θα σε παρακαλούσα
για χάρη, έλεος και ευλογία.
Ω! Άνθρωπε ελεεινέ και παραπονιάρη,
φτωχέ, πονεμένε και κουρασμένε.
Εγώ είμαι ο Κύριος ορατών και αοράτων.
Θεός του χθες, σήμερον και των αιώνων.
Η χάρη μου η τρανή και ευλογημένη
πάντα μπροστά σου διαβαίνει.
Άσχετα που κατοικώ ψηλά στους ένδοξους ουρανούς,
είμαι πάντα και παντού στην χώρα την δική σου
και στέκομαι στην πόρτα της καρδίας σου,
όπου προσμένω να ανοίξεις και μέσα να εισέλθω.
Και τον ένδοξο, μακάριο ουρανό,
βίωμά σου να τον κάνεις.
Μα όταν κάποια μέρα κληθείς
στην χώρα την Άγια ένδοξη μακάρια
θα είσαι εκεί ένα λαμπρό στολίδι
για την δόξα την δική Μου.
Έλα φτωχέ άνθρωπε πονεμένε.
Άνοιξε την μικρή δύστυχη καρδιά σου,
όπου θα ξεχειλίσει η χαρά, η ειρήνη και ευλογία
της ένδοξης αιώνιας μακάριας χώρας.
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ