Γράφει η Δρ Μυρτώ Θεοχάρους, Εκπαιδευτικός
(Ομιλία που δόθηκε στην εκδήλωση του χριστιανικού φιλανθρωπικού σωματείου «Πλησίον» [plision.gr] στις 6 Φεβρουαρίου 2012 στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Αντώνης Τρίτσης»)
Εισαγωγή
Στους δρόμους της Αθήνας έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μια ανθρωπότητα κρυμμένη, μια ανθρωπότητα που δεν έχει σημείο επαφής με μένα, μια ανθρωπότητα τόσο ξένη και απομακρυσμένη που αν έπαυε να υπάρχει θα παρέμενα ανεπηρέαστη. Μπροστά σ’ αυτό το φαινόμενο είχα δύο επιλογές: την άρνηση ή την αναγνώριση της ύπαρξης αυτού του κόσμου. Γι αυτό το λόγο είμαστε όλοι σήμερα εδώ. Δεν μπορέσαμε να κλείσουμε τα μάτια και να αρνηθούμε την πραγματικότητα που είδαμε. Ενωνόμαστε με ένα διαχρονικό στράτευμα ανθρώπων που είδαν τον πόνο και δεν έστρεψαν το κεφάλι.
Τα θύματα σωματεμπορίας που συναντάω κάθε βδομάδα με άλλες εθελόντριες στους δρόμους της Αθήνας συμπεριλαμβάνουν σε ένα άτομο όλες τις κατηγορίες για τις οποίες οι Γραφές με θεωρούν υπεύθυνη: αυτές του ξένου, του ορφανού, της χήρας και του δούλου. Η Παλαιά Διαθήκη και οι νομικοί κώδικες του αρχαίου Ισραήλ έριχναν το μεγαλύτερο κέντρο βάρους στη φροντίδα αυτών των ανθρώπων και αποτέλεσαν θεμέλιο επάνω στο οποίο θα χτιζόταν αργότερα η χριστιανική ταυτότητα της φιλοξενίας. Διάφορα κείμενα από τους τέσσερις πρώτους κυρίως αιώνες της εκκλησίας, μας δίνουν μια αμυδρή εικόνα για την κοινωνική προσφορά των πρώτων χριστιανών.
Φιλοξενία χωρίς Ανταπόδοση
Παρόλο που η φιλοξενία συναντάται σε πολλούς πολιτισμούς από αρχαιοτάτων χρόνων, ο Χριστιανισμός έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε ένα συγκεκριμένο είδος φιλοξενίας: τη φιλοξενία στο φτωχό, στον άπορο, σ’ αυτόν που είναι ανίκανος να ανταποδώσει.
Οι χριστιανικές πρακτικές λάμβαναν το έναυσμά τους από τη διδασκαλία των γραφών, από χωρία όπως το Κατά Λουκάν 14:13-14:
“Ἀλλ ὅταν κάμνῃς ὑποδοχήν, προσκάλει πτωχούς, βεβλαμμένους, χωλούς, τυφλούς, 14 καὶ θέλεις εἶσθαι μακάριος, διότι δὲν ἔχουσι νὰ σοὶ ἀνταποδώσωσιν· ἐπειδὴ ἡ ἀνταπόδοσις θέλει γείνει εἰς σὲ ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων.”
Αυτή η φιλοξενία ερχόταν σε αντίθεση με άλλες μορφές φιλοξενίας των ελληνορωμαϊκών χρόνων που εστίαζαν σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς με τους οποίους υπήρχε αμοιβαίο όφελος. Οι καλές σχέσεις μεταξύ ευεργέτη και αποδέκτη ήταν εξαιρετικά σημαντικές: αφενός η ευγνωμοσύνη του αποδέκτη εξασφάλιζε τη διατήρηση της σχέσης και αφετέρου η γενναιοδωρία του οικοδεσπότη προωθούσε την αναγνώριση του στην κοινωνία. Φιλοξενία συνήθως προσφερόταν ανάλογα με την καταλληλότητα ή τη χρησιμότητα του αποδέκτη και όχι με βάση τις ανάγκες του.
Ο Λακτάντιος, ένας από τους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς του 4ου αιώνα και δάσκαλος του γιου του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, κατέκρινε τους φιλόσοφους που συνέδεαν τη φιλοξενία με το όφελος. Διαφωνούσε με την επικρατούσα πρακτική που ήθελε τα σπίτια να καλοσωρίζουν μόνο «επιφανείς» προσωπικότητες λέγοντας ότι
“το σπίτι του δίκαιου άντρα δεν πρέπει να είναι ανοικτό στους επιφανείς αλλά στους ταπεινούς και στους άθλιους. Επειδή οι επιφανείς και οι ισχυροί δεν είναι δυνατόν να έχουν ανάγκη από κάτι.” (The Divine Institutes, Book 6, Chapter 12)
Ο Λακτάντιος θεωρούσε ότι η φιλοξενία που αποσκοπεί στην ανταπόδοση δεν είναι καλοσύνη αλλά δανεισμός. Αντίθετα, γι’ αυτόν φιλοξενία ισοδυναμούσε με δικαιοσύνη. Υπό ποιαν έννοια; Εξηγεί ότι η φύση της δικαιοσύνης απαιτεί ότι αυτό που δίνουμε στους δικούς μας συγγενείς παρακινούμενοι από στοργή πρέπει να το δίνουμε και στον ξένο παρακινούμενοι από καλοσύνη.
Παρόμοια αντίληψη για τη φιλοξενία είχε και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος αντιλαμβανόταν τα οφέλη που μπορούσαν οι χριστιανοί να αποκομίσουν φιλοξενώντας πρόσωπα από ανώτερες τάξεις. Ήταν όμως ενάντιος σε μια τέτοια πρακτική. Στην 20η ομιλία του στην Α’ Προς Κορινθίους επιστολή λέει:
“Ο Θεός μας πρόσταξε να καλούμε στα γεύματά μας και στις γιορτές μας τους κουτσούς, τους ακρωτηριασμένους και αυτούς που δεν μπορούν να μας το ανταποδώσουν, επειδή πάνω απ’ όλα αυτές αξίζει να αποκαλούνται καλές πράξεις που γίνονται για χάρη του Θεού. Ενώ, αν φιλοξενείς κάποιον σπουδαίο και διακεκριμένο άντρα, δεν είναι αγνό έλεος αυτό που κάνεις, αλλά, πολλές φορές ένα μερίδιο παραχωρείται και σε σένα, με τη ματαιοδοξία, την ανταπόδοση της χάρης και το γεγονός ότι ανεβαίνεις στην υπόληψη ανθρώπων μέσω του καλεσμένου σου.”
Κινητήρια δύναμη πίσω από τη φιλοξενία προς τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας ήταν το γεγονός ότι ο Ιησούς ταυτίστηκε με τους «ελάχιστους» στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 25:31-46. Για τον Χρυσόστομο, όσο πιο «ελάχιστος» είναι ο αδελφός σου, τόσο περισσότερο ο Χριστός έρχεται σε σένα μέσα από αυτόν (Ομιλία 45 στις Πράξεις). Ο Χριστός ήταν κρυμμένος στο πρόσωπο κάθε φτωχού που ο πιστός φιλοξενούσε και αυτό έδινε μια διαφορετική διάσταση στη φιλοξενία. Στον Χριστό ο πιστός χρωστά αιώνια ευγνωμοσύνη γιατί έχει λάβει από Αυτόν απείρως περισσότερα. Επομένως, η αντικατάσταση του φτωχού με τον Χριστό καθιστά τον χριστιανό ως μόνιμο χρεώστη φιλοξενίας προς τον άπορο. Ο Χρυσόστομος λέει:
“Με δέχτηκες, λέει [ο Ιησούς], στο δικό σου σπίτι, κι εγώ θα σε δεχτώ στο βασίλειο του πατέρα μου, αφαίρεσες την πείνα μου, εγώ αφαιρώ τις αμαρτίες σου, με είδες δέσμιο, σε βλέπω απελευθερωμένο, κοίταξες εμένα τον ξένο, σε καθιστώ πολίτη του ουρανού, μου πρόσφερες ψωμί, σου προσφέρω ένα ολόκληρο βασίλειο για κληρονομιά σου.” (Ομιλία 45 στις Πράξεις)
Η αντικατάσταση, λοιπόν, του φτωχού με τον Χριστό, υπενθυμίζει στο δωρητή ότι είναι και ο ίδιος στη θέση του αποδέκτη. Τον κατεβάζει στο ίδιο επίπεδο με τον άπορο, στο σημείο όπου και οι δύο τώρα μοιράζονται το ίδιο βίωμα, βρίσκονται και οι δύο στη θέση του αποδέκτη.
Η χριστιανική ταυτότητα είναι η ταυτότητα ενός άστεγου που φιλοξενείται τώρα στον οίκο του Θεού. Ο χριστιανός είναι ο άστεγος που καλοσωρίζει τον άστεγο στον χώρο που o ίδιος φιλοξενήθηκε, που μοιράζεται το φαγητό που του χαρίστηκε, που ντύνει από τα ρούχα που ντύθηκε. Η χριστιανική φιλοξενία είναι πάντοτε από φτωχό σε φτωχό, ποτέ από πλούσιο σε φτωχό. Από ξένο σε ξένο, ποτέ από ντόπιο σε ξένο, και μ’ αυτό τον τρόπο ο αποδέκτης δεν υποβιβάζεται, αλλά ούτε αυτός που φροντίζει ανάγεται ποτέ σε σωτήρα.
Φιλοξενία χωρίς Διακρίσεις
Η χριστιανική φιλοξενία, λοιπόν, με την έμφασή της στην οικονομικά ασύμφορη προσφορά επιτελούσε ακόμα ένα σκοπό. Υπερέβαινε το ταξικό σύστημα και καταργούσε την κοινωνική ιεραρχία στην πράξη. Δημιουργούσε μια κοινωνία στην οποία προτεραιότητα είχε αυτός με τη μεγαλύτερη ανάγκη και όχι αυτός με τη υψηλότερη θέση.
Αυτό ήταν κάτι που είχε ήδη ξεκινήσει με τις κατ’ οίκον εκκλησίες της Καινής Διαθήκης. Ιουδαίοι, Έλληνες, άντρες, γυναίκες, δούλοι και αφέντες μεταμορφώνονται σε οίκο, όπως φαίνεται και στην Προς Εφεσίους επιστολή 2:19: «δεν είστε πλέον ξένοι και πάροικοι αλλά συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού». Η ριζοσπαστική αυτή αναθεώρηση της πολιτικής ταυτότητας όπου ο αλλοδαπός μετατρέπεται σε συγγενή, δεν ήταν μια θεωρητική αλήθεια που ασπάστηκαν οι πρώτοι Χριστιανοί ⋅ ήταν μια καθημερινή πρακτική, ένα καθημερινό συμπόσιο, ένα σπίτι ανοιχτό που καλωσόριζε τους πάντες, τους πιστούς αλλά και τους μη-πιστούς. Προσευχή του Αποστόλου Παύλου ήταν: «ο Κύριος ας κάνει να αυξάνει όλο και περισσότερο η αγάπη μεταξύ σας και προς τους πάντες» (Α’ Θεσ 3:12 ⋅ βλ. επίσης Γαλ 6:10).
Πράγματι, ιδιαίτερα μετά τις περιόδους διωγμού και με την υποστήριξη του χριστιανισμού από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, η φιλοξενία άρχισε να επεκτείνεται στη δημόσια σφαίρα σε πιο οργανωμένες μορφές. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, στην προσπάθειά του να μιμηθεί τη χριστιανική φροντίδα προς τον ξένο και να αφαιρέσει τα βασιλικά δικαιώματα που δόθηκαν στους Χριστιανούς από τον Κωνσταντίνο, μαρτυρεί για τη σημαντική κοινωνική δράση των χριστιανών της εποχής:
“Είναι σκάνδαλο να μη ζητιανεύουν οι Ιουδαίοι πια, και αυτοί οι «άθεοι» Γαλιλαίοι [Χριστιανοί] δεν νοιάζονται μόνο για τους δικούς τους φτωχούς αλλά φροντίζουν και τους δικούς μας, και έτσι όλοι βλέπουν ότι οι δικοί μας άνθρωποι δεν παίρνουν βοήθεια από μας.” (The Works of the Emperor Julian, LCL, vol. 3, pp. 67-71)
Συγκεκριμένα το έργο του επισκόπου της Καισαρείας Βασιλείου ανάμεσα στους φτωχούς ήταν ευρέως γνωστό και το νοσοκομείο που ίδρυσε γύρω στο 370 ως ανταπόκριση στα θύματα της πείνας που θέριζε τότε, ονομάστηκε «αποθήκη ευσέβειας» από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό (Πανηγυρικό του Αγίου Βασιλείου, 416). Εκεί ετοίμαζαν φαγητό, φρόντιζαν άρρωστους και, κατά κάποιο τρόπο, αποκαθιστούσαν την απειλούμενη αξιοπρέπεια των ανθρώπων.
Παρόλο που η κοινωνική βοήθεια γινόταν όλο και πιο οργανωμένη, τα ιδρύματα αυξάνονταν και η βοήθεια ξεκίνησε να δίνεται πιο μαζικά και κάπως ανώνυμα σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη, κάποιοι υποστήριζαν ότι η φιλοξενία έπρεπε να συνεχίσει να είναι και προσωπική υπόθεση. Ο Χρυσόστομος ενθάρρυνε την ανάμειξη κάθε Χριστιανού στο έργο της φιλοξενίας. Θεωρούσε ότι ο Χριστιανός ήταν αυτός που επωφελούταν περισσότερο στη συνάντηση με τον ξένο. «Αν οι άποροι τρέφονται μόνο από ταμεία» έλεγε, «αυτό πώς ωφελεί εσένα;» . . . «Αν προσευχηθεί κάποιος άλλος», έλεγε, «μήπως αυτό σημαίνει ότι εσύ απαλλάσσεσαι από την προσευχή;» (Ομιλία 45 στις Πράξεις) Η φιλοξενία ήταν αναπόσπαστο μέρος της Χριστιανική ταυτότητας, γι αυτό και ο Χρυσόστομος, ο οποίος βοήθησε να αναπτυχθούν και να ιδρυθούν πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 400 και 403 μ.Χ., έδινε τεράστια σημασία στη φροντίδα του φτωχού «πρόσωπο με πρόσωπο». Υπήρχε ανάγκη, μέσα από την προσωπική επαφή με τον άπορο πλησίον, να σπάσουν οι παλιοί κοινωνικοί διαχωρισμοί που είχαν κάνει κατάληψη μέσα στον άνθρωπο. Έπρεπε ο κάθε πιστός να αποβάλει τα διαχωριστικά κατάλοιπα μιας περασμένης βασιλείας και να αποκαταστήσει την δική του εικόνα μέσα από την αποκατάσταση της εικόνας του άλλου.
Επίλογος
Ο Χριστιανισμός τόλμησε να φανταστεί μια νέα κοινωνία και αυτό το όραμα, όσο υπάρχει ανθρώπινος πόνος, δεν πρόκειται να σβήσει. Ο Χριστιανισμός κληρονόμησε τα οράματα των συγγραφέων της Παλαιάς Διαθήκης για μια κοινωνία δικαιοσύνης και ανάπαυσης. Στιγματίστηκε από την ενσάρκωση, την ολική προσφορά του ουρανού προς τη γη και κεντρική της ιεροτελεστία είναι ένα τραπέζι με οικοδεσπότη τον ίδιο τον Χριστό που ταΐζει τους δικούς Του προσκεκλημένους. Για τον Χριστιανό αυτή η πόλη είναι γεμάτη, όχι απλά με ζωντανούς οργανισμούς, αλλά με εικόνες Θεού που περπατάνε έξω από ναούς, με υπάρξεις από τη σφαίρα του άγιου σε κάθε σοκάκι της Αθήνας. Οι Χριστιανοί λοιπόν, διάκονοι ενός ιερού χώρου χωρίς σύνορα και τοίχους, έχουν λάβει θεία εντολή να ιερουργήσουν φροντίζοντας το άγιο, τρέφοντας κάθε ψυχή που φέρει στους μυκτήρες της πνοή Θεού.
Το παραπάνω κείμενο αναδημοσιεύουμε από το blog http://4torah.wordpress.com/ της Μυρτώς Θεοχάρους.