(Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαίας)
Πριν από λίγο καιρό κάποια αδελφή, μέλος της εκκλησίας μας, προφανώς επηρεασμένη από το γενικό κλίμα της εποχής μας και ιδιαίτερα της χώρας μας, δήλωνε: «εγώ είμαι μαρξίστρια». Μόνοι σας θα κρίνετε, ελπίζω, μετά από τη σημερινή ομιλία αν η δήλωση αυτή συμβιβάζεται με την ιδιότητα του χριστιανού, και αν μπορεί να γίνεται με τόση ευκολία και έτσι επιπόλαια.
Δυο λόγια μονάχα για τη ζωή του θεμελιωτή της μαρξιστικής θεωρίας, του Καρλ Μαρξ. Γεννιέται στις 5 Μαΐου το 1818 στην πόλη Τριρ της ρηνανικής Πρωσίας από γονείς εβραϊκής καταγωγής, διαμαρτυρόμενους στο θρήσκευμα. Σπουδάζει νομικά κατά το πρότυπο του πατέρα του που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, ιστορία και φιλοσοφία. Από το 1849 μέχρι το θάνατό του στα 1883 ζει κυρίως στο Λονδίνο. Άνθρωπος με ασυνήθιστες διανοητικές ικανότητες, μελετηρότατος και πολυγραφότατος, χαρακτηρίζεται από το ανήσυχο πνεύμα του και τις επαναστατικές του ιδέες –και ενέργειες, ενταγμένες μόνιμα στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Το 1848, μαζί με το συμπατριώτη και φίλο του Φριντριχ Ένγκελς (1820-1893), διανοούμενο επιχειρηματία που ζει στο Μάντσεστερ, δημοσιεύουν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ενέργεια που θεωρείται η «ληξιαρχική πράξη» της γέννησης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Στα κατοπινά χρόνια, μέχρι την εποχή μας, οι ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς –ένα σύστημα οικονομικο– φιλοσοφικο– πολιτιστικο– κοινωνικό με τη γενική ονομασία «μαρξισμός»- αναλύονται και αναπτύσσονται και στα δικά τους πολυάριθμα συγγράμματα –με κυριότερο το περίφημο έργο του Μαρξ «Το Κεφάλαιο»- καθώς και από ένα πλήθος στοχαστών, φιλοσόφων, οικονομολόγων και διανοουμένων, αρκετοί από τους οποίους προσθέτουν σημαντικές σελίδες στη μαρξιστική σκέψη, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο μεγάλος επαναστάτης Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν (1870-1924), που εφαρμόζει στην πράξη και αναπτύσσει σε σημαντικό βαθμό ή, σύμφωνα με μια άποψη, διαστρεβλώνει τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς, δημιουργώντας το λεγόμενο «μαρξισμό-λενινισμό».
ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
Θα δώσουμε έμφαση κυρίως στην κοσμοθεωριακή, τη φιλοσοφική πλευρά του μαρξισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι το θέμα μας ζητά απλά να συγκρίνουμε το μαρξισμό με το χριστιανισμό, κι όχι να αναλύσουμε το μαρξισμό γενικότερα. Είμαστε έτσι αναγκασμένοι να παρατρέξουμε άλλες πλευρές του μαρξισμού που αφορούν π.χ. στην πολιτική ή στην οικονομία ή στην τέχνη, περιορίζοντας την αναφορά μας σ’ αυτές στο μέτρο που θα μας χρησιμεύσουν για το θέμα που εξετάζουμε, χωρίς, φυσικά, να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο χριστιανισμός δεν είναι απλά μια «θρησκεία», αλλά μπαίνει μέσα σ’ όλους τους τομείς της ζωής, ακριβώς το ίδιο όπως κι ο μαρξισμός, όσο κι αν πολλοί χριστιανοί στενεύουν τα όρια και περιορίζουν το φάσμα του στον καθαρά «πνευματικό», στο θρησκευτικό τομέα.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν μπορούμε να πούμε πως ο Μαρξ έκτισε τη φιλοσοφία του πάνω σε τρία κυρίως θεμέλια:
1) Στην αγγλική πολιτική οικονομία -κυρίως μέσα από την κριτική που άσκησε σ’ αυτήν- που εκπρόσωποί της είναι κυρίως ο Άνταμ Σμιθ (1723-1790) και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823).
2) Στον «ουτοπικό» σοσιαλισμό που βέβαια στοιχεία του υπήρχαν από τα παλιά χρόνια, όπως π.χ. στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, κι ακόμη και στην Αγία Γραφή (θυμόμαστε τους πρώτους χριστιανούς που είχαν «τα πάντα κοινά» στην αρχή, ή τον Ιάκωβο που εξαπολύει το κατηγορητήριό του ενάντια στους πλούσιους) ή και στην περίφημη «Ουτοπία» του Τόμας Μορ το 16ο αιώνα. Προπάντων όμως ο ουτοπικός σοσιαλισμός αναπτύσσεται στο 19ο αιώνα από γάλλους φιλοσόφους όπως ο Κλωντ Σαιν-Σιμόν (1760-1825) και ο Πιέρ Προυντόν (1809-1865), καθώς και ο άγγλος Ρόμπερτ Όουεν (1771-1858).
3) Στην ιδεαλιστική γερμανική φιλοσοφία του 19ου αιώνα, κυρίως του Χέγκελ και του Φόυερμπαχ.
Ας δούμε πρώτα τι γίνεται στην εποχή του Μαρξ, και στη συνέχεια θα γυρίσουμε πίσω σ’ αυτούς που αναφέραμε. Ποιο είναι το κοινωνικό σκηνικό την εποχή που απασχολούν το Μαρξ τόσο έντονα τα προβλήματα της εργατικής τάξης; Πρώτα απ’ όλα παρατηρούμε μια τεράστια ανάπτυξη της αστικής τάξης –κυρίως βιομήχανοι και έμποροι- που έχει αναδυθεί από τη γαλλική επανάσταση και έχει αναγορευτεί ουσιαστικά σε άρχουσα τάξη στη θέση των ευγενών. Συγχρόνως η βιομηχανική επανάσταση συντελεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη συσσώρευση κεφαλαίων στα χέρια λίγων, αναπτύσσοντας σε σημαντικό βαθμό την κεφαλαιοκρατία –τον «καπιταλισμό»- και προκαλώντας την εξαθλίωση των μαζών και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης (του «προλεταριάτου»). Σαν ένα λαμπρό ήλιο μέσα στα πυκνά αυτά σκοτάδια, οραματίζεται ο Μαρξ το νέο κόσμο που θα προκύψει από την επανάσταση του προλεταριάτου ενάντια στο αστικό καθεστώς. «Ο σύγχρονος εργάτης», διακηρύσσει στο κομμουνιστικό μανιφέστο του 1848, «αντί ν’ ανέρχεται μαζί με την πρόοδο που σημειώνει η βιομηχανία, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά, γίνεται όλο και πιο φτωχός[…] και η αθλιότητα των μαζών αυξάνει ακόμη πιο γρήγορα από τον πληθυσμό και τον πλούτο. Η αστική τάξη[…] είναι ανίκανη να κυβερνήσει, γιατί είναι ανίκανη να διασφαλίσει ένα τρόπο ζωής στους σκλάβους της».
Και το κομμουνιστικό μανιφέστο καταλήγει: «Οι κομμουνιστές θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος. Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπρος σε μια κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν σ’ αυτήν τίποτε άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο. Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»
Φυσικά οι «αλυσίδες» και η εξαθλίωση για τους βιομηχανικούς και τους υπόλοιπους εργάτες των αναπτυγμένων χώρων της δύσης, σήμερα είναι μάλλον άδειες και ξεπερασμένες έννοιες. Ωστόσο φτώχεια και εξαθλίωση υπάρχει άφθονη και στις μέρες μας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και δυστυχώς θα εξακολουθήσει να υπάρχει όσο υπάρχει η κοινωνική αδικία.
Ο Μαρξ διαπιστώνει ότι το αστικό καθεστώς που διαδέχτηκε το φεουδαρχικό μετά τη γαλλική επανάσταση του 1789, εξαθλιώνει κι εκμεταλλεύεται τον εργάτη –τον προλετάριο- γιατί του αφαιρεί ένα μεγάλο μέρος από την αξία της εργασίας του. Τις ιδέες του αυτές τις εκθέτει και τις αναπτύσσει σ’ όλα τα γραπτά του, αλλά κυρίως στο μεγάλο τετράτομο έργο του «Το Κεφάλαιο», που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη «Βίβλο» του κομμουνισμού. Για να παραχθεί ένα ορισμένο βιομηχανικό προϊόν, λέει, χρειάζεται να καταβληθεί μια ποσότητα έργου από τον εργάτη –ή τους εργάτες. Το προϊόν αυτό θα έχει μια Α εμπορική αξία. Ο εργάτης θα αμειφθεί με ένα Β ποσόν σαν αμοιβή. Τη διαφορά Α-Β ανάμεσα στην εμπορική αξία και στην αμοιβή του εργάτη –αφού αφαιρεθούν τα πάγια έξοδα- την καρπώνεται ο εργοδότης. Η διαφορά αυτή, που ο Μαρξ την προσδιορίζει με τον όρο «υπεραξία», αφαιρείται από τον εργάτη, ενώ στην πραγματικότητα του ανήκει και τη δικαιούται. Κι αυτό φυσικά είναι άδικο.
Αυτά τα λίγα σχετικά με την κριτική που ασκεί ο Μαρξ στην κλασική πολιτική οικονομία. Το δεύτερο θεμέλιο όπου, όπως αναφέραμε, στήριξε ο Μαρξ και ανέπτυξε τη θεωρία του, είναι ο ουτοπικός σοσιαλισμός που είχε προηγηθεί απ’ αυτόν. Εφόσον το αστικό καθεστώς είναι συνυφασμένο με την εκμετάλλευση, την καταπίεση και την εξαθλίωση των μαζών, της εργατικής τάξης, πρέπει να δώσει τη θέση του σ’ ένα δικαιότερο σύστημα, που στην πρώτη του φάση θα είναι το σοσιαλιστικό, η κοινωνικοποίηση δηλ. των μέσων παραγωγής και διάθεσης των αγαθών, που εκπροσωπείται από τη βιομηχανία και το εμπόριο. Ήδη ο Πιερ Προυντόν, από τους θεμελιωτές του ουτοπικού σοσιαλισμού, δήλωνε ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» και οραματιζόταν την κοινωνία των εργαζομένων που θα διαχειρίζονταν οργανωμένοι τις υποθέσεις τους. Ωστόσο ούτε η κριτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας ούτε και ο ουτοπικός σοσιαλισμός, που έδωσαν κάποια στοιχεία στη μαρξιστική σκέψη, αποτελούν το κυριότερο θεμέλιο και τον πυρήνα του μαρξισμού. Θα ήταν αφέλεια και άγνοια να θεωρηθεί –κι αυτό γίνεται δυστυχώς από αρκετούς, κι είναι το λάθος εκείνων από τους χριστιανούς που δηλώνουν «μαρξιστές»- ότι ο μαρξισμός αποτελεί ένα οικονομικό σύστημα, ή το πολύ-πολύ μια πολιτική-κοινωνική πρόταση για ένα είδος διακυβέρνησης που θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Ο μαρξισμός είναι κοσμοθεωρία, είναι, αν θέλετε, θρησκεία με όλα τα χαρακτηριστικά μιας θρησκείας. Με το «πιστεύω» και τα δόγματά της, με τους προφήτες της, με τα «ιερά» της βιβλία. Κι εδώ ακριβώς θα επιμείνουμε, γιατί αυτό είναι το κεφάλαιο που μας ενδιαφέρει περισσότερο, και που αποτελεί την πεμπτουσία του μαρξισμού. Τα υπόλοιπα που αναφέραμε είναι απλά μέρος του οικοδομήματος, της «ανωδομής», όπως το λέμε στην τεχνική ορολογία.
Ας πιάσουμε λοιπόν το θέμα μας από τη βάση του. Είπαμε πως για τη διατύπωση της θεωρίας του ο Μαρξ στηρίχτηκε, ή, αν θέλετε, ξεκίνησε από τον ουτοπικό γαλλικό σοσιαλισμό στο κοινωνικό της μέρος, από την αγγλική πολιτική οικονομία στο οικονομικό της μέρος, και από τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία του 19ου αιώνα στο κοσμοθεωριακό της μέρος που είναι και το θεμελιακό, και κυρίως από δύο εκπροσώπους της, το Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (1770-1831) –ή, όπως απέδωσαν το όνομά του οι έλληνες λόγιοι καθαρευουσιάνοι, τον Έγελο- και το Λούντβιχ Φόυερμπαχ (1804-1872). Από αυτούς ο δεύτερος, ο Φόυερμπαχ, εκπροσωπεί τον απόλυτο υλισμό με την απουσία αόρατου πνευματικού κόσμου, και φυσικά με την ανυπαρξία του Θεού. Ο Ένγκελς σημειώνει σαν γενικό συμπέρασμα στο βιβλίο του Φόυερμπαχ «Η Ουσία του Χριστιανισμού»: «Έξω από τη φύση και τους ανθρώπους δεν υπάρχει τίποτε… και τα ανώτερα όντα που έπλασε η θρησκευτική μας φαντασία είναι μόνο το φανταστικό αντικαθρέφτισμα της δικής μας ουσίας». Κι αργότερα ο Λένιν στο ίδιο «μήκος κύματος», θα μιλήσει για «έφοδο ενάντια στον ουρανό».
Από τον άλλο μεγάλο φιλόσοφο, το Χέγκελ –κατεξοχήν ιδεαλιστή- δανείζεται ο Μαρξ τη θεωρία του για τη διαλεκτική, κι όχι τις υπόλοιπες ιδεαλιστικές θέσεις του που δεν ταιριάζουν καθόλου στον υλιστή Μαρξ. Ο Χέγκελ είχε διδάξει ότι η ανθρώπινη σκέψη και γενικά η ιστορία του κόσμου κινείται «διαλεκτικά», σ’ ένα είδος διαλόγου, περνώντας σε κάθε διαδικασία εξέλιξής του από τρία στάδια: τη θέση, την αντίθεση και τη σύνθεση. Θα πούμε παρακάτω πώς χρησιμοποιήθηκε η θεωρία αυτή στη διαμόρφωση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας. Κατά τα άλλα η σκέψη του Μαρξ και του Ένγκελς είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνη του Χέγκελ. Ο τελευταίος υποστηρίζει πως πρωταρχικό στοιχείο της ύπαρξης είναι η ιδέα –από εδώ και η ονομασία της φιλοσοφίας του σαν «ιδεαλιστικής»- και πως ο εξωτερικός υλικός κόσμος αποτελεί προβολή της ιδέας. Το αντίθετο ακριβώς υποστηρίζουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Τα πάντα ξεκινούν από την ύλη που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, και που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για οποιοδήποτε άλλο στοιχείο. Ακόμη και το πνεύμα και ο εγκέφαλος έχουν υλική υπόσταση. Η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και στο ζώο έγκειται στο ότι ο πρώτος –ο άνθρωπος- παράγει εργασία και χρησιμοποιεί εργαλεία σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα. Καθώς οι ανθρώπινες ομάδες προχωρούν αναπτύσσοντας μορφές εργασίας, και καθώς έτσι η κοινωνία γίνεται όλο και πιο σύνθετη, μαζί με τα οικονομικά προβλήματα που προκύπτουν και στην προσπάθεια για τη λύση τους, δημιουργείται η γλώσσα και αναπτύσσεται ο εγκέφαλος, οι ιδέες και το πνεύμα, προϊόντα της αδιάκοπης κίνησης της ύλης. Επομένως τίποτε άλλο δεν υπάρχει από μόνο του έξω από την ύλη που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση –κι αυτό το τελευταίο, η κίνηση, σχετίζεται με την πρόσφατη τότε ανακάλυψη της θεωρίας των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και της κίνησης των μορίων. Κι ακόμη όλα τα κοινωνικά φαινόμενα και ό,τι διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις έχουν οικονομική βάση. Προσωπικά συναισθήματα, θεσμοί όπως η πατρίδα, η οικογένεια, η θρησκεία που χαρακτηρίζεται σαν «όπιο του λαού», έννοιες όπως η ηθική και όποιες άλλες αξίες μας έχει κληροδοτήσει το παρελθόν –τα πάντα σχετίζονται με τον τρόπο της οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας, με τον τρόπο δηλ. παραγωγής και διάθεσης των αγαθών. Με το ίδιο νόημα, κακία και καλοσύνη είναι σχετικές έννοιες –κι όλοι μας μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό στην πράξη- και βέβαια η έννοια της αμαρτίας είναι ανύπαρκτη. Το οποιοδήποτε «κακό» στον κόσμο έχει οικονομική βάση. Διορθώνοντας την κοινωνία από τις αρρώστιες που την ταλανίζουν, εξαλείφουμε και το κακό από τον κόσμο. Κι όσο για τους νόμους της ιστορίας και της εξέλιξης της ανθρωπότητας, αυτοί είναι αυστηρά καθορισμένοι και μπορούν ν’ ανιχνευτούν και να διατυπωθούν «με την ακρίβεια των φυσικών επιστημών»
Δύο είναι τα μέσα –τα «εργαλεία»- που χρησιμοποιεί ο μαρξισμός για την ερμηνεία του κόσμου και των κοινωνικών φαινομένων, καθώς και για την κριτική της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας: α) ο διαλεκτικός και β) ο ιστορικός υλισμός. Μελετώντας τους προηγούμενους φιλοσόφους, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς φτάνουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν μεν στοιχεία αλήθειας σ’ αυτούς, ο δρόμος όμως που ακολουθούν και ο στόχος τους είναι απόλυτα λαθεμένοι. Έτσι δεν έχει νόημα ο ιδεαλιστικός υλισμός του Χέγκελ και του Φόυερμπαχ αν δεν μεταφραστεί σε επαναστατική πρακτική. Χαρακτηριστική είναι η φράση τους που έμεινε στην ιστορία: «Οι προηγούμενοι φιλόσοφοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο. Για μας δεν είναι αρκετό να τον ερμηνεύσουμε. Σκοπός μας είναι να τον αλλάξουμε».
Τι μας λέει λοιπόν ο διαλεκτικός υλισμός; Μας το φανερώνουν οι ίδιες οι λέξεις που απαρτίζουν τον όρο: τα πάντα είναι ύλη («υλισμός») που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Η κίνηση αυτή ακολουθεί διαλεκτική μορφή («διαλεκτικός»): η μία υπάρχουσα κατάσταση («θέση») βρίσκεται αντιμέτωπη με μια άλλη αντίθετη («αντίθεση») και από την πάλη αυτή των αντιθέτων προκύπτει μία τρίτη καινούργια κατάσταση («σύνθεση»). Ο νόμος αυτός είναι γενικός χωρίς εξαίρεση, αφού τα πάντα έχουν την ίδια ακριβώς υπόσταση: την ύλη που κινείται προκαλώντας τη διαλεκτική διαδοχή. Χαρακτηριστική εφαρμογή του διαλεκτικού υλισμού βρίσκουν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς στη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, σύμφωνα με την οποία ο αγώνας για την ύπαρξη ανάμεσα στα διάφορα είδη –η πάλη ανάμεσά τους- ακολουθεί διαλεκτική πορεία με το σχηματισμό όλο και ανώτερων ζωικών οργανισμών.
Ο ίδιος νόμος του διαλεκτικού υλισμού διέπει και ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας –«ιστορικός υλισμός»- που δεν αποτελείται από τίποτε άλλο παρά από διαδοχικές θέσεις, αντιθέσεις και συνθέσεις, που τις προκαλεί μια και μοναδική αιτία σαν κινητήρια δύναμη: η πάλη ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, ή, πιο απλά διατυπωμένη, «η πάλη των τάξεων»( Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι καθένας από τους όρους που έχουμε αναφέρει ή που θα αναφέρουμε έχει αποτελέσει αντικείμενο πλατιάς μελέτης κι ότι έχουν γραφεί τόμοι ολόκληροι για καθέναν απ’ αυτούς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το καθετί που έχει γραφεί έχει και ιδιαίτερη αξία.)
Έτσι από τη δουλοκτητική κοινωνία («θέση») προέκυψε με επανάσταση («αντίθεση») η φεουδαρχική («σύνθεση»). Από τη φεουδαρχική κατά τον ίδιο τρόπο με τη γαλλική επανάσταση προέκυψε η αστική, η καπιταλιστική κοινωνία. Συνέπεια του καπιταλισμού, συνεχίζει ο Μαρξ είναι η συνεχής αύξηση του κεφαλαίου, η όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωσή του στα χέρια όλο και πιο λίγων που σχηματίζουν μεγάλα τραστ -αυτά που θ’ αποκαλούσαμε σήμερα «πολυεθνικές εταιρίες»- με αποτέλεσμα να εξαθλιώνονται όλο και περισσότερο οι μάζες. Συγχρόνως όμως το προλεταριάτο, που αποτελείται από τους εργάτες που ζουν με την εργασία τους χωρίς να έχουν άλλο πόρο ζωής ή άλλη περιουσία, αποκτά όλο και περισσότερο την αναγκαία υποδομή και διάρθρωση ώστε να είναι έτοιμο για την επόμενη κοινωνική μορφή. Αναπόφευκτα λοιπόν βαδίζουμε στην ανατροπή του καπιταλισμού που θα την προετοιμάσουν οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις που είναι σύμφυτες με το καπιταλιστικό σύστημα, και η εξουσία πια θα περιέλθει στα χέρια της μόνης τάξης που είναι απαλλαγμένη από ταξικά συμφέροντα: του προλεταριάτου. Η τελευταία λοιπόν «αντίθεση» πριν από την καινούργια εποχή θα είναι η ανατροπή του καπιταλισμού, με τελευταία «σύνθεση» τη νέα αταξική ή κομμουνιστική κοινωνία. Έτσι θα τερματισθεί η προϊστορία της χειραφέτησης του ανθρώπου –η ολοκληρωτική χειραφέτηση και απελευθέρωση πραγματοποιείται με τη δημιουργία της αταξικής κοινωνίας- και αρχίζει πια η νέα εποχή. Για να φτάσει όμως η κοινωνία στην κομμουνιστική μορφή της πρέπει πρώτα να περάσει από ένα μεταβατικό στάδιο: το σοσιαλισμό, που είναι η πιο υποτυπώδης μορφή της κομμουνιστικής κοινωνίας. Στο πρώτο αυτό στάδιο καταργείται η ατομική ιδιοκτησία και κοινωνικοποιούνται –κρατικοποιούνται- τα μέσα παραγωγής και διάθεσης των υλικών αγαθών (εμπόριο και βιομηχανία). Φυσικά το ίδιο συμβαίνει και με την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας. Γιατροί, δικηγόροι, τεχνικοί κλπ. μεταβάλλονται σε υπαλλήλους του κράτους. Το κράτος που αποτελεί ένα «αναγκαίο κακό» στο μεταβατικό αυτό στάδιο εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά διευθύνεται πια από τους εργάτες –από το προλεταριάτο- που ξαναγυρίζουν μεν στα εργοστάσιά τους, κυβερνούν όμως δικτατορικά («δικτατορία του προλεταριάτου»), μέσα από τα πολιτικά εργατικά συμβούλια, τα «σοβιέτ» στη ρωσική, λενινιστική έκδοση του μαρξισμού. Βέβαια στην πράξη ποτέ η εξουσία δεν περιήλθε στα χέρια της εργατικής τάξης, παρόλο που ο Λένιν υποστήριζε πως «κάθε μαγείρισσα πρέπει να μάθει να κυβερνά το κράτος». Παρέμεινε στα χέρια του κόμματος, και μάλιστα στα χέρια ελάχιστων ανθρώπων της πρωτοπορίας. Χαρακτηριστικό ακόμη στο πρώτο αυτό στάδιο είναι ότι ο καθένας αμείβεται ανάλογα με την εργασία που προσφέρει.
Στο δεύτερο, το τελικό στάδιο διάρθρωσης της κοινωνίας, στον κομμουνισμό (από τη λατινική λέξη «communis» που σημαίνει «κοινός», αυτός που ανήκει σε όλους) φτάνει η κοινωνία όταν πια οι νέες σχέσεις εργασίας και οι νέοι κοινωνικοί θεσμοί που θα επικρατήσουν στο στάδιο του σοσιαλισμού θα έχουν εκπαιδεύσει έτσι τους ανθρώπους, ώστε να έχουν αυτοί απαλλαχτεί από τα δεινά του αστικού καθεστώτος και από κακές νοοτροπίες όπως το κίνητρο του κέρδους, ώστε γι’ αυτούς πια η εργασία να είναι βασική εσωτερική ανάγκη –και προαιρετική. Σ’ αυτή πια τη φάση, το κράτος δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης, μια και οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους έχουν φτάσει στο τελειότερο δυνατό σημείο, και επομένως καταργείται, ή, όπως λέει ο Ένγκελς, «μπαίνει στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στον τροχίσκο και το μπρούντζινο τσεκούρι». Τη θέση του κράτους την παίρνει η κοινωνία των «ελεύθερων συνεταιριζόμενων ατόμων». Με την παγκόσμια μάλιστα επικράτηση της επανάστασης και την εξάλειψη της έννοιας του συμφέροντος, εκλείπει και η αιτία που προκαλεί τους πολέμους και επικρατεί διαρκής ειρήνη. Καταργείται ακόμη η διάκριση ανάμεσα στο χωριό και στην πόλη, καθώς και ανάμεσα στη χειρωνακτική και πνευματική εργασία, ανάμεσα στο χειρώνακτα και τον πνευματικά εργαζόμενο, μια και μηδενίζεται η διαφορά στο πνευματικό επίπεδο του ενός και του άλλου. Κι ο καθένας αμείβεται όχι πια ανάλογα με την εργασία του, αλλά ανάλογα με τις ανάγκες του (σχετικά μάλιστα με αυτή την αρκετά περίεργη προσδοκία, έχουν γραφεί και έχουν ειπωθεί αρκετά παράξενα, κι ακόμη περισσότερα κωμικά…). Χαρακτηριστικά ο Μαρξ σημειώνει για τη σπουδαία αυτή εποχή: «Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θ’ αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές των κοινωνικού πλούτου, τότε μόνο θα ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και θα γράψει η κοινωνία στη σημαία της: “Από τον καθένα, ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”»!
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
Όλα αυτά βέβαια σαν οράματα είναι πολύ όμορφα και αρκετά συγκινητικά. Γι αυτό και παρέσυραν τόσα εκατομμύρια ανθρώπους να ονειρεύονται και να θυσιάζονται για έναν καλύτερο κόσμο που έρχεται, χωρίς όμως να γνωρίζουν οι πιο πολλοί απ’ αυτούς τη θεωρητική βάση που πάνω της στηρίζεται όλη αυτή η σιγουριά. Πόσο δικαιολογημένη λοιπόν αποδείχτηκε αυτή ύστερα από τόσες δεκαετίες πρακτικής εφαρμογής της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας;
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσουμε να είμαστε όσο το δυνατόν αμερόληπτοι. Είναι πολύ άσχημο να καταδικάζουμε μια θεωρία βρίσκοντας μονάχα αρνητικά στοιχεία και πετώντας τα πάντα στον κάλαθο των αχρήστων. Πρέπει να μάθουμε επιτέλους ότι τίποτε δεν είναι μόνο άσπρο ή μόνο μαύρο. Γιατί και το πιο μαύρο χρώμα περιέχει και κάποια άσπρα σημάδια και κάποιες άσπρες περιοχές, και αντίστροφα. Θα χωρίσουμε λοιπόν την κριτική μας σε τρία μέρη:
1. Παρατηρήσεις στο θεωρητικό μέρος του μαρξισμού.
2. Παρατηρήσεις στην εφαρμογή της θεωρίας.
3. Ερωτήματα που προκύπτουν από τη θεωρία και την πρακτική εφαρμογή και ενδιαφέρουν ιδιαίτερα εμάς τους χριστιανούς.
1. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ.
Το είπαμε και πιο πριν, ότι αρκετά απ’ όσα εκθέσαμε γοητεύουν και συναρπάζουν. Αυτό το όραμα μιας τέλειας μελλοντικής κοινωνίας, η εξάλειψη της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, η αδελφοσύνη των μαζών, η ανάπτυξη των πνευματικών και των κάθε λογής ανθρώπινων δυνάμεων, η θεοποίηση του ανθρώπου, τα κάθε είδους συνθήματα και ο επαναστατικός δυναμισμός –όλα αυτά συναρπάζουν, και προπάντων τη νέα γενιά. Εξάλλου το επιστημονικό περίβλημα του μαρξισμού, ή μάλλον ο ισχυρισμός του ότι στηρίζει τα πάντα σε επιστημονική βάση με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται η μαρξιστική θεωρία σαν ένα είδος «πασπαρτού» σε κάθε τομέα της γνώσης και της επιστήμης, της δίνει μια αίγλη και την κάνει ν’ απλωθεί στην τέχνη, στην επιστήμη, στη λογοτεχνία, σε κάθε μορφή σκέψης. Αυτός είναι και ο λόγος που κάνει π.χ. τη «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» ν’ αποτελεί για άλλους τη μοναδική πηγή γνώσης, και για άλλους να είναι τελείως άχρηστη. Στα θετικά στοιχεία του μαρξισμού πρέπει να τοποθετήσουμε και την έμφαση που έδωσε στην καταπολέμηση απαράδεκτων κοινωνικών καταστάσεων. Την εποχή του Μαρξ ήταν άγνωστη η οκτάωρη εργασία, δεν υπήρχαν ούτε αποζημίωσεις ούτε κοινωνικές ασφαλίσεις, ούτε όποιας μορφής κοινωνική πρόνοια, ούτε συντάξεις, ούτε άδειες, ούτε κανενός είδους εξασφάλιση. Δεν μπορεί κανένας να μας πει με βεβαιότητα πού θάταν ο κόσμος σήμερα χωρίς το Μαρξ. Ίσως από το φόβο του κομμουνισμού αναγκάστηκε η δύση να υιοθετήσει προωθημένα κοινωνικά μέτρα που ανακούφισαν τους μη προνομιούχους. Ίσως όλα έγιναν καθώς οι ιδέες για την κοινωνία και για τις κοινωνικές ανισότητες εξελίσσονταν, σίγουρα όμως και ο Μαρξ και γενικότερα η διάδοση των σοσιαλιστικών αντιλήψεων έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ όλα αυτά.
Ωστόσο η μαρξιστική θεωρία περιέχει πολλά και βασικά μειονεκτήματα, καθώς και επικίνδυνα για ολόκληρη την ανθρωπότητα στοιχεία. Μια κοσμοθεωρία τόσο σίγουρη πως με τη λογική μπορούμε να συλλάβουμε την απόλυτη αλήθεια, τόσο δογματική που δεν προσφέρει κανένα χώρο στην αμφιβολία και στον ελεύθερο διάλογο, είναι επόμενο να παγιωθεί σαν ένα είδος θρησκείας, της πιο ανελέητης μάλιστα θρησκείας απ’ όσες γνώρισε μέχρι τώρα η ανθρωπότητα. Κανένας δεν τολμά ν’ αμφισβητήσει το Μαρξ και το Λένιν. Και οι διαφωνίες ανάμεσα στους μαρξιστές περιορίζονται μονάχα στην ερμηνεία των γραπτών τους (κάτι σαν τις θεολογικές συζητήσεις γύρω από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής). Κι είναι αληθινά εκπληκτικό, πώς τόσα εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς αμφισβήτηση ακολούθησαν τέτοιες υπεραπλουστευμένες και σε μεγάλο ποσοστό απλοϊκές αντιλήψεις. Ο Μαρξ κι οι υπόλοιποι ομοϊδεάτες του είναι σίγουροι πως ο Θεός είναι δημιούργημα του ανθρώπου, πως ο Θεός δεν υπάρχει –όχι «δεν ξέρουν αν υπάρχει»· αυτοί «ξέρουν»: «δεν υπάρχει»!- πως τα πάντα έχουν υλική υπόσταση, πως έξω από την ύλη δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Και μάλιστα ο Ένγκελς αποφαίνεται πως η εργασία και η γλώσσα είναι τα ουσιαστικά κίνητρα που κάτω από την επίδρασή τους δημιουργήθηκε ο ανθρώπινος εγκέφαλος.(Τώρα, το πώς καταφέραμε και ξεκινήσαμε μονάχα εμείς απ’ όλα τα ζώα την εργασία και τη συνεννόηση μεταξύ μας χωρίς εγκέφαλο –κάπως έτσι- αυτό μονάχα ο Ένγκελς το ξέρει…)
«Δεν υπάρχει Θεός», λοιπόν. Γιατί αν υπήρχε δε θα αποτελούνταν τα πάντα από μονάχα κινούμενη ύλη, δε θα δούλευαν τα πάντα σα μια απρόσωπη μηχανή, δε θα οδηγούσαν όλα αναπόφευκτα στην αταξική κοινωνία, δε θα στεκόταν η κοσμοθεωρία του Μαρξ. Γι’ αυτό και η λυσσασμένη επίθεση των μαρξιστών ενάντια στη θρησκεία και στην ιδέα του Θεού –και ξέρουμε όλοι για τους διωγμούς των χριστιανών στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η ίδια σιγουριά κι ο ίδιος δογματισμός και στη διατύπωση της αρχής πως «όλα έχουν οικονομική βάση», ακόμη κι η ανθρώπινη συμπεριφορά μέχρι τις παραμικρές, φαινομενικά άσχετες με την οικονομία λεπτομέρειες. Πολύ σωστά παρατήρησε ο γνωστός γερμανός κοινωνιολόγος και ψυχαναλυτής Έριχ Φρομ πως το δράμα –και η αποτυχία- του Φρόιντ ήταν πως δεν είχε ιδέα από κοινωνιολογία, και του Μαρξ πως δεν είχε ιδέα από ψυχολογία. Η καθημερινή άλλωστε εμπειρία μας και στο περιβάλλον μας και στον εσωτερικό μας κόσμο μάς διδάσκει τελείως αντίθετα από τους ισχυρισμούς του Μαρξ. Η τέχνη, η αγάπη, τα αισθήματα φιλίας, η αυτοθυσία και βέβαια και η χριστιανική πίστη που το ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν είναι το «όπιο του λαού» -όταν βρίσκεται σε σωστή βάση- και πολλά άλλα δεν ξεκινούν μονάχα από οικονομικά κίνητρα. Πριν πολλά χρόνια, στα νιάτα μου, είχα διαβάσει το βιβλίο κάποιου Σίντνεϋ Φίνκελσταϊν με τον τίτλο «Εισαγωγή στο Νόημα της Μουσικής». Το όλο έργο ήταν μια κοινωνιολογική μαρξιστική ανάλυση της ιστορίας της μουσικής. Στον Μπαχ π.χ. έβλεπε ο συγγραφέας μονάχα τον αγώνα ενάντια στο φεουδαρχικό καθεστώς, στον Μπετόβεν το δημοκρατικό πνεύμα, στο Σούμπερτ και στο Σούμαν την εξέλιξη της μουσικής σαν ενός είδους εμπόρευμα στην αγορά κλπ. Βέβαια αρκετές από τις παρατηρήσεις του είχαν σωστή βάση, ωστόσο η μονόπλευρη αυτή αντιμετώπιση αποστραγγίζει και αποστεώνει την ανθρώπινη ψυχή και της αφαιρεί καθετί όμορφο κι ευγενικό –κι ας λένε οι μαρξιστές ότι οι τέτοιου είδους «ρομαντικές» έννοιες και ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο από «αστικά» αρρωστημένα αισθήματα κι αντιλήψεις. Συνέπεια αυτής της νοοτροπίας είναι πως ενώ από το ένα μέρος ο μαρξισμός ισχυρίζεται ότι εξυψώνει τον άνθρωπο, στην πραγματικότητα με τον υλισμό και με την ουσιαστική άρνηση του ψυχικού πλούτου που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινη προσωπικότητα τον υποβιβάζει στο επίπεδο του ζώου –ή μάλλον πιο κάτω απ’ αυτό, μια κι είναι γνωστό πως και τα ζώα είναι προικισμένα με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Άλλωστε ένας από τους θεωρητικούς του μαρξισμού, ο γερμανός Καρλ Κάουτσκι , το δηλώνει ξεκάθαρα: «Ούτε σα σκεπτόμενο, ούτε σαν ηθικό ον ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά διαφορετικός από τα ζώα[…]. Το ζώο μπορεί να βρει ένα εργαλείο στη φύση, δεν μπορεί να το εφεύρει. Με την εφεύρεση μέσων παραγωγής αρχίζει ο ζωάνθρωπος να γίνεται άνθρωπος, και ο πιθηκάνθρωπος να γίνεται δίποδο». Μ’ άλλα λόγια, χαρακτηριστικό του ανθρώπου που τον ξεχωρίζει από τα ζώα είναι η κατασκευή εργαλείων που χρησιμεύον στην παραγωγή, την επίθεση και την άμυνα. Πολύ υψηλή αντίληψη περί ανθρώπου!..
Τέλος ο οραματισμός για το ευτυχισμένο μέλλον της ανθρωπότητας στην κομμουνιστική κοινωνία φαίνεται αφελέστατος ακόμη και σ’ ένα μικρό παιδί, ιδιαίτερα ύστερα απ’ όσα έχουν γίνει από τότε, κι ασφαλώς εξίσου απλοϊκή είναι και η ιδέα ότι το κακό μπορεί να ξεριζωθεί απ’ τον άνθρωπο απλά με αλλαγή του συστήματος παραγωγής και διάθεσης των αγαθών. Ο Άρθουρ Καίσλερ, γνωστός συγγραφέας και στοχαστής που αποσκίρτήσε πολύ νωρίς από τις τάξεις του κομμουνισμού, διηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία που συνέβη στα πρώτα χρόνια, τα γεμάτα ενθουσιασμό για την καινούργια ιδεολογία: Σ’ ένα συνέδριο κομμουνιστών συγγραφέων, γράφει, όπου ο ένας προσπαθούσε να ξεπεράσει τον άλλον σε ύμνους για το σπουδαίο νέο κόσμο που περίμενε την ανθρωπότητα, σηκώθηκε ένας από τους συνέδρους και προσγείωσε τους υπόλοιπους με το εξής ερώτημα: «Και τι γίνεται, σύντροφοι, με τον άνθρωπο που τον πατάει ένα τραμ;» Μ’ άλλα λόγια, πώς εντάσσεται μια ανθρώπινη τραγωδία σ’ έναν τέλειο κόσμο; Ύστερα από κάποιες στιγμές στενόχωρης σιωπής, διηγείται ο Καίσλερ, ακούστηκε η φωνή ενός από τους καθοδηγητές: «Σύντροφε, σ’ ένα τέλειο σοσιαλιστικό σύστημα μεταφορών δε θα γίνονται τροχαία ατυχήματα»… Και βέβαια ύστερα από την πείρα που έχουμε αποκτήσει τόσα χρόνια από τέτοιου είδους πειράματα, είμαστε σε θέση όλοι να βεβαιώσουμε και το δίκαιο της ερώτησης, και την ανοησία της απάντησης.
Υπάρχουν και πολλά άλλα αδύνατα σημεία στη μαρξιστική θεωρία. Δεν μπορούμε να τ’ αναφέρουμε όλα. Ενώ π.χ. ο Μαρξ πρόβλεψε ότι η επανάσταση θα ξεκινούσε στις προοδευμένες καπιταλιστικές χώρες, ξεκίνησε τελικά στην οικονομικά και βιομηχανικά καθυστερημένη Ρωσία, φαινόμενο που πολλοί μαρξιστές το χαρακτηρίζουν σαν «ανωμαλία της ιστορίας». Κι ακόμη δεν είναι ασήμαντη η παρατήρηση πως ενώ ο μαρξισμός μάς βεβαιώνει ότι μονάχα το προλεταριάτο είναι σε θέση να σκεφτεί σωστά και ν’ αντιληφθεί την πραγματικότητα και να δράσει στη σωστή κατεύθυνση, στην πρωτοπορία του κομμουνιστικού κινήματος βρίσκονται οι μη προλετάριοι «αστοί» Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τρότσκυ κλπ., κάτι που με πολλή δυσκολία ανέχεται η μαρξιστική θεωρία.
Μια γενική παρατήρηση, για να τελειώσουμε με το θεωρητικό μέρος του μαρξισμού. Γενικό χαρακτηριστικό της θεωρίας –όπως διεξοδικά αναπτύσσει ο ρώσος χριστιανός φιλόσοφος Νικολάι Μπερντιάεφ –είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «μεσσιανικό»χαρακτήρα του μαρξισμού, μια αντιστοιχία ανάμεσα στην πορεία της ανθρωπότητας όπως την εκθέτει η Αγία Γραφή και στις προσδοκίες του Μαρξ. Κι αυτό δικαιολογείται, σύμφωνα με το Μπερντιάεφ και αρκετούς άλλους, από το γεγονός ότι όντας εβραίος ο Μαρξ φυσικό ήταν να προσδώσει, υποσυνείδητα έστω, έναν προφητικό χαρακτήρα στη θεωρία του. Με λίγη σκέψη θα μπορούσαμε να κάνουμε, έστω και κάπως πρόχειρα, τον ακόλουθο παραλληλισμό ανάμεσα στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας σύμφωνα με το μαρξισμό από το ένα μέρος και στην ιουδαιοχριστιανική πίστη από το άλλο, όπως μας αποκαλύπτεται στη Βίβλο:
Α. Θεωρία του Μαρξ.
Πρώτο στάδιο: πρωτόγονος κομμουνισμός. Κανένας δεν παράγει υπεραξία για να την καρπωθεί κάποιος άλλος. Δεν υπάρχουν διάφορες τάξεις –και φυσικά ούτε πάλη των τάξεων- ούτε εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο.
Δεύτερο στάδιο: ο κόσμος πάει προς το χειρότερο. Το προλεταριάτο όλο και εξαθλιώνεται από την εκμετάλλευση των καπιταλιστών, γεγονός όμως που κυοφορεί «διαλεκτικά» το καλύτερο, την επικράτηση του προλεταριάτου.
Τρίτο στάδιο: αρχίζει η χρυσή εποχή του κομμουνισμού. Τα δεινά της ανθρωπότητας τερματίζονται, παύει η εκμετάλλευση, επικρατεί παγκόσμια ειρήνη.
Β. Βιβλική διδασκαλία.
Πρώτο στάδιο: εποχή της Εδέμ και των πρωτοπλάστων. Ο άνθρωπος είναι αθώος, δεν έχει γνωρίσει την αμαρτία, δεν υπάρχει ακόμη το κακό.
Δεύτερο στάδιο: η αμαρτία και το κακό επικρατούν όλο και περισσότερο στον κόσμο, κι’ αυτό οδηγεί στην τελική σύγκρουση με την επικράτηση της βασιλείας των ουρανών κατά τους χριστιανούς, με την έλευση του Μεσσία κατά τους εβραίους.
Τρίτο στάδιο: αρχίζει ο χρυσός αιώνας, όπως τον περιγράφει ο Ησαϊας, ή ο «νέος ουρανός» και η «νέα γη» κατά την έκφραση της Καινής Διαθήκης.
2.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Σπεύδουμε να διευκρινίσουμε και πάλι, πως με κανένα τρόπο δεν σκοπεύουμε να υποτιμήσουμε ή ν’ αποσιωπήσουμε τα σημαντικά επιτεύγματα από την εφαρμογή, την όποια εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Και στον πολιτισμό, και στην παιδεία, και στην κοινωνική πρόνοια, και σε αρκετούς άλλους τομείς, έστω και μονόπλευρα και με αμέτρητους περιορισμούς. Ωστόσο η ίδια η θεωρία περιέχει τα σπέρματα της αποτυχίας. Ήδη ο υποβιβασμός του ανθρώπου στο επίπεδο του ζώου –κι ακόμη πιο κάτω- παρ’ όλες τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, η σχετικότητα στην ηθική, η δυνατότητα στους «εκλεκτούς», στο προλεταριάτο ν’ αλλάξουν τον κόσμο όπως εκείνοι νομίζουν, σα νάναι η ανθρωπότητα χημικό εργαστήρι, προοιωνίζει το τι θα επακολουθήσει. Στην πράξη η δικτατορία του προλεταριάτου του Μαρξ ερμηνεύτηκε από το Λένιν σαν δικτατορία της πρωτοπορίας του κομμουνιστικού κόμματος, της κεντρικής του επιτροπής, ή, ακόμη πιο περιορισμένα, του ολιγάριθμου πολιτικού του γραφείου (πολίτμπυρο). Που τελικά κατέληξε στην «ενός ανδρός αρχή», που πήρε τη χειρότερη μορφή της στην εποχή του Στάλιν με τραγικά επακόλουθα. Και από το άλλο μέρος γέννησε μια δυσκίνητη και δύσκαμπτη γραφειοκρατική μηχανή.
Δεν έχουμε τον καιρό να περιγράψουμε ούτε τα εγκλήματα, ούτε την καταπίεση της ανθρώπινης προσωπικότητας, ούτε την ολοκληρωτική αλλοτρίωση του ανθρώπου κάτω από το κομμουνιστικό καθεστώς. Τελικά ο κρατικός καπιταλισμός, όπως κατέληξε να είναι ο δήθεν σοσιαλισμός, αποδείχτηκε πολύ πιο αδυσώπητος, πολύ πιο απάνθρωπος, πολύ πιο απρόσωπός από τον άλλο καπιταλισμό που πήγε να καταργήσει ο Μαρξ. Δε χρειάζεται να επιμείνουμε παραπάνω. Υποθέτω πως αρκετοί από μας έχουμε ακούσει κι έχουμε διαβάσει για τη φοβερή εποχή του Στάλιν, για τις γελοιότητες και τις τραγικές καταστάσεις στη διάρκεια της «μορφωτικής επανάστασης» του Μάο όπου είχε καταρρακωθεί κάθε έννοια και κάθε αξία (γνωστή η ρήση του Μάο: «Δεν έχει σημασία αν θα εξολοθρευτούν μερικά εκατομμύρια άνθρωποι. Με τα υπόλοιπα εκατομμύρια θα κτίσουμε ένα καλύτερο σοσιαλιστικό μέλλον»…), για τη γενοκτονία στην Καμπότζη και στο Βιετνάμ, για την ωμή παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Σοβιετική Ένωση και στις υπόλοιπες χώρες της ανατολικής Ευρώπης ακόμη και σήμερα, για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των λαών στην Τσεχοσλοβακία, στο Αφγανιστάν, στην Πολωνία, κι ακόμη για το μύθο περί «ισότητας» των ανθρώπων μεταξύ τους. (Απλά, όπως το έλεγε κι ο Όργουελ στην περίφημη αλληγορία του «Η Φάρμα των Ζώων», μερικά ζώα έγιναν… πιο ίσα από τα άλλα…) Τελικά υποπτευόμαστε πως σήμερα πια η κομμουνιστική ιδεολογία στην πρώτη γνήσια μορφή της βρίσκεται μονάχα στα μυαλά μερικών ονειροπόλων ή φανατικών νεαρών και μερικών όχι και ιδιαίτερα διορατικών «διανοητών» της δύσης…
Όλα αυτά δε μαρτυρούν τίποτε άλλο από το γεγονός πως η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να μεταβληθεί με θεωρίες που έχουν υλιστική βάση και που η εφαρμογή τους οδηγεί σε σίγουρη αποτυχία, καθώς αγνοούν το γεγονός ότι αιτία κάθε ανωμαλίας είναι η χαλασμένη από την αμαρτία ανθρώπινη φύση που μονάχα ο Χριστός μπορεί να μεταβάλει στο μέτρο που ο άνθρωπος του δίνει τη δυνατότητα να το κάνει. Κι αυτός είναι ο λόγος που η σημερινή μας ομιλία δεν έχει με κανένα τρόπο σκοπό να δείξει την υπεροχή του καπιταλιστικού συστήματος σε σχέση με το σοσιαλιστικό. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως και ο καπιταλισμός ανάμεσα στ’ άλλα δημιούργησε εξαμβλώματα του τύπου του Ελ Σαλβαδόρ και των άλλων λατινοαμερικανικών καθεστώτων που ζούμε στις μέρες μας, καθώς και πολλά άλλα. Θα αποτελούσε αφελή υπεραπλούστευση –τόπαμε και πιο πριν- να υποστηρίξουμε πως όλα τα κακά βρίσκονται από την απέναντι πλευρά κι όλα τα καλά από τη δική μας, γιατί κάτι τέτοιο βέβαια δε συμβαίνει. Απλά, οι κακές πλευρές του κάθε συστήματος δείχνουν ακριβώς την ανθρώπινη ατέλεια και μας διδάσκουν πως ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να κτίζει «πύργους της Βαβέλ» ούτε να «λακτίζει προς κέντρα». Κι είναι η τραγική διάψευση των ελπίδων από τέτοιου είδους πειράματα που οδήγησαν ειλικρινείς ιδεολόγους στην απογοήτευση ή σε ακραίες περιπτώσεις και στην αυτοκτονία, όπως έγινε πριν τρία χρόνια με το Νίκο Πουλαντζά, το σημαντικό έλληνα μαρξιστή διανοητή. Ας μας ονομάσουν έστω κι έναν οι αρνητές και οι υλιστές, που απογοητεύτηκε από το πρόσωπο και την πίστη του Χριστού και οδηγήθηκε στην απελπισία…
3.ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ- ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΤΟΧΑΣΜΟ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ.
Το να θεωρήσει κάποιος ομιλητής που καταπιάνεται μ’ ένα τόσο απέραντο και απειρόπλευρο θέμα, πως εξάντλησε έστω και μια-δυο πλευρές του σε μερικά δεκάλεπτα, αποτελεί χονδροειδή ημιμάθεια ή τουλάχιστον αφελή ουτοπία. Γι’ αυτό και το καλύτερο που έχει να κάνει αυτός που τον… υποβάλλουν στην τιμή ν’ αναπτύξει το τεράστιο κεφαλαίο «Μαρξισμός και Χριστιανισμός» -να συγκρίνει δύο από τις πιο μεγάλες θρησκείες της εποχής μας- είναι να περιοριστεί μέχρι εδώ στην ανάλυσή του, και καταλήγοντας να διατυπώσει απλά κάποια ερωτήματα-ερεθίσματα για συζήτηση και προβληματισμό. Έχουμε λοιπόν:
«Ερέθισμα» πρώτο: Είπαμε πως ο Μαρξ κι οι επίγονοί του βάδισαν ακριβώς πάνω στον αντίθετο δρόμο από κείνον που άνοιξε η διδασκαλία του Χριστού: Οραματίστηκαν την αλλαγή του ατόμου μέσ’ από τη μεταβολή της κοινωνικής δομής και της διαδικασίας παραγωγής και διανομής των υλικών αγαθών. Ο Χριστός δίδαξε πως πρωταρχική ανάγκη για τον άνθρωπο είναι το να γεννηθεί «άνωθεν». Και φυσικά σε μια ομάδα ανθρώπων αναγεννημένων θα πρέπει τα προβλήματα που προκύπτουν στις μεταξύ τους σχέσεις να έχουν ελαχιστοποιηθεί. Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα: Αν μια οργανωμένη κοινωνική ομάδα αποτελείται μονάχα από αναγεννημένους χριστιανούς –στον τύπο του μέσου χριστιανού που συναντούμε στις εκκλησίες μας- θάναι πραγματικά μια έστω με ανθρώπινα μέτρα ιδεώδης κοινωνία, με λυμένα τα περισσότερα προβλήματα που προκύπτουν απ’ το χαλασμένο κι αμαρτωλό ανθρώπινο χαρακτήρα; Κι αν κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, τι φταίει; η διδασκαλία της Γραφής, ο τρόπος που την αντιλαμβανόμαστε, η ανθρώπινη ατέλεια, η «αστική νοοτροπία» μας απ’ όπου πηγάζουν όλα τα κακά; (θέτουμε τα ερωτήματά μας από εντελώς ανθρώπινη σκοπιά).
«Ερέθισμα» δεύτερο: Η «μηχανιστική» αυτή αντίληψη του μαρξισμού –«φτιάξτε την κοινωνία και το περιβάλλον όπου γεννιέται ο άνθρωπος, και σχεδόν αυτόματα εξαφανίζεται το κακό»- οδήγησε, ίσως κι άθελά τους ακόμα, αρκετούς επιφανείς ή και αφανείς μαρξιστές, ακόμη και σήμερα, σε μια ψυχρή κι απρόσωπη θεώρηση του ανθρώπου με τις μικρές και μεγάλες χαρές και λύπες του, τους πόθους του, τους οραματισμούς του, τα ονειροπολήματα και το ρομαντισμό του. Με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε πολλούς μια άτεγκτη, ψυχρή κι απάνθρωπη προσωπικότητα –κι είναι το φαινόμενο ιδιαίτερα συχνό προπάντων στην παλιότερη φρουρά στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Άλλωστε κι οι ίδιοι οι κομμουνιστές, συνεπείς προς τη θεωρία τους, χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους αντίθετους στη χριστιανική ηθική, την αγάπη, το έλεος, τη συμπάθεια. Γεννιέται λοιπόν και πάλι το ερώτημα: Πόσο «ανθρωπιστικός» ή ανθρώπινος είναι ο χριστιανισμός μας; πόσο «μηχανιστική» είναι η αντίληψη του δόγματος και του «πιστεύω» μας, ώστε να μας απομακρύνει από τον άνθρωπο που πιστεύει κάπως διαφορετικά από μας ή από τον αδελφό μας, που σύμφωνα με τα μέτρα μας δεν είναι αρκετά «πνευματικός»; ποια θάτανε η στάση μας απέναντι στο «λαό» μας, αν μας είχε δοθεί κοσμική εξουσία; μήπως οι ενέργειές μας θάταν ανάλογες μ’ εκείνες των κοσμικών «αρχόντων», ντυμένες απλώς με μια διαφορετική ορολογια κι ένα ψευτοβιβλικό περίβλημα; πόσο πιστεύουμε στην ελευθερία του ανθρώπου και στην αξία της προσωπικότητάς του που τόσο υποτιμά ο μαρξισμός, πόσο εκτιμούμε εκείνον που ο Θεός έπλασε «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» Του;
«Ερέθισμα» τρίτο: Ο μαρξιστικός κόσμος, είτε στις χώρες όπου έχει ολοκληρωτικά επικρατήσει, είτε στις δυτικές χώρες όπου επηρεάζει σαν κίνημα λίγο ως πολύ την πολιτική και πολιτιστική ζωή κάθε τόπου, έχει αναπτύξει σε μεγάλο πλάτος και βάθος έναν πολιτισμό, μια «κουλτούρα» που προπαγανδίζει με κάθε μέσο τη μαρξιστική πίστη είτε έμμεσα είτε άμεσα, σαν καθαρά «στρατευμένη» τέχνη ή όποια άλλη πνευματική δραστηριότητα. Το ερώτημα αυτή τη φορά είναι: Ποια είναι και πού είναι η πολιτιστική ζωή των χριστιανών που ν’ αντιπαρατάσσεται απέναντι σ’ όλο τούτο τον απέραντο πολιτιστικό ωκεανό του μαρξιστικού κινήματος; πού είναι σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα οι μεγάλοι χριστιανοί συνθέτες και ζωγράφοι, οι μεγάλοι χριστιανοί ποιητές, συγγραφείς, σκηνοθέτες και κινηματογραφιστές, φιλόσοφοι, στοχαστές κι επιστήμονες; δικαιολογείται άραγε η απουσία αυτή απ’ το ότι «είμαστε λίγοι», ή απ’ το ότι δε θα βρίσκαμε αρκετό κοινό για να ενδιαφερθεί για τα έργα μας; ή μήπως το κλίμα στις χριστιανικές εκκλησίες δεν ευνοεί σήμερα την ανάπτυξη μιας αυτόνομης κι ανεξάρτητης από τα δεσμά του δόγματος και της θεολογίας πνευματικής δημιουργίας; γιατί άραγε πέρασε η εποχή του Μπαχ, του Ντύρερ, του Μίλτωνα;
«Ερέθισμα» τέταρτο: Είπαμε πως ο μαρξισμός, γεννημένος από έναν εβραίο φιλόσοφο, το Μαρξ, είναι μια κοσμοθεωρία με «μεσσιανικό» χαρακτήρα. Η μέλλουσα ευδαιμονία που βιώνεται μέσα στην τέλεια κομμουνιστική κοινωνία αποτελεί αναντίρρητα υποκατάστατο της προσδοκίας του εβραϊκού λαού για τη βασιλεία του Μεσσία πάνω στη γη. Οι χριστιανοί προσδοκούν κάτι ακόμα πιο υψηλό κι ασύλληπτο στην ανθρώπινη διάνοια: εκείνο που το Σύμβολο της Πίστης τόσο πετυχημένα συνοψίζει σε «ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος». Κι αυτή τη φορά το ερώτημα είναι: Πόσο βαθιά έχουμε σαν χριστιανοί τη συναίσθηση της υπεροχής της δικής μας πίστης κι ελπίδας απέναντι στην επίγεια προσδοκία του μαρξισμού, που ύστερα από τόσες δεκαετίες δεν προσεγγίστηκε ούτε καν σε μικρό ποσοστό; πόσο πιο «πνευματικός» είναι ο μέσος χριστιανός απέναντι στο μαρξιστή, που υποστηρίζει πως και το ανθρώπινο πνεύμα ακόμη έχει υλική υπόσταση;
«Ερέθισμα» πέμπτο και τελευταίο: Είτε το θέλουμε είτε όχι, κι όσο κι αν ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» φροντίζει μ’ όλα τα μέσα που διαθέτει να μουντζουρώσει την όμορφη ιδεατή εικόνα που οραματίστηκαν ο Μαρξ και οι άλλοι πολέμιοι της κατάρας του καπιταλισμού για τη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία (κι είναι αυτό φαινόμενο παράλληλο κι αντίστοιχο μ’ εκείνο της χριστιανικής «θρησκείας»: άλλα δίδαξε ο Χριστός, άλλα κάνουν και διδάσκουν οι «εκπρόσωποί» Του) –είτε το θέλουμε λοιπόν είτε όχι, σήμερα ο μαρξισμός παρουσιάζεται σαν «φύλακας άγγελος» σε κάθε απελευθερωτικό κίνημα: ενάντια στην καταπίεση, τις φυλετικές κι όποιες άλλες διακρίσεις, ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αντίθετα, τις πιο πολλές φορές η εκκλησία του Χριστού –κι όχι μόνο ή κατ’ όνομα, μα κι η πραγματική- εμφανίζεται με τα λόγια και τις ενέργειές της σαν αντιδραστική κι αντίθετη ακριβώς σ’ αυτές τις αρχές, που στο κάτω-κάτω πρώτος ο ίδιος ο θείος ιδρυτής της –ο Ιησούς Χριστός- διακήρυξε. Πού οφείλεται το φαινόμενο αυτό; μήπως μόνο στο ότι η εκκλησία διαφωνεί με τα μέσα και τις απώτερες επιδιώξεις του μαρξισμού, ή μήπως έχει πέσει κι η ίδια μέσα σε μια παγίδα είτε αθέλητα, είτε γιατί ταυτίστηκε με το κάθε μορφής «κατεστημένο»;
Και συνοψίζοντας, κι ίσως και δίνοντας αφορμή για παραπέρα «ερεθίσματα»:Είναι γεγονός ότι ο μαρξισμός με το χριστιανισμό εγγίζουν τα ίδια καυτά θέματα, φυσικά όταν αυτά έχουν ταξική βάση, κι ίσως μοιάζουν μεταξύ τους σε μερικές τους επιδιώξεις. Γι αυτό και ο ευρωκομουνισμός, το τελευταίο «εφεύρημα» του δυτικοευρωπαϊκού κυρίως κομμουνιστικού κινήματος, που δίνει έμφαση προπάντων στην κοινωνική και πολιτική πλευρά του μαρξισμού και όχι τόσο στο κοσμοθεωριακό μέρος του, μπορεί και συνεννοείται πιο εύκολα με μερίδα της χριστιανικής εκκλησίας. Ωστόσο πέρα από κάθε αμφιβολία οι δύο θρησκείες ανήκουν σε δύο εντελώς αντίθετα και αντίπαλα στρατόπεδα. Πώς λοιπόν εμείς οι χριστιανοί θ’ αντιμετωπίσουμε το μεγάλο τούτο αντίπαλο; Να ένα τελευταίο ερώτημα που ίσως δεν έχει ακόμη απαντηθεί ικανοποιητικά.
Εδώ πρέπει να τελειώσουμε, έχοντας απλά θίξει ορισμένες πλευρές του τεράστιου κεφαλαίου της μαρξιστικής θεωρίας. Ίσως εμείς οι χριστιανοί να είχαμε κερδίσει το παιχνίδι, αν είχαμε αποδείξει πιο ξεκάθαρα πως η «θεωρία» μας έχει βρει πετυχημένη πρακτική εφαρμογή. Ας σκεφθεί ο καθένας μας ατομικά σε ποιο βαθμό έχει αυτό πραγματοποιηθεί, και αν και κατά πόσο έχουμε συμβάλει όλοι μας, ατομικά και ομαδικά, στην πραγματοποίησή του.