Μπορούν οι χριστιανοί να κάνουν κόμμα;

Γράφει ο Γ.Σ. Κανταρτζής

Μια πιστή χριστιανή έγραψε στο Facebook: «Αν ο Θεός “κατάφερνε” να ενώσει τις εκκλησίες Του, όχι απαραίτητα να συμφωνούν σε όλα, αλλά να έχουν το ίδιο πνεύμα μεταξύ τους, ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΚΟΜΜΑ ΘΑ ΕΙΧΑΜΕ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΡΚΕΤΟΙ, δεν νομίζετε; Και φανταστείτε να γίνει πρωθυπουργός ένας ποιμένας μιας εκκλησίας! Δεν θα ήταν απίστευτο;» Γράφοντας για την ενότητα των χριστιανών, να δημιουργήσουν κόμμα, ίσως η πιστή αυτή να μην σκέφθηκε ότι πουθενά στη Βίβλο δεν λέει ότι ο Θεός θέλει οι πιστοί Του να δημιουργήσουν κόμμα.

Το ερώτημα, όμως, που εγείρεται ειδικά, δεν είναι αν οι χριστιανοί πρέπει να κάνουν κόμμα, αλλά αν πρέπει να εμπλέκονται με την πολιτική. Στο θέμα αυτό οι απόψεις διίστανται. Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι καθήκον των χριστιανών να ασχοληθούν με την πολιτική για να επηρεάσουν την κοινωνία, ενώ άλλοι έχουν εντελώς διαφορετική άποψη. Σεβόμαστε κάθε άποψη. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Κύριός μας και οι Απόστολοι, εκτός από την κύρια αποστολή τους, που ήταν το κήρυγμα της σωτηρίας, πρότρεπαν τους πιστούς να φροντίζουν, παράλληλα με τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων, και για τις υλικές τους ανάγκες. Βέβαια, στην ιστορία έχουμε και μερικές φωτεινές εξαιρέσεις πολιτικών που ήταν συνειδητοί χριστιανοί. Ο Καποδίστριας, όπως συμπεραίνουμε από κείμενα του, τον οποίον δολοφόνησαν. Ο Αβραάμ Λίνκολν, εμβληματικός πρόεδρος των ΗΠΑ (1861). Κατήργησε τη δουλεία. Δολοφονήθηκε κι αυτός. Και πιο πρόσφατα ο Ρομπέρ Σουμάν, υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας, που θεωρείται ο αρχιτέκτονας της Ενωμένης Ευρώπης.

Ως πιστοί του Κυρίου στο θέμα αυτό πρέπει σαν βάση να έχουμε τη διδασκαλία της Βίβλου και όχι τις προσωπικές μας απόψεις. Η Βίβλος μιλά ξεκάθαρα για τη στάση του χριστιανού έναντι των αρχών και εξουσιών, που έχουν θεσπισθεί από τον Θεό. Ως πιστοί, πρέπει να τις τιμούμε και να υποτασσόμαστε σ’ αυτές (Ρωμ. 13:1,2, Α΄ Πέτρ. 2:14-17, Τίτος 3:1,2). Οι χριστιανοί, όπως κι όλοι οι άλλοι πολίτες, δεν πρέπει να υπακούμε κατ’ επιλογήν μόνο στους νόμους που μας αρέσουν. Αλλιώς θα υπήρχε χάος.

Τι γίνεται, όμως, όταν οι νόμοι έρχονται σε αντίθεση με τη διδασκαλία της Βίβλου; Πρέπει και οι χριστιανοί να υπακούσουν σε αντιχριστιανικούς νόμους; Βέβαια, θυμόμαστε ότι α) ο Θεός θέσπισε την κυβέρνηση και πρέπει να υποτασσόμαστε στους νόμους της, άσχετα αν μας αρέσουν ή όχι, β) Ως χριστιανοί, όμως, δεν μπορούμε να υπακούσουμε στους νόμους που είναι αντίθετοι με τον Νόμο του Θεού. Τόσο η Βίβλος, όσο και η εκκλησιαστική ιστορία έχουν αποδείξεις ότι η υπακοή μας στον νόμο των ανθρώπων τελειώνει όταν έρχεται σε αντίθεση με τον Νόμο του Θεού. Και ιδιαίτερα στις ημέρες μας, όταν τα κοινοβούλια «χριστιανικών» εθνών ψηφίζουν νόμους αντίθετους με τον Νόμο του Θεού!

Επομένως, η άποψή μας είναι πως ο πιστός του Κυρίου, ιδιαίτερα αρχιερείς, ιερείς, ποιμένες, ιεραπόστολοι και όσοι έχουν διακονίες στην εκκλησία, δεν πρέπει να εμπλέκονται με την πολιτική. Και μόνο το θλιβερό θέαμα που παρουσιάζουν οι πατέρες του΄Εθνους σε συνεδριάσεις τής Βουλής με οξύτητες, πεζοδρομιακές εκφράσεις και οχλαγωγία, δεν συνάδει με τη διδασκαλία του Λόγου του Θεού. Ο πιστός του Κυρίου να μείνει μακριά από τέτοιες ενέργειες, εκεί που επικρατεί πρωτοφανής τοξικότητα. Ο Νίκος Ψαρουδάκης, γνήσιος χριστιανός, ιδρυτής του κόμματος «Χριστιανική Δημοκρατία», ήθελε να κάνει τη χώρα μας χριστιανική από μη χριστιανούς. Στο τέλος μπήκε στη Βουλή, αφού συμβιβάστηκε μ’ ένα πολιτικό κόμμα, από το όποιο τον «πέταξαν», όταν τόλμησε να ελέγξει τα κακώς κείμενα!

Ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι η ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού είχε ως μοναδικό σκοπό τη σωτηρία των ανθρώπων. Ας μην έχουμε την αυταπάτη ότι κάποιο κόμμα, κάποια κοσμοθεωρία ή ιδεολογία μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της αμαρτίας. Αν αυτό μπορούσε να γίνει, τότε δεν θα χρειαζόταν η σταυρική θυσία του Χριστού. Το ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο να ασχοληθεί με την πολιτική, το επιβεβαιώνουν τα γεγονότα. Κάποτε οι εχθροί του Χριστού, κατευθυνόμενοι από τους Φαρισαίους, ήθελαν να Τον παγιδέψουν και Τον ρώτησαν αν πρέπει να δίνουν φόρο στον Καίσαρα ή όχι. Ο Χριστός, αντί άλλης απάντησης, τούς ζήτησε να Του φέρουν ένα δηνάριο και τους ρώτησε τίνος η μορφή απεικονιζόταν σ’ αυτό. Η απάντησή τους ήταν «του Καίσαρα». Και τότε ο Χριστός τούς είπε το γνωστό: «Αποδώστε στον Καίσαρα ό,τι ανήκει στον Καίσαρα, και στον Θεό ό,τι ανήκει στον Θεό» (Μάρκος 12:17). Ο Ιησούς Χριστός με την απάντησή Του μας έδειξε τα όρια της κοσμικής και Θεϊκής εξουσίας, καθώς και τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά μας προς τον Θεόν και την κοσμική εξουσία.

Σε μια άλλη περίπτωση, όταν οι άνθρωποι είδαν ένα θαύμα του Χριστού, είπαν ότι Αυτός είναι προφήτης. Ο Ιησούς όμως, «επειδή κατάλαβε πως επρόκειτο να έρθουν και να τον αρπάξουν για να τον ανακηρύξουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο βουνό μόνος του» (Ιωάννης 6:14,15). Στο δε ερώτημα του Πιλάτου, αν είναι βασιλιάς, ο Ιησούς απάντησε: «Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από τον κόσμο τούτο» (Ιωάν. 18:36). Κι εμείς, ως πιστοί του Κυρίου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκτός του ότι είμαστε πολίτες της χώρας που ζούμε, ταυτόχρονα είμαστε και πολίτες του Ουρανού. Μάλιστα η «η δική μας πραγματική πατρίδα είναι στους ουρανούς» (Φιλιππησίους 3:20).

Η τελευταία εντολή που έδωσε ο Χριστός στους δικούς Του, που είναι και η μεγάλη αποστολή τους στον κόσμο, σ’ όλους τους αιώνες, δεν ήταν να ιδρύσουν κόμμα για να αλλάξουν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, αλλά να μαθητέψουν τους ανθρώπους. Είπε ξεκάθαρα: «Πηγαίνετε λοιπόν και μαθητέψτε όλα τα έθνη… διδάσκοντάς τους συνάμα να τηρούν όλες τις εντολές που σας έδωσα…» (Ματθαίος 28: 19,20).

Ο απόστολος Πέτρος την Πεντηκοστή, αλλά και όλοι οι άλλοι απόστολοι, με πρωτοπόρο τον απόστολο Παύλο, δεν έβγαζαν πολιτικούς λόγους, για να κατακρίνουν τις αδικίες και τη διαφθορά που υπήρχε στην κοινωνία της εποχής εκείνης, αλλά κήρυτταν για τον σταυρωμένο Ιησού και τη σωτηρία που προσφέρει σ’ όσους μετανοούν και πιστεύουν σ’ Αυτόν. Μετά την Πεντηκοστή δεν σχεδίαζαν να ανατρέψουν το καθεστώς που καταδίκασε τον Κύριό τους, αλλά «ήταν όλοι αυτοί αφοσιωμένοι στη διδαχή των αποστόλων, στη συναναστροφή μεταξύ τους, στην τέλεση της θείας Ευχαριστίας και στις προσευχές» (Πράξεις 2:42).

Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σύνολο, αλλά και του κάθε χριστιανού ατομικά, στον κόσμο της αμαρτίας και αδικίας δεν είναι η ίδρυση κάποιου κόμματος ή κινήματος. Είναι κάτι πολύ ανώτερο: να είναι το φως και το αλάτι στον κόσμο του σκότους και της δυσοσμίας, και να υπηρετεί πρώτιστα τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων. Η αποστολή μας δεν είναι να αλλάξουμε τον κόσμο με πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά να αλλάξουμε καρδιές με τον Λόγο του Θεού.

Η Εκκλησία, όταν ερωτοτροπεί και χρησιμοποιεί την πολιτική εξουσία για να επιτύχει τους σκοπούς της, τότε νερώνει την υψίστη αποστολή της. Η Εκκλησία έχει μήνυμα να κηρύξει ενάντια στις αμαρτίες της εποχής μας. Καλούμαστε να κρατήσουμε ψηλά τη σημαία της πίστης του Χριστού στη διακονία που μας τοποθέτησε ο Κυρίαρχος Θεός! Να πολιτευόμαστε αξίως του Ευαγγελίου! Και ας μην λησμονούμε ότι, στην πραγματικότητα, είναι ο Θεός που «Αυτός καιρούς και χρόνους μεταβάλλει, βασιλιάδες κατεβάζει κι ανεβάζει» (Δανιήλ 2:21).

Γι’ αυτό και οι καλύτεροι και χρηστοί πολίτες στις κοινωνίες μας πρέπει να είναι οι αυθεντικοί ακόλουθοι του Χριστού. Να μην ξεχνάμε ότι οι πολιτικοί άρχοντές μας είναι απλώς άνθρωποι, ενώ η υπέρτατη εξουσία είναι ο Θεός, στον Οποίο πρέπει να υπακούμε. Να είμαστε χρηστοί πολίτες τίμιοι και ειλικρινείς στα καθήκοντά μας ως πολίτες της χώρας που ζούμε.
Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Εκκλησία μέσα στους αιώνες δεν είναι πολιτικό ή πολιτιστικό αλλά καθαρά εγωκεντρικό. Είναι ο κατακερματισμός των χριστιανών σε πολλά εκκλησιαστικά δογματικά παρακλάδια. Μάλιστα, το καθένα απ’ αυτά διεκδικεί τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της μόνης αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Δυστυχώς, αυτό έχει απομακρύνει πολλούς, ιδιαίτερα νέους, από τις εκκλησίες.

Είναι αξιοσημείωτο και ενθαρρυντικό σημάδι ότι στα τελευταία χρόνια έχει εξαφανιστεί, σε κάποιο βαθμό, ο φανατισμός και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των διαφόρων εκκλησιών. Γίνονται κάποιες προσεγγίσεις με εκπροσώπους διαφόρων εκκλησιών. Ωστόσο, το θλιβερό είναι ότι εξακολουθούμε να βλέπουμε ακόμη και εκκλησίες που ανήκουν στην ίδια ομολογία ή δογματική απόχρωση να μην επιθυμούν να έχουν έστω και κάποια κοινωνία με άλλες εκκλησίες! Η κάθε εκκλησία πρέπει να βρει τον Βιβλικό βηματισμό της και οι ακόλουθοι του Χριστού να είναι φωτεινά παραδείγματα αγνής, δίκαιης και άγιας ζωής.
Ας αφήσουμε τους πολιτικούς να κάνουν τη δουλειά τους κι εμείς ας είμαστε το φως και το αλάτι στην κοινωνία, διαδίδοντας τα Καλά Νέα της Σωτηρίας του Χριστού.

 

Comments are closed.