Γράφει ο Γιάννης Α. Τσεβάς, Οδοντίατρος
Διαβάζοντας την παραβολή του Ασώτου Υιού και τη γνωστή διαδικασία που ακολούθησε αυτό το παιδί – ζήτησε τα χρήματα και πήγε στο εξωτερικό και τα έφαγε στα γλέντια – σκέφτηκα: μήπως είχε και παράπονα ο νεαρός; Μήπως θεωρούσε ότι ο Πατέρας τον καταπίεζε; Μήπως του έκανε γυμνάσια στην οικονομία και είχε βαρεθεί; Μήπως θεωρούσε ότι ο Πατέρας έγινε πλούσιος καταπιέζοντας τους δούλους και έκανε την ηθική επανάστασή του; Προσγειώθηκε πάντως, μετά από τον πρώτο καιρό των ηδονών, στην πικρή πραγματικότητα της φτώχειας, της καταπιέσεως από ένα αφέντη, της φιλίας με το πιο βρώμικο για τους εβραίους ζώου, του χοίρου, τέτοιας φιλίας που μοιραζόταν και το φαγητό τους. Επειδή είμαστε έλληνες και δεν έχουμε απέχθεια στους χοίρους, επειδή τα χαρούπια δεν μας τρομάζουν αφού μάλιστα σε μερικές συνταγές χρησιμοποιεί και ο Μαμαλάκης το …χαρουπόμελο, και επειδή αυτή η ιστορία είναι μακρινή από εμάς, ίσως μία σύγχρονη εικόνα ή μάλλον μία σύγχρονη ερμηνεία, μας δείξει καλύτερα το τι συνέβη τότε.
Είχα δει μία καλή κινηματογραφική ταινία του Λαρς φον Τρίερ, το «Ντογκβιλ» (πόλη του σκύλου). Η ταινία αφηγείται την ιστορία μίας κοπέλας που φεύγει από το πλούσιο σπίτι της, κατηγορώντας τον πατέρα της για απατεώνα και γκάγκστερ, αυτά την εποχή γύρω από το 1930, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καταφεύγει σε μία μικρή, φτωχή πόλη στα Βραχώδη Όρη, όπου την υποδέχονται με καλοσύνη οι κάτοικοι και εκείνη προκειμένου να μπορέσει να παραμείνει εκεί, τους βοηθάει στις δουλειές τους. Η κατάσταση είναι καλή, η κοπέλα είναι ευτυχισμένη. Σιγά σιγά όμως το κλίμα αρχίζει να χαλάει, την κατηγορούν για διάφορα πράγματα, της φέρονται άσχημα, έως ότου εκείνη κάνει μία αποτυχημένη απόπειρα να διαφύγει. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Της φορούν μία λαιμαριά, ένα τεράστιο βάρος για να μην μπορεί πλέον να διαφύγει, όλοι οι άνδρες του οικισμού την βιάζουν, ενώ ο αγαπημένος της δεν φέρνει καμία ουσιαστική αντίδραση. Και ένα σούρουπο, εμφανίζεται ο πατέρας της με τη συνοδεία του. Γίνεται μέσα στο αυτοκίνητό του μία δραματική συζήτηση, με την κοπέλα από απέχθεια προς τον πατέρα της, να προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αίσχη, που έγιναν εναντίον της στην πόλη. Βγαίνει από το αυτοκίνητο αλλά βλέπει με το φως του φεγγαριού όλα τα φοβερά πρόσωπα, που την περιμένουν. Ξαναμπαίνει και λέει στον πατέρα της να σκοτώσει όλους τους ανθρώπους και να κάψει την πόλη, κάτι που γίνεται αμέσως από την συνοδεία του.
Δεν είναι αυτή η ιστορία του αποστάτη ανθρώπου, που πλάστηκε να ζει στην ευδαιμονία και προτίμησε την απομάκρυνση από τον Πατέρα; Δεν είναι η ιστορία του Πατέρα που πάει, αναζητά και βρίσκει το χαμένο; Τελικά, και πολύ εσχατολογικά, δεν καταστρέφεται η πόλη του κακού;
Ο Χριστός είναι εκείνος που πλήρωσε ώστε να είναι υπάρχει η οδός της επιστροφής στο πατρικό σπίτι. Χωρίς την θυσία Του και την διάνοιξη του δρόμου από τον Χριστό δεν θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε ποτέ. Δόξα στον Θεό για την καταπληκτική του δωρεά.
Από την ιστοσελίδα: http://www.aeee.gr/