της Γιούλικας Masry
Το “γνώθι σαυτόν” είναι το μεγαλύτερο αγαθό που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται ακόμα εκτός σχήματος Θεού όταν με γενναιότητα περίσσια κάνει τη βουτιά στα έγκατα της φύσης του και ανακαλύπτει θλιβερά πως είναι “έλκη σεσηπότα”. Οδό δεν έχει ακόμα για το Θεό ούτε γνωρίζει για τη Λύτρωση. Οπότε, το μόνο που μπορεί να κάνει για ν’ αποκαταστήσει τις διαταραγμένες ισορροπίες–τώρα που διαλύθηκαν οι αυταπάτες για τον εαυτό του–είναι να τον συγχαρεί για την ηρωική του ανακάλυψη κι επάνω εκεί ν’ αναπαυτεί λιγάκι… ώσπου να του ανοιχτεί πλατιά ο Ουρανός και να του αποκαλυφτεί το μυστήριο του Σταυρού και της αποκατάστασης. Ωστόσο, και μετά Χριστόν ο άνθρωπος μπορεί να ξαναγλιστρήσει σε επιθυμίες αλλοτινές…Τότε όμως δεν θα χρονοτριβήσει στο σταθμό του αυτοέπαινου ανακαλύπτοντας το “και το σκότος πόσον” ούτε θα καταποντιστεί στην αυτολύπηση για την αποτυχία του εαυτού του (λες και μπορούσε να έχει τέτοιες προσδοκίες απ’ αυτόν τον ίδιο), αλλά η καρδιά θα τρέξει στο Σωτήρα της να ομολογήσει την αμαρτία της ευθαρσώς αλλά με ταπείνωση, εναποθέτοντας συγχρόνως στα χέρια Εκείνου τον πόθο της για την απελευθέρωσή της και εμπιστευόμενος πλήρως το Θεό ότι, μαζί με την κρίση, θα φέρει και την έκβαση.’Οχι γιατί έτσι “πρέπει” αλλά γιατί αυτό επιποθεί η λυτρωμένη ψυχή η οποία έχει γνωρίσει ότι με τέτοια αγάπη αγάπησε ο Θεός τον κόσμο ώστε να δώσει το μονάκριβο Υιό Του προκειμένου να μη χαθεί ο καθένας που πιστεύει σ’ Αυτόν αλλά να έχει αιώνια ζωή.ΦΘΟΝΟΣ (ΠΟΙΗΜΑ)
Know then thyself, presume not God to scan,
the proper study of mankind is man
ALEXANDER POPE
Στης καρδιάς τη στενή μου κάμαρη
του θριάμβου σου τ’ άγγελμα χύθηκε
σαν πανσέληνος
που άπληστα το χώρο καταπίνει
με μια γουλιά.
Βούλιαξα αδυσώπητα
κάτω απ’ της νίκης σου τ’ ασήκωτο φορτίο
όπως καράβι κακοτάξιδο που πορεύεται
μόνο κατά πού ο άνεμος φυσά.
Κλείσαν ερμητικά της ευψυχίας μου τα ουράνια
—ίδιο δωμάτιο αμαρτωλό το σκότος που αγκαλιάζει,
μέσα του να προσφέρει ηδονής σπονδές
στο είδωλο του Αδάμ, μικρό θεό.
Σαν από ένστιχτο μαρμάρωσ’ ο ανασαμός
πάνω του το δοξάτο τ’άρμα σου εύκολα να γλιστρήσει,
να προσπεράσει, να χαθεί σε ξένες σφαίρες,
απ’ το δικό μου το περίγραμμα έξω.
Κατρακυλήσαν αποσύνθετοι στα πόδια μου
της Δύσης οι πολιτισμένοι αιώνες,
στρατιώτες λιποτάχτες π’ άφησαν αφύλαχτες
τις ακροπόλεις της ψυχής του ανθρώπου.
Ίδιο της Αποκάλυψης θεριό με γλώσσα πύρινη,
αδίσταχτο, αξεδίψαστο, φαγάνα,
ορθώθη ο φθόνος απ’ τα μαύρα μου έγκατα
ρήγας στης Πάτμου το νησί κι απανταχού των ζώντων.
Τα χρυσαφιά πλουμίδια και μαλάμια του
μ’ ορμήνεψε σεβάσμια να τιμήσω
όχι σαν άρχων βασιλιάς υπήκοους που ορίζει
μα σαν πατέρας στοργικός γόνο του που πονάει.
Κι έσκυψα ταπεινά, ευλαβικά γονάτισα
—όπως στους δυνατούς πρέπει του βίου—
μ’ άσπρη γραφίδα δάκρυνη χάραξα τ’ όνομά μου
στο μελανό τεφτέρι του το εφτάφυλλο,
στη Βίβλο της Καταβολής του Κόσμου.
Των αγαθών ξεντύθη ως το μεδούλι η φρόνηση
και πρόβαλε η αρχαία αλήθεια πάνσεμνη
στον άσπιλο της γύμνιας της χιτώνα.
Στα στήθια της στολίδι μοναχό, πανάκριβο,
φως άδυτο, δοξότερο κι από του Αγαθού το στίλβο φέγγος,
καντήλα χαμηλόφωτη, ασίγαστη λαμπάδα,
που την πυρώνει μοναχά, σαν φίλημα,
της θαρρετής θωριάς μας η σπαθάτη λάμψη.
Γιούλικα Κ. Masry
(Εσωτερικές Διαρρυθμίσεις, Νεφέλη, 1988, σ. 33)