«Εν αρχή ο Θεός εποίησεν τον ουρανόν και την γην…» (Γεν.1,1).
Γράφει ο Νίκος Καπελούζος
Δημιουργία ή αιώνια ύπαρξη της ύλης; Οι ερωτήσεις αλλά και οι απαντήσεις που δίνονται σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι σε όλους λίγο πολύ γνωστές: Η ύλη και το σύμπαν προήλθε από μια «τυχαία» μεγάλη έκρηξη, μπήκε στη διαδικασία της εξέλιξης και τα παρόμοια και έφτασε, μετά από τόσα εκατομμύρια (ή δισεκατομμύρια) χρόνια, στη μορφή που το βλέπουμε σήμερα και τα λοιπά.
Αν αυτές τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα τις έδιναν μόνο άνθρωποι του κόσμου τούτου το κακό θα ήταν -και είναι βέβαια- μεγάλο. Είναι όμως κακό μεγαλύτερο και λυπηρή διαπίστωση, ότι υπάρχουν χριστιανοί όλων των δογμάτων, που πιστεύουν στο σημείο αυτό «επιστημονικές» θεωρίες για την προέλευση της ύλης και του κόσμου και στην καλύτερη περίπτωση δέχονται, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άφησε να εξελιχθεί μέσα σε μεγάλες χρονικές περιόδους και τα παρόμοια. Τούτο είναι συνέπεια της ολιγοπιστίας -αν μη και απιστίας- αυτών των χριστιανών, που, αντί για την αυθεντία της Βίβλου, έχουν για στήριγμα σ’ αυτά τα ζητήματα τα αποτελέσματα της έρευνας και των «συμπερασμάτων» της διάνοιας του ανθρώπου, η οποία όμως -και αυτό διαφεύγει από τον άνθρωπο- δεν φωτίζει αν δεν φωτιστεί. Εξηγούμεθα: Η λογική μας είναι, μοιραίως, ετερόφωτη, δεδομένου ότι είμαστε δημιουργήματα. Κατά συνέπεια, ο φωτισμός της διάνοιάς μας είναι υπόθεση του δημιουργού της, όπως ο ερχομός μας στην ύπαρξη, η συντήρησή μας και ο προορισμός μας.
Οι θέσεις μας για την κατάρριψη αυτών των «επιστημονικών» ανακοινώσεων θα βασίζονται στη λογική της Βίβλου, αλλά και της κοινής ανθρώπινης λογικής, την οποία θα επικαλεστούμε, ώστε να επισημανθεί η ανακρίβεια -είναι η ηπιότερη έκφραση- αυτών των, τάχα, επιστημονικών συμπερασμάτων.
Επισημαίνουμε κατ’ αρχάς, ότι είναι λανθασμένη η θέση πως για να έχει κάποιος άποψη γι’ αυτά τα θέματα πρέπει να είναι επιστήμονας και μάλιστα ειδικός. Το αντίθετο: Η δημιουργία και ο προορισμός της είναι θέματα που δεν ανήκουν στο χώρο του επιστητού (της επιστήμης), αλλά στο υπερεπιστητό ή μεταφυσικό ή φιλοσοφικό έστω. Δηλαδή, ή στο χώρο των υποθέσεων (φιλοσοφία) ἠ στο χώρο της αποκάλυψης (Θεός). Είναι ως εκ τούτου φανερό, ότι οι επιστήμονες που δίνουν επιστημονικές απαντήσεις γι’ αυτά τα ζητήματα και μάλιστα υπεύθυνες, όπως νομίζουν, έχουν υπερβεί τα εσκαμμένα. Η υπεροψία τους σ’ αυτήν την περίπτωση τους οδηγεί στο να θεωρούν, ότι είναι οι μόνοι αρμόδιοι να δίνουν απαντήσεις σ’ αυτά τα ζητήματα, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι είναι παραβάτες της αρχής, που η ίδια η επιστήμη θέτει για τα αντικείμενα της έρευνάς της, τα οποία ανήκουν, μοιραίως, στο χώρο του επιστητού, όπως το περιεχόμενο της λέξης (επιστήμη) ορίζει.
Επισημαίνουμε ακόμη, ότι υπάρχει ένα ανεπίτρεπτο δέος, το οποίο διακατέχει τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων και πολλών επιστημόνων, απέναντι σ’ αυτές τις θεωρίες και στους επιστήμονες που τις στηρίζουν. Αλλά τους διαφεύγει το γεγονός ότι, πολλοί επιστήμονες, που δέχονται αυτές τις θεωρίες, έχουν αποστηθίσει χιλιάδες σελίδες, ο καθένας γύρω από την επιστήμη του, έχουν κάνει εργασίες και διατριβές, αναμασώντας, όμως, θέσεις και θεωρίες που κάποιες επιστημονικἐς «αυθεντίες» τους έχουν επιβάλει, χωρίς να έχουν ελέγξει προσωπικά αυτά τα οποία δέχονται. Τέλος, θα πρέπει να είναι γνωστή σε ανθρώπους που ασχολούνται με τη Γραφή, μια απροκάλυπτη πλέον συνωμοσία ενάντια στο Θεό και τη Βίβλο, με στόχο τον κλονισμό της πίστης στο Θεό ως Δημιουργό, με «επιστημονικά μέσα». Δυστυχώς, για μερικούς χριστιανούς αυτά είναι ψιλά γράμματα, που είτε έχουν έτσι είτε αλλιώς, δεν επηρεάζουν την πίστη τους, όπως νομίζουν. Μερικές φορές μάλιστα, φοβούνται μήπως η επιστήμη έχει δίκιο και κλονιστεί η νεφελώδης πίστη τους χειρότερα. Θυμούνται και αυτό που η αθεΐα επικαλείται σε τέτοιες περιπτώσεις: «Έτσι δεν έλεγαν και οι σκοταδιστές του μεσαίωνα εκκλησιαστικοί ηγέτες; Ότι η γη ήταν το κέντρο του σύμπαντος και δεν εκινείτο;» Αλλά τούτο δεν το έλεγε η Βίβλος. Η Βίβλος, που στους σκοπούς της δεν είναι να διδάσκει συστηματική επιστήμη, για το ζήτημα αυτό ανέκαθεν διακήρυττε: «Ο Θεός κρέμασε τη γη επί το μηδέν», αλήθεια που πολύ αργότερα έγινε κατανοητή και αποδεκτή από τον άνθρωπο και την επιστήμη ειδικότερα. Αλλά η ολιγοπιστία μας στο λόγο του Θεού σχετικά με τη δημιουργία, σχετικοποιεί και αυτήν τη διακήρυξη της Βίβλου, ότι δηλαδή ο Θεός είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος και το έφτιαξε με τον τρόπο που η Βίβλος μάς αφηγείται. Ο κίνδυνος απ’ αυτήν τη θέση είναι ανυπολόγιστος, είναι δε αμάρτημα μεγαλύτερο από την πορνεία και τη μοιχεία. Αν η Βίβλος είναι θεόπνευστη, είναι θεόπνευστη και σ’ αυτό το ζήτημα. Δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: Ή η Βίβλος είναι ο λόγος του Θεού και είναι πάντα η αλήθεια ή ο Θεός και η Βίβλος δεν είναι αληθείς! Απαντούμε: «Αλλ’ έστω ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης» (Εβρ.3,4 Βάμβας).
Παρά ταύτα η εγγενής με τον άνθρωπο αμφιβολία, δεχόμενη, επί πλέον, το συνεχές μπαράζ των «επιστημονικών» ανακοινώσεων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κλονίζει την πίστη στο λόγο του Θεού. Σ’ αυτό συμβάλλουν και τα «τρωτά» της Γραφής -όπως τα ονομάζουν μερικοί-, τα οποία λειτουργούν ως σκάνδαλα στην πίστη τους, κλονίζοντάς την ακόμη περισσότερο. Μερικά από τα ζητήματα αυτά, που θεωρούνται «τρωτά», είναι «η ηλικία του σύμπαντος» και «η σειρά των ημερών της δημιουργίας». Θα σχολιάσουμε αυτά τα ζητήματα, καθώς και εκείνο της «μεγάλης έκρηξης», με στόχο να διαπιστωθεί πού πραγματικά υπάρχει το σκάνδαλο: στη Γραφή ή στην καρδιά μας!
Πρώτα ερχόμαστε να καταρρίψουμε το μύθο, ότι τις θεωρίες αυτές τις επικυρώνει η επιστήμη. Για να ισχύει κάτι τέτοιο, όμως, θα πρέπει όλοι οι ειδικοί με το ζήτημα επιστήμονες, ανεξαιρέτως, να συμφωνούν μ’ αυτές τις θέσεις. Από την άλλη μεριά αυτοί που υποστηρίζουν τέτοιες θέσεις ισχυρίζονται ότι, οι κοινοί θνητοί και να θέλουν δεν είναι δυνατό να κατανοήσουν τους επιστημονικούς τρόπους μέτρησης αυτών των μεγεθών και δεδομένων -άρα και η αντίρρησή τους είναι άνευ στηρίγματος. Υπάρχει, όμως, πληθώρα επιστημόνων, του ίδιου κύρους μ’ αυτούς που υποστηρίζουν τέτοιες θεωρίες, οι οποίοι διαμαρτύρονται έντονα γι’ αυτές τις θέσεις, τις οποίες θεωρούν αναπόδεικτες και αντιεπιστημονικές. Έτσι, καταρρίπτεται και ο μύθος, ότι αυτές οι θέσεις είναι επιστημονικά αποδειγμένες, αφού τις αμφισβητούν επιστήμονες και όχι κοινοί θνητοί.
Ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε με τη λογική και με τη Βίβλο αυτές τις θέσεις: Η επιστήμη, λένε, ανακάλυψε -με «επιστημονικές» μεθόδους εννοείται- ότι το σύμπαν έχει ηλικία τόσων εκατομμυρίων ή και δισεκατομμυρίων ετών˙ πώς λοιπόν μιλάμε, σύμφωνα με τα δεδομένα της Γραφής, για μερικές χιλιάδες χρόνια; Την απάντηση θέλω να τη δώσουν οι αναγνώστες, αφού πρώτα κάνουν την εξής απλή εργασία: Τους παρακαλώ προς τούτο να ανοίξουν ένα φάκελο, μέσα στον οποίο θα συγκεντρώνουν τα στοιχεία που αναφέρονται σε τέτοιες ανακοινώσεις, εκπομπές, άρθρα κ.λπ., αρχίζοντας από τα σχολικά εγχειρίδια. Θα διαπιστώσουν, ως προς τους χρόνους της ηλικίας του σύμπαντος και της γης, αβυσσαλέες διαφορές δεκάδων και εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών, που όλες όμως, είναι εξακριβωμένες «επιστημονικά»! Ένα ακόμη στοιχείο της «ακρίβειας» αυτών των υπολογισμών του χρόνου είναι ότι, όλοι αυτοί οι χρόνοι, μολονότι είναι μετρημένοι με «ακρίβεια» και με επιστημονικές μεθόδους, εκφράζονται πάντοτε με στρογγυλούς αριθμούς. Ποτέ δεν έχουν ανακοινώσει ένα χρονικό όριο μη στρογγυλοποιημένο, π.χ. 156.325.612 έτη και οχτώ μήνες, δεκατρείς ημέρες, τόσες ώρες και τόσα λεπτά, όπως τούτο μπορούν να ισχυριστούν για την ταχύτητα του φωτός ή του ήχου. Οι «παγετώδεις», «μεσοπαγετώδεις» κ.λπ. εποχές εκφράζονται πάντοτε με στρογγυλούς αριθμούς, που πάντα -όπως προαναφέρθηκε- είναι διαφορετικοί κατά περίπτωση, ανάλογα με το ποιος κάνει την ανακοίνωση και πότε την κάνει.
Αυτές τις «επιστημονικές» ανακοινώσεις, πολλοί άνθρωποι της Γραφής, τις παίρνουν αβασάνιστα και τοις μετρητοίς. Πολλοί, δυστυχώς και ιεροκήρυκες ή απολογητές γενικά, πτοημένοι απ’ αυτό το μπαράζ των «επιστημονικών» ανακοινώσεων, προσαρμόζουν τη Βίβλο στις ανακοινώσεις αυτές, ερμηνεύοντας: «Όταν η Γραφή λέει, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες δεν κυριολεκτεί˙ απλά η κάθε ημέρα αφορά μια χρονική περίοδο εκατομμυρίων ετών. Εκφράζει, δηλαδή, μια χρονικά μεγάλη εποχή». Και επικαλοὐνται, σε επικύρωση της ερμηνείας αυτής, το σχετικό εδάφιο: «Δεν λέει η Γραφή πως χίλια χρόνια για τον Κύριο είναι σαν μια ημέρα; Αλλά η Γραφή, απευθυνόμενη πρωτίστως σε ανθρώπους της τότε εποχής, συγκατέβηκε στις διατυπώσεις της, ώστε να μιλήσει στα μέτρα της μη ανεπτυγμένης ακόμη διάνοιάς τους, που, εκτός των άλλων, δεν μπορούσε να κατανοήσει τόσο τεράστιες χρονικές περιόδους». Μ’ αυτήν την ερμηνεία, όμως, η δημιουργία θα είχε συντελεστεί σε έξι χιλιάδες χρόνια και όχι σε εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια χρόνια, που ισχυρίζεται η σημερινή επιστήμη, οπότε η ασυμφωνία παραμένει. Επίσης, όσον αφορά την υποτιθέμενη αδυναμία, ή δυσκολία έστω, κατανόησης του χρόνου από τους ανθρώπους της τότε εποχής, έχουμε να πούμε ότι, η Γραφή, απευθυνόμενη και σ’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν διστάζει σε άλλα σημεία της να κάνει λόγο για «αιώνες», «προ αιώνων», «εις τον αιώνα χρόνον» (στον άπαντα χρόνο) κ.λπ., έννοιες που και σήμερα δεν μπορούν να κατανοηθούν ούτε από φιλόσοφους. Διαβάστε τη λέξη «αιώνας» στα λεξικά, για να διαπιστώσετε την ασάφεια του περιεχομένου και την αδυναμία στις ερμηνείες που δίνουν, δεδομένου ότι για την κατανόηση αυτής της έννοιας χρειάζεται αποκάλυψη του Θεού.
Η ηλικία της γης, -άρα και του σύμπαντος- που κατά την επιστήμη είναι, όπως προείπαμε, εκατομμυρίων ή δισεκατομμυρίων ετών, ισχυρἰζονται ότι, αποδεικνύεται «επιστημονικά» από τη μέτρηση των πετρωμάτων, των σταλαχτιτών, των μετάλλων, του κάρβουνου, του πετρελαίου κ.λπ., τα οποία χρειάζονται τόσα εκατομμύρια χρόνια -πάντα στρογγυλοποιημένα- για να φτάσουν στη σημερινή τους μορφή. Πώς λοιπόν η γη μπορεί να είναι ηλικίας μερικών χιλιάδων ετών; Απαντούμε: Ο λόγος του Θεού, εφόσον ο Θεός είναι έξω και υπεράνω χρόνου, υλοποιείται -όταν ο Θεός θέλει- άμεσα. Στην αμεσότητα αυτή δεν υπάρχει για το Θεό κανένα εμπόδιο από το χρόνο ή οτιδήποτε άλλο, γιατί ο Θεός δεν υπόκειται σε κανένα εμπόδιο, ούτε σ’ αυτά που ο ίδιος έχει δημιουργήσει και λειτουργούν πλέον ως φυσικοί νόμοι.
Για την κατανόηση αυτής της πραγματικότητας φέρνουμε ένα παράδειγμα της ανθρώπινης καθημερινότητας: Ένας ζωγράφος φτιάχνει έναν πίνακα με ένα γέρο παππού με τα μικρά του εγγόνια. Ο παππούς σ’ αυτόν τον πίνακα είναι ογδόντα περίπου χρόνων και τα εγγόνια του είναι δέκα χρόνων και κάτω, σύμφωνα με την ηλικία καθενός. Στον ίδιο πίνακα υπάρχει η μητέρα των παιδιών, που είναι έγκυος. Μέσα στην κοιλιά της κυοφορείται ένα έμβρυο. Όλα τα πρόσωπα του πίνακα ο ζωγράφος τα έφτιαξε περίπου στον ίδιο χρόνο -σε μια ημέρα ή και σε μια ώρα- με διαφορετικές ηλικίες. Πιθανόν μάλιστα, να έφτιαξε πρώτα τα εγγόνια και μετά τον παππού, χωρίς κανένα πρόβλημα. Τηρουμένων, βέβαια, των αναλογιών του Δημιουργού του σύμπαντος και του δημιουργού του πίνακα, ποιο πρόβλημα θα είχε ο Θεός; Φέρνουμε και ένα παράδειγμα από τη Γραφή: Όλοι γνωρίζουμε πως για να ζυμωθεί ο μούστος και να γίνει κρασί χρειάζονται περίπου σαράντα ημέρες. Αλλά πώς θα εξηγήσουμε το γεγονός ότι, στο γάμο της Κανά της Γαλιλαίας το κρασί έγινε σε μια στιγμή, και μάλιστα από νερό και όχι μούστο; Απλά, αυτό είναι δουλειά του παντοδύναμου Δημιουργού και όχι του ανθρώπου που η πνοή του (δηλαδή η ζωή του) είναι στους μυκτήρες του. Ο Αδάμ, επίσης, πλάστηκε κατ’ ευθείαν σε ώριμη ηλικία και όχι σε σπέρμα, όπως άλλωστε το ζωικό και φυτικό βασίλειο. Η Γραφή ως προς αυτό το ζήτημα λέει: «Ας βλαστήσει η γη χλωρό χορτάρι, που κάνει σπόρο, και καρποφόρο δέντρο που κάνει καρπό σύμφωνα με το είδος του» (Γεν.1,11 έκδοση Πέργαμος). Κάτι ανάλογο έγινε και με τα είδη των ζώων, πτηνών, ιχθύων κ.λπ. (Γεν.1,20-25).
Αν οι διαδικασίες και οι λειτουργίες του σύμπαντος και της γης ειδικότερα είναι για την ανθρώπινη εμπειρία διαδικασίες αργές, δεν σημαίνει ότι τούτο δεσμεύει το Θεό. Αυτός όρισε στο εξής να λειτουργεί το σύμπαν εν χρόνω. Ο χρόνος αφορά τη δημιουργία και όχι τον Δημιουργό. Αν πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι Θεός, δηλαδή. Εκείνος που είναι ικανός για όλα (μια φοβερή και ασύλληπτη πραγματικότητα), τότε είναι κατανοητό να φτιαχτεί το σύμπαν σε έξι ημέρες -κυριολεκτικά- ακόμη και λιγότερο ή και σε μηδέν χρόνο, αν ο Θεός ήθελε κάτι τέτοιο.
Είπαμε σε έξι ημέρες και ερχόμαστε στο επόμενο «σκάνδαλο» της Γραφής: Η δημιουργία έγινε σε έξι ημέρες. Στις τρεις πρώτες ημέρες έγινε το φως (πρώτη ημέρα)˙ το στερέωμα του ουρανού που χώρισε τα νερά άνωθεν και κάτωθεν του στερεώματος (δεύτερη ημέρα) και το φυτικό βασίλειο (τρίτη ημέρα). Τότε πώς την τέταρτη ημέρα δημιούργησε ο Θεός τους φωστήρες τους μεγάλους, δηλαδή, τον ήλιο και τη σελήνη, ενώ σε κάθε τέλος των τριών φάσεων της δημιουργίας η Γραφή λέει: «και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα πρώτη…δευτέρα…τρίτη…»; Δεν είναι μια σκανδαλώδης αντίφαση; Απαντούμε όχι και εκθέτουμε τις απόψεις μας, αρχίζοντας με ένα λογικό ερώτημα: Ο Μωυσής, που θεωρείται ένας σοφός άνθρωπος, -ή ένας πονηρός μυθοπλάστης, όπως πολλοί τον χαρακτηρίζουν- θα άφηνε να του διαφύγει ένα τόσο χονδροειδές «λάθος», σχετικά με τη σειρά των ημερών της δημιουργίας, το οποίο δεν το αντιλήφθηκε ούτε μετά τη συγγραφή της εξαήμερης δημιουργίας και μάλιστα για χρόνια ολόκληρα; ΄Η οι τόσο σχολαστικοί νομικοί διάδοχοί του, εξακολούθησαν και εξακολουθούν να έχουν την ίδια αορασία ή και μικρόνοια, ώστε να μη διορθώσουν μια τέτοια «γκάφα»; Ή μήπως έτσι έχουν τα πράγματα και θα πρέπει να ερευνήσουμε τα λεγόμενα της Γραφής, ώστε να κατανοήσουμε αυτά που ο Θεός θέλει να κατανοήσουμε με το δικό του Πνεύμα και όχι με την ανθρώπινη σοφία, που είναι «μωρία» και σκανδαλίζεται με τη θεϊκή αποκάλυψη, επειδή είναι αντίθετη στην ανθρώπινη λογική;
Ως προς την απάντηση σ’ αυτό το «σκάνδαλο» σημειώνουμε ότι, στο εδάφιο 1,4 της Γένεσης, που αφορά στην πρώτη ημέρα της δημιουργίας, η Γραφή λέει: «Και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους. Και εκάλεσεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος εκάλεσεν νύκτα. Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα μία» (κείμενο Ο΄). Υπογραμμίσαμε τη φράση «διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους», για να γίνει φανερό, ότι τη δουλειά που θα έκανε ο ήλιος μετά τη δημιουργία του, να διαχωρίζει, δηλαδή, «ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους», εκείνες τις χρονικές στιγμές την έκανε ο Θεός προσωπικά και άμεσα. Επίσης, η Γραφή δεν μιλάει για μια μεγάλη χρονική περίοδο εκατομμυρίων ετών, αλλά για μια ημέρα που τα χρονικά της όρια περικλείονται σε μια εσπέρα και ένα πρωί, όπως αυτά γνώριζε και τα γνωρίζει ο άνθρωπος. Ναι, αλλά αφού δεν υπήρχε ήλιος πώς γινόταν εσπέρα και πρωί; θα ρωτἠσει κάποιος. Γινόταν εσπέρα και πρωί, γιατί έτσι όρισε και μας δηλώνει ο Θεός. Σημειώσαμε ήδη ότι την πρώτη ημέρα της δημιουργίας ο Θεός -χωρίς την εξάρτησή του από τον ήλιο- δημιούργησε το φως και διαχώρισε το φως από το σκοτάδι. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι, ο ήλιος, όπως και κάθε δημιούργημα, δεν είναι για το Θεό «εκ των ων ουκ άνευ». Ούτε αφ’ εαυτού του το κάθε δημιούργημα, άρα και ο ήλιος, είναι ο δημιουργός των όποιων αποτελεσμάτων, αλλά ο υπόλογος διαχειριστής συγκεκριμένων εντολών του Δημιουργού, όπου από τη στιγμή της δημιουργίας του και ύστερα αναλαμβάνει να εκτελεί εκείνο που ο Θεός το προστάζει και που πριν το έκανε ο Θεός με το λόγο του και μόνο. Έτσι εξηγείται απλά πώς, χωρίς να υπάρχει ακόμη ήλιος, «εγένετο εσπέρα εγένετο πρωί, ημέρα μία…δευτέρα… τρίτη» κ.λπ. Τούτ’ αυτό συνέβαινε και με τη λειτουργία της γης, την περιφορά γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο, από τον οποίο τώρα εξαρτάται. Τότε, εκτελούσε αυτές τις τροχιές και τις απ’ αυτές εξαρτώμενες λειτουργίες ή τέλος πάντων λειτουργούσε όπως λειτουργούσε, με τον παντοδύναμο λόγο του Δημιουργού, ο οποίος την τοποθέτησε στο διάστημα «ασχέτως» ή κατά την έκφραση της Βίβλου (Ιώβ 26,7 Βάμβας) «κρεμά την γην επί το μηδέν». Αυτού του Δημιουργού που, σε απάντηση της προσευχής του Ιησού του Ναυή, «στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών και η σελήνη κατά φάραγγα Αιλών» (κείμενο Ο΄), σταμάτησε η πορεία του ήλιου και της σελήνης για διάστημα πολλών ωρών (Ιησ. Ναυή 10,12-13) και σε άλλη περίπτωση οι δεἰκτες του ηλιακού ρολογιού[1] στράφηκαν δέκα βαθμούς πίσω (Ησ.38,8), χωρίς να συμβεί κανένα απολύτως πρόβλημα μέσα στο ηλιακό σύστημα.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να κατανοήσουμε πώς λειτουργούσε η γη και το ηλιακό σύστημα στις τρεις πρώτες ημέρες της δημιουργίας, χωρίς την παρουσία και τη χρεία του ήλιου. Στο εδάφιο 1,14 ο Θεός -την τέταρτη ημέρα πλέον- δημιούργησε φωστήρες στο στερέωμα του ουρανού, για να φέγγουν στη γη και για να διαχωρίζουν «ανά μέσον της ημέρας και ανά μέσον της νυκτός», και για να είναι «εις σημεία και εις καιρούς και εις ημέρας και ενιαυτούς», τα οποία δεν θα ήταν άλλως ορατά στις αισθήσεις του ανθρώπου, άρα και κατανοητά. Στο εξής ο ήλιος θα είναι ο διακινητής του φωτός (ο ήλιος δεν παράγει, αλλά διακινεί το φως) και ο διαχειριστής των εντολών του Θεού, οι οποίες εντολές -του Θεού- παράγουν τα αποτελέσματα και κανένας άλλος. Και, για να επιστρέψουμε στο πρώτο ζήτημα που αναφερθήκαμε παραπάνω, μ’ αυτήν την απλότητα της πίστης πρέπει να κατανοήσουμε και τη μέτρηση του χρόνου της ηλικίας του σύμπαντος, όπως τη μετράει ο Θεός και όχι η «σχετική» επιστήμη. Συναφώς αναφέρουμε σ’ αυτό το σημείο, ότι υπάρχουν εσχάτως επιστημονικές ανακοινώσεις -μερικοί αναγνώστες πιθανόν να τις γνωρίζουν- όπου λένε πως για να δημιουργηθούν πετρώματα, σταλαχτίτες κ.λπ., που φαίνονται ότι είναι εκατομμυρίων ετών, πολλές φορές, κάτω από συνθήκες που ήδη ερευνώνται, δεν απαιτείται παρά φοβερά ελάχιστος χρόνος˙ μερικές φορές, μάλιστα, μπορεί να γίνουν ακαριαία! Σχετικά, μάλιστα, με τη «μεγάλη έκρηξη», τελευταίες ανακοινώσεις υποστηρίζουν (για μας υποθέτουν) πως όλα έγιναν ακαριαία και όχι εξελικτικά. Αλλά και στη μια περίπτωση (της βραδείας εξέλιξης) και στην άλλη (της ακαριαίας) πώς θα γίνει κατανοητή μια δημιουργία, που η καταμέτρηση των συναρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων, σχέσεων και αλληλεπιδράσεων μέσα σ’ αυτἠν, είναι και θα είναι αδύνατη και ιλιγγιώδης, εξαιτίας του πεπερασμἐνου της ανθρὠπινης ὐπαρξης; Οι αντιφάσεις, λοιπόν, δεν θα πρέπει να αναζητούνται στα κείμενα της Βίβλου, αλλά στις «επιστημονικές» θεωρίες, γιατί περί θεωριών πρόκειται. Ο μέγας Βασίλειος, σε ανάλογες θεωρίες φιλοσόφων, μαθηματικών και αστροφυσικών της εποχής του, σχετικά με τη δημιουργία, που η μια αναιρούσε την άλλη, είχε πει: «Πολλά περί της φύσεως έγραψαν οι σοφοί των ειδωλολατρών Ελλήνων, και καμμία ιδέα των δεν έμεινεν ακίνητος και ασάλευτος, επειδή πάντοτε ο δεύτερος ανέτρεπε και κατέβαλε τον προ αυτού συγγράψαντα εις τρόπον ώστε να μη υπάρχει καμμία ανάγκη εις ημάς να αποδεικνύομεν εσφαλμένα όσα εκείνοι συνέγραψαν, διότι είναι αρκετοί δια να αναιρούν αλλήλους» (Η εξαήμερος δημιουργία 3, Εκδόσεις ΣΩΤΗΡ). Αλλά για να κατανοήσουμε αυτές τις ερμηνείες που απορρέουν από τη Βίβλο, πρέπει -απευθύνομαι σε χριστιανούς της Βίβλου- να πιστέψουμε ποιος Είναι ο Θεός. Ή όπως το λέει ο λόγος του: Να πιστέψουμε «ότι ο Θεός Είναι» (Εβρ.11,6).
Τελειώνοντας, θέλουμε να απαντήσουμε και στην πολλές φορές αναφερόμενη θέση χριστιανών, ότι η ασχολία μ’ αυτά τα ζητήματα δεν είναι τόσο μεγάλης σημασίας και ότι δεν αφορά και δεν επηρεάζει την πίστη μας στο Θεό. Κάνουν λάθος. Η πίστη στην αγάπη του Θεού και στο σωτηριακό έργο του υπέρ των ανθρώπων, είναι υποχρεωμένη να περάσει από το τεστ της δημιουργίας. Το πρωταρχικό και θεμελιώδες για την κατανόηση του ποιος είναι, τι ζητά και τι προσφέρει ο Θεός, είναι η πίστη ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Και αυτή η προϋπόθεση περνάει από το τεστ μιας άλλης προϋπόθεσης: ότι η δημιουργία έγινε έτσι όπως ο Θεός (η Βίβλος) μας αποκαλύπτει. Αν αυτό μας σκανδαλίζει, είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να προβληματίσει τη σκέψη μας, δηλαδή, αν λειτουργεί σωστά, σύμφωνα με τις οδηγίες του «κατασκευαστή», ή τυχαία, ανεξέλεγκτα και αυθαίρετα. Η σχετικοποίηση του τρόπου και της σειράς της δημιουργίας από τον άνθρωπο και δη το χριστιανό και η με ελαφρά συνείδηση αποδοχή μιας τέτοιας θέσης απ’ αυτόν, μοιραίως θα οδηγήσει στην επόμενη σχετικοποίηση, που είναι η αμφισβήτηση της πατρότητας του Θεού ως δημιουργού. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι τούτο, η πατρότητα της δημιουργίας, είναι η εκ των ων ουκ άνευ βάση, επάνω στην οποία οικοδομείται και γίνεται κατανοητή κάθε άλλη αποκάλυψη του Θεού για το πρόσωπό του και τα σχέδιά του για τον άνθρωπο και σύμπασα τη δημιουργία. Ο Θεός όταν συστήνεται στη Βίβλο επικαλείται την, πρωταρχικά βασικότερη και για την ανθρώπινη διάνοια, ιδιότητά του ως Δημιουργού. Η φράση «εγώ ο Κύριος του ουρανού και της γης» είναι αυτό που ζηλότυπα κρατάει και επικαλείται για τον εαυτό του, γιατί είναι όχι μόνο η πιο βασική αλλά και η πιο ολοκληρωμένη αποκάλυψη του είναι του. «Επειδή ό,τι μπορεί να γίνει γνωστό για τον Θεό, είναι φανερό μέσα τους για το λόγο ότι ο Θεός το φανέρωσε σ’ αυτούς. Δεδομένου ότι τα αόρατα αυτού βλέπονται φανερά από την εποχή της κτίσης του κόσμου, καθώς νοούνται διαμέσου των δημιουργημάτων του, και η αιώνια δύναμή του και η θεότητα, ώστε αυτοί να είναι αναπολόγητοι.» (Ρωμ. 1,19-20 Πέργαμος). Αν αυτή η κυριότητά του αμφισβητηθεί (για μας και ο αποκεκαλυμμένος τρόπος και χρόνος δημιουργίας), τότε ο Θεός είναι υπόθεση και όχι πραγματικότητα. Τέλος, περιττὀ και να πούμε ότι, η αμφισβήτηση της πατρότητας αυτής του Θεού -άρα και της κυριότητάς του επί της δημιουργίας- είναι η βλάσφημη θέση αλλά και το άλλοθι, που οδήγησε την αποστατημένη ανθρωπότητα στη ληστρική εκμετάλλευση της δημιουργίας και την οικολογική ασέλγεια. Αυτής της αμφισβήτησης προηγείται η σχετικοποίηση ή ο «συγχρονισμός» του αποκαλυμμένου τρόπου της δημιουργίας.
Νίκος Καπελούζος
Ιούνιος 2009
[1] [1] Όταν γράφαμε τις γραμμές αυτές διαβάσαμε σε χριστιανικό περιοδικό τα παρακάτω, σχετικά με την ερμηνεία αυτού του χωρίου (Ησ.38,8): «Η πιθανότερη ερμηνεία (είναι) ότι, τη στιγμή εκείνη, που έστρεψε η σκιά πίσω δέκα βαθμούς, έγινε έκλειψη ηλίου, από την περεμβολή της σελήνης, σκοτείνιασε τελείως (!!! Τα θαυμαστικά δικά μας), οπότε οι σκιές μεγάλωσαν κι έτσι οι σκιές του οβελίσκου θα κατέβαιναν στα σκαλοπάτια, όταν αυτό συμβαίνει λίγο πριν το μεσημέρι (!!! Τα θαυμαστικά δικά μας). Και, καθώς φεύγει η έκλειψη, αρχίζουν να οπισθοχωρούν ή φεύγουν οι σκιές του οβελίσκου στο ρολόγι του Άχαζ. «Και έστρεψεν την σκιάν δέκα βαθμούς, δια των βαθμίδων του Άχαζ». Το θέμα είναι ότι την εποχή εκείνη η Αστρονομία ήταν ανίκανη να προΐδει αυτό το φαινόμενο. Το θαύμα συνίσταται στην υπερφυσική γνώση του Ησαΐα, που ούτε η τότε γνώση της Αστρονομίας το προέβλεπε αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου, λόγω της Θείας Προνοίας να ζητήσει ο Εζεκίας να γίνει το σημείο, που στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων επρόκειτο σε λίγο να συμβεί». Σ’ αυτό το σκεπτικό απαντούμε, θέτοντας το ερώτημα: Πώς μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ότι δηλαδή ο Ησαΐας γνώριζε κάτι που υποχρεωτικά (φυσικοί νόμοι) όφειλε να γίνει, αφού ο προφήτης πρότεινε στον Εζεκία να διαλέξει αυτός (ο Εζεκίας), αν η σκιά θα προχωρούσε δέκα βαθμούς μπροστά ή θα έστρεφε δέκα βαθμούς πίσω; (Β’ Βασ. 20, 9-11). Μια εναρμόνιση των σχετικών χωρίων της Γραφής (Ησαΐας 38,8 και Β΄ Βασιλέων 20,9-11) ξεκαθαρίζει και μ’ αυτόν τον τρόπο το ζήτημα.
Ο Νίκος Καπελούζος γεννήθηκε το 1943 στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει συγγράψει τα βιβλία: «Σημείο αντιλεγόμενο- Η Δίκη του Ιησού» (Εκδόσεις Διώνη) και «Εφʼ όλης της ύλης» (που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Λόγος). Είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και κατοικεί στα Φιλιατρά.