Γράφει ο Παναγιώτης Σταυρινού, Μαθηματικός
Καθώς έβαζε τις τσιπούρες στο ζύγι, μου είπε με μια σιγουριά στη φωνή του ο γέρο ψαράς. «Έρχεται καταιγίδα παιδί μου». «Κι εσύ που το ξέρεις», του είπα. «Δεν ακούς τη θάλασσα στο ακρωτήρι που βρυχάται; Και οι γλάροι δεν πρόσεξες πως πετούν πάνω από τις στέγες, ως τον πεντάδρομο; Εμείς στη Λεμεσό τα ξέρουμε αυτά απ’ τα παλιά τα χρόνια». «Έχεις δίκιο», απάντησα και τον αποχαιρέτησα.
Καθώς πήγαινα στο σπίτι έλεγα μέσα μου. «Τώρα ξέρω το μυστικό. Το βογκητό της θάλασσας και οι γλάροι είναι το σημάδι της επερχόμενης καταιγίδας». Ύστερα έκανα τη σκέψη. Ας πούμε ότι η θάλασσα είναι ο κόσμος και πως το βογκητό της είναι ο πόνος, η δυστυχία, οι αδικίες, οι πόλεμοι και όλα τα κακά στον πλανήτη μας. Οι γλάροι ας πούμε ότι είναι σημεία αποκαλυπτικά του ουρανού, καταγραμμένα στις Γραφές. «Στις έσχατες μέρες θα έλθουν καιροί δύσκολοι. Γιατί οι άνθρωποι θα είναι … αχάριστοι, ασεβείς, άστοργοι, αδιάλλακτοι, συκοφάντες, άσωτοι, άγριοι, εχθροί του καλού, …» (Β Τιμ.1/3-6). Οι γλάροι είναι ο ηθικός μας εκπεσμός είναι οι ανομίες και οι προδοσίες μας προς το Χριστό, είναι οι σύγχρονες ιδέες της αθεΐας. Είναι οι προάγγελοι της καταιγίδας. Και είναι αλήθεια πως φτεροκοπούν πάνω από τις στέγες των σπιτιών μας. Τους αφήσαμε να μπουν στα σπίτια μας. Άρχισαν ήδη να φωλιάζουν στα άδεια κεφάλια μας.
Έφτασα στο σπίτι συλλογισμένος και οι πρώτες μου λέξεις ήταν. «Έρχεται καταιγίδα». «Κι εσύ που το ξέρεις», μου είπαν. « Το λέει ο Παύλος στο (Β Τιμ.3/1-6)». «Τι λες καλέ μου, είσαι καλά»; Είπαν όλοι. «Συγνώμη, ο ψαράς ήθελα να πω, μου το είπε ο γέρο ψαράς καθώς μου ζύγιζε τις τσιπούρες».
Έριξα μια ματιά στον ουρανό. Κάποιοι γλάροι έκραζαν κοροϊδευτικά πάνω απ’ τις στέγες. Το ραδιόφωνο μετέδιδε ειδήσεις για το κυπριακό, την κατάσταση στο Ιράκ, το Ιράν και την οικονομική και κοινωνική κρίση στην Ελλάδα. «Σίγουρα έρχεται καταιγίδα», είπα και μπήκα στο δωμάτιο. Μόνος εκεί, ικέτευσα μελαγχολικά τον Κύριο: Θεέ μου, όταν θα έλθει η «καταιγίδα», δώσε μας δύναμη να παραμείνουμε προσκολλημένοι στον Αιώνιο Βράχο. Ένα σώμα με το Χριστό να μείνουμε, όπως μέχρι θανάτου μένουνε τα θαλασσοδαρμένα όστρακα στο βράχο.